ΕΞΕΔΙΔΕ ΤΗ ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ ΤΕΛΙΚΑ Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ, ΟΠΩΣ ΔΕΙΧΝΕΙ Η ΤΑΙΝΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΖΟΛΙ;

 

Στο νέο biopic με την Αντζελίνα Τζολί η μητέρα της νεαρής Μαρίας Κάλλας την εξαναγκάζει σε συνευρέσεις με Γερμανούς ναζί στην κατοχική Αθήνα. Ποια είναι όμως η αλήθεια;

 

Όλη η ταινία «Μaria» είναι μια αναδρομή παραζάλης και σύγχυσης. Η Μαρία Κάλλας έχει πάρει το μονοπάτι που οδηγεί στο τέλος κι αυτό το γνωρίζουν όσοι ελάχιστοι έχουν απομείνει δίπλα της να φροντίζουν τα ξέφτια ενός μύθου. Εξαρτημένη από ηρεμιστικά, μόνη και οριστικά ματαιωμένη, ζει την τελευταία της εβδομάδα. Μέσα σε αυτόν τον στρόβιλο αναμνήσεων προφανώς υπάρχει αναφορά στα χρόνια της στην Ελλάδα.

 

Ας πάμε κατευθείαν στην επίμαχη σκηνή σε μια Αθήνα αιχμάλωτη, φτωχή, ασπρόμαυρη, θλιβερή, σε ένα κτίριο που μπορεί να μην πολυθυμίζει τα σπίτια πέριξ της Πατησίων από τα οποία πέρασε κατά την εφηβεία της η Μαρία Κάλλας, ωστόσο το μήνυμα είναι σαφές: το πλάνο δείχνει τη μητέρα της Λίτσα (την υποδύεται η Λυδία Κονιόρδου) να οδηγεί δυο στρατιωτικούς των δυνάμεων κατοχής σε ένα δωμάτιο για να τους «δείξει» τα δυο κορίτσια, τη Μαρία και την αδερφή της Τζάκι.

 

Η μία δίπλα στην άλλη, άγουρες και ντροπαλές, τραγουδούν:

 

Πού ’ναι εκείνα μου τα κάλλη

Πού ’ναι η τόση εμορφιά

Στην Αθήνα δεν είχε άλλη

Τέτοια λεβεντιά

 

Ήμουν κούκλα ναι στ’ αλήθεια

Με μεγάλη αρχοντιά

Δε σας λέγω παραμύθια

Τρέλανα ντουνιά

 

Μα μ’ έμπλεξε ένας μόρτης

Αχ ένας μάγκας πρώτης

Μου πήρε ό,τι είχα και μ’ αφήνει

Μου πήρε την καρδιά μου

Τα νιάτα τα λεφτά μου

Κι απ’ τον καημό φουμάρω κοκαΐνη.

 

Καμία βιογραφία, διασταυρωμένη καταγραφή, ταινία, θεατρικό έργο, βιβλίο, μαρτυρία ή μελέτη δεν είχε πάρει ως τώρα τόσο ξεκάθαρα τη θέση ότι η Κάλλας εκδιδόταν.

«Αυτή μπορεί να χορέψει, η άλλη μπορεί να τραγουδήσει», λένε οι δυο ξένοι όταν τα κορίτσια τελειώνουν το τραγούδι. «Είναι 100 δραχμές», τους λέει η μητέρα κι εκείνοι επανέρχονται: «Τι άλλο μπορούν να κάνουν;». Καθένας διαλέγει από μια κόρη. Η νεαρή Μαρία αρχίζει να γδύνεται μπροστά στον «πελάτη», αλλά εκείνος, γοητευμένος από τα φωνητικά της χαρίσματα, φαίνεται πως πλήρωσε για άλλο λόγο. «Όχι ακόμα. Τώρα τραγούδα!» της λέει κι εκείνη ξεκινά με την άρια «L’amour est un oiseau rebelle» από την «Κάρμεν».

 

Όπως καταλαβαίνουμε, η ταινία «Μaria» με την Αντζελίνα Τζολί στον ομώνυμο ρόλο (βγαίνει στις αίθουσες 5 Δεκεμβρίου) δείχνει καθαρά, παρά την επικράτηση των ψυχοτρόπων, ότι η μητέρα της Κάλλας την εξέδιδε σε Ιταλούς και Γερμανούς στην Κατοχή, την περίοδο δηλαδή που η 17χρονη Μαρία Καλογεροπούλου έμενε στην Αθήνα.

 

Η δεύτερη στιγμή στην οποία η ταινία επαναφέρει σαφέστατα το θέμα της εκπόρνευσης είναι λίγο πριν από το τέλος. Σε ένα καφέ στο Παρίσι η Μαρία, που κατηφορίζει πια ανεξέλεγκτα στον κόσμο των ηρεμιστικών, συναντά την αδελφή της. Είναι προφανές πως το αποτύπωμα που άφησε στην παιδική τους ψυχή η κακοποιητική μητέρα δεν μαλάκωσε ποτέ. Η ντίβα της όπερας πάλευε όλη της τη ζωή με το παρελθόν, αναπαράγοντας σε όλες της τις σχέσεις τα οικογενειακά τραύματα. Ο πατέρας διαρκώς απών και η μητέρα πανταχού παρούσα· την περιφρονούσε, στην καλύτερη περίπτωση, όσο ήταν άσημη, την εκμεταλλευόταν, σχεδόν τη στράγγιζε, όταν άρχισε να δοξάζεται. 

 

«Κλείσε την πόρτα», παρακινεί η Τζάκι τη Μαρία στην τελευταία τους συνάντηση. Προσπαθώντας, δε, να την πείσει να σταματήσει πια την αναμέτρηση με το παρελθόν, της θυμίζει: «Κάποιες φορές, όταν έκλαιγες, πήγαινα εγώ στη θέση σου για να μη στενοχωριέσαι... Τώρα όμως φτάνει, κλείσε πια την πόρτα».

 

«Στόχος μου στο “Maria” δεν ήταν να παρουσιάσω μια κλασική βιογραφία αλλά να δημιουργήσω ένα εντυπωσιακό πορτρέτο βασισμένο όχι μόνο σε γεγονότα αλλά και σε φαντασία», λέει ο σκηνοθέτης της Πάμπλο Λαραΐν, δημιουργώντας μια πρώτη ασπίδα σε τυχόν επιθέσεις.

 

Θα είναι δικαιολογημένες; Προφανώς. Καμία βιογραφία, διασταυρωμένη καταγραφή, ταινία, θεατρικό έργο, βιβλίο, μαρτυρία ή μελέτη δεν είχε πάρει ως τώρα τόσο ξεκάθαρα τη θέση ότι η Κάλλας εκδιδόταν. Υπαινιγμοί και υποθέσεις πολλές· μισόλογα από ανθρώπους του περιβάλλοντός της κάμποσα· ερωτήματα από τους μελετητές της, διαρκή και αναπάντητα.

 

Αυτό το κοριτσάκι που μεταμορφώθηκε στη σημαντικότερη λυρική τραγουδίστρια του περασμένου αιώνα έζησε στην Ελλάδα από το 1937 έως το 1945. Φωτίζοντας την περίοδο αυτή, διαπιστώνουμε πως η προσωπική και καλλιτεχνική ενηλικίωση της Κάλλας έγινε εν μέσω σκληρών κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών, σε μια πόλη που της επιφύλαξε φτώχεια, προσωπική ταπείνωση, συναισθηματική αστάθεια και, φυσικά, το φρικιαστικό πρόσωπο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και των Δεκεμβριανών.

 

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η Μαρία, Μαίρη ή Μαριάννα Καλογεροπούλου εκείνης της εποχής φτάνει τον Μάρτιο του 1937 από τη γενέτειρά της Νέα Υόρκη στο λιμάνι της Πάτρας με το ιταλικό ατμόπλοιο Σατούρνια. Ήταν μόλις 14 ετών και συνοδευόταν από τη μητέρα της Λίτσα Δημητριάδου.

 

Μαζί της είχε τρία καναρίνια, δώρο του μπαμπά, τα λιγοστά, φτωχικά τους υπάρχοντα, τα άχαρα ρούχα της, τις φιλοδοξίες τις δικές της και κυρίως της μαμάς που λυσσούσε για κοινωνική καταξίωση, τις εφηβικές αγωνίες μιας κοπέλας που δεν είχε εισπράξει αγάπη ως τότε. Πίσω της στη Νέα Υόρκη έχει αφήσει τον αγαπημένο της πατέρα, κάποιους λίγους οικογενειακούς φίλους, τις διενέξεις των γονιών της που κλόνιζαν την καθημερινότητα τη δική της και της αδελφής της Τζάκι, το μικρό πιάνο στο σαλόνι όπου έμαθε τις πρώτες νότες.

 

Οι γονείς της Κάλλας, ο φαρμακοποιός μπαμπάς της Γιώργος Καλογερόπουλος από τον Μελιγαλά και η μαμά της Λίτσα Δημητριάδου, μετανάστευσαν στη Νέα Υόρκη το 1923, διεκδικώντας κάτι καλύτερο από το μεσσηνιακό τους μέλλον. Δυστυχώς, ο αφόρητος χαρακτήρας της κακοποιητικής μητέρας και η παγερά αδιάφορη στάση του πατέρα, που παρά τη μετακίνηση στην Αμερική παρέμενε ένας μικροαστός, ασυγκίνητος, άπιστος και μονίμως απαθής τύπος, δημιούργησαν εκρηκτικό κλίμα που κορυφώθηκε με την τιμωρία που η μητέρα επέβαλε τον πατέρα: πήρε τις κόρες της κι επέστρεψε στην πατρίδα.

 

Η Μαρία, φτάνοντας στην Αθήνα, ήταν ένα αμερικανάκι ατημέλητο και αναιδές, απομονωμένο και κακοποιημένο ψυχικά. Δεν μιλούσε με κανέναν. Ήταν παχιά, είχε ακμή και κατσαρό, άλουστο, μαύρο μαλλί. Φορούσε χοντρά γυαλιά και φθαρμένα φτωχικά ρούχα, η ποδιά της είχε λιγδιασμένο γιακά και τα παπούτσια, τα πέδιλά της, σχεδόν αντρικά, τα συνδύαζε με μπαρολέ κάλτσες. Παρότι οι συμμαθήτριές της (του ωδείου, γιατί σχολείο δεν πήγε στην Ελλάδα) τη θαύμαζαν για την προσήλωσή της στη μελέτη και ποτέ δεν είχαν μαζί της προστριβές, ο χαρακτήρας της Μαρίας την καθιστούσε απολύτως αντιπαθητική, καθώς είχε μια υπεροψία την οποία δεν καταλάβαιναν.

 

Στο σπίτι οι αντιπαιδαγωγικές μέθοδοι έδιναν κι έπαιρναν. Τα κορίτσια μεγάλωναν χωρίς την παραμικρή τρυφερότητα, αλλά τουλάχιστον η μητέρα είχε χωρίσει τις «αρμοδιότητες». Η όμορφη και χαρισματική Τζάκι στόχευε στην υψηλή κοινωνία και είχε καταφέρει να γίνει επίσημη ερωμένη του Μιλτιάδη Εμπειρίκου. Μέσω εκείνης διατηρούσαν ένα αξιοσέβαστο βιοτικό επίπεδο, καθώς ο Εμπειρίκος τους πλήρωνε ενοίκιο, τρόφιμα, ρουχισμό, ακόμα και μια υπηρέτρια σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στις αναμνήσεις της η Τζάκι λέει χαρακτηριστικά: «Χωρίς τον Εμπειρίκο θα είχαμε πεθάνει της πείνας στα χρόνια της γερμανικής κατοχής».

 

Η Μαρία είχε μόνο ένα χάρισμα: τη φωνή (κι αυτό είναι ίσως το μόνο εύστοχο στην επίμαχη σκηνή της ταινίας). Το οικογενειακό περιβάλλον ανεχόταν τα πάντα από εκείνη, προσδοκώντας μελλοντικές απολαβές από το τραγούδι. Δεν υπάρχει ούτε μία μαρτυρία για τη ζωή της Κάλλας που να μην υπογραμμίζει την προειλημμένη από τη μητέρα της απόφαση να σπρώξει την κόρη της στο τραγούδι. Αν, λοιπόν, το πείσμα αυτής της γυναίκας ήταν έντονο ήδη από τα χρόνια της Αμερικής, που η οικογένεια ζούσε με μια σχετική ευημερία, φαντάζεται κανείς πόσο αδίστακτη έγινε αυτή η γυναίκα στην Αθήνα, που η Κατοχή έθετε σοβαρό θέμα επιβίωσης.

 

Επιπλέον, οι τρεις γυναίκες μοχθούσαν μόνες τους καθώς ο μπαμπάς από την Αμερική δεν υπήρξε ποτέ αξιόπιστος, ούτε φυσικά συνεπής όσον αφορά τα εμβάσματα που είχε συμφωνήσει να στέλνει. Όταν η Λίτσα αντιλήφθηκε πως μόνο η καλή επαφή με τις ξένες δυνάμεις θα τους εξασφάλιζε τα στοιχειώδη, έριξε στην αρένα τη Μαρία. Η πολύτιμη φωνή της μπορούσε να της φανεί χρήσιμη, κυρίως στους Ιταλούς που λόγω γλώσσας συγκινούνταν περισσότερο από το τραγούδι της.

 

Οι σχέσεις των τριών γυναικών με Ιταλούς και Γερμανούς υπήρξαν πάντα μια θολή σελίδα στη ζωή τους. Ο βιογράφος της Κάλλας, Νικόλαος Πετσάλης-Διομήδης, βασιζόμενος σε μαρτυρίες του μετέπειτα συζύγου της Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι και της κοντινής της φίλης Τζουλιέτα Σιμιονάτο, ανέφερε πως κατά τη διάρκεια της ιταλικής και γερμανικής κατοχής η μητέρα έφερνε στο σπίτι πρόσωπα που βρίσκονταν σε καίριες θέσεις και υποχρέωνε τη Μαρία να τους τραγουδά (όπως άλλωστε δείχνει και η ταινία).

 

Η ίδια ουδέποτε το αρνήθηκε και μάλιστα στο βιβλίο της «My daughter Maria Callas» (1960) επιβεβαίωσε ότι «κατοχικοί στρατιώτες και αξιωματικοί που θαύμαζαν το τραγούδισμα της Μαρίας τους έφερναν φαγητό λαθραίως ή μοιράζονταν τις μερίδες τους με εκείνους». Κατέληγε, δε, να παραδεχτεί: «Συνολικά, η τύχη της Μαρίας, της αδερφής της και η δική μου κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν σημαντικά ευκολότερη απ’ ό,τι των περισσοτέρων Αθηναίων, επειδή λάτρεις της μουσικής που βρίσκονταν ανάμεσα στους αξιωματικούς των δυνάμεων κατοχής υπερέβαλλαν εαυτόν για να εκδηλώσουν τον θαυμασμό τους για εκείνη».

 

Η μαμά Λίτσα ήξερε πλάι σε ποια λιοντάρια πετούσε τα κορίτσια της, αλλά το αντάλλαγμα ήταν ό,τι πολυτιμότερο διέθεταν οι κατοχικές δυνάμεις: τρόφιμα. Στο βιβλίο του Τομ Βολφ «Μαρία Κάλλας – Γράμματα και αναμνήσεις» η Κάλλας περιγράφει τον χειμώνα του 1941 που η Αθήνα υπέφερε από τον λιμό: «Οι Αθηναίοι είδαν χιόνι για πρώτη φορά έπειτα από 20 χρόνια... Κάναμε πρόβες στο ημίφως με λάμπες ασετιλίνης, φοβούμενοι τους βομβαρδισμούς. Όλο το καλοκαίρι έτρωγα μόνο ντομάτες και βραστό λάχανο που κατάφερνα να βρω, αφού περπατούσα αρκετά χιλιόμετρα και αφού πρώτα παρακαλούσα.

 

Ωστόσο, δεν γύριζα ποτέ με άδεια χέρια. Τον χειμώνα του ’41 όμως ένας οικογενειακός φίλος και μνηστήρας τότε της αδερφής μου μας έφερε ένα μπουκαλάκι λάδι, καλαμποκάλευρο, πατάτες. Δεν θα ξεχάσω την έκπληξη με την οποία κοιτούσαμε τα πολύτιμα αγαθά, φοβούμενες μήπως ως διά μαγείας εξαφανιστούν. Όποιος δεν έχει ζήσει την πείνα και τη δυστυχία της Κατοχής δεν ξέρει τι σημαίνει ελευθερία και άνετη ζωή».

 

Σε ηλικία 14 ετών, η αφιέρωση απευθύνεται στην πρώτη της δασκάλα τραγουδιού, τη Μαρία Τριβέλλα, με την ακόλουθη ευγνώμονα καταγραφή: «Στην αγαπημένη μου δασκάλα, στην οποία οφείλω τα πάντα».

Παρακάτω, δε, παραδέχεται:

 

«Όταν ανέλαβαν οι Ιταλοί, η κατάσταση κάπως βελτιώθηκε. Καθώς έχανα όλο και περισσότερο βάρος από τις κακουχίες, ένας θαυμαστής της φωνής μου, ιδιοκτήτης κρεοπωλείου επιταγμένου από τους κατακτητές, με λυπήθηκε και με σύστησε στον Ιταλό αξιωματικό που ήταν υπεύθυνος για τη διανομή τροφίμων στα στρατεύματα. Μία φορά τον μήνα εκείνος μου πουλούσε σε εξευτελιστική τιμή 10 κιλά κρέας. Έσφιγγα το πακέτο στην αγκαλιά μου και περπατούσα μία ώρα κάτω από τον ήλιο, ακόμα και τους πιο ζεστούς μήνες, ανάλαφρη και χαρούμενη σαν να κρατούσα ανθοδέσμη.

 

Εκείνο το κρέας ήταν το βιος μας. Δεν είχαμε ψυγείο να το συντηρήσουμε. Το πουλούσαμε, όμως, με τη σειρά μας στους γείτονες και με τα χρήματα προμηθευόμασταν τα απαραίτητα. Έπειτα, όταν Ιταλοί επιτάξανε για μερικές συναυλίες τραγουδιστές της όπερας, ζητήσαμε να μας δώσουν τρόφιμα αντί για χρήματα. Είχα έναν χρόνο να φάω ρύζι και μακαρόνια ή να πιω κανονικό γάλα».

 

Στο βιβλίο του Νίκου Πετσάλη-Διομήδη «Η άγνωστη Κάλλας», μακράν το πιο πλούσιο, εμπεριστατωμένο και σοβαρό βιβλίο για τις πρώτες δεκαετίες της ζωής της, υπάρχουν αρκετά περιστατικά που επιβεβαιώνουν τις επαφές των τριών γυναικών με Ιταλούς και Βρετανούς που μπαινόβγαιναν στο σπίτι.

 

«Κάποιες συναναστροφές είχαν κοινωνικό χαρακτήρα κι ήταν μάλλον αθώες». Λέει, για παράδειγμα, ότι από το 1941, που αυξήθηκε η παρουσία Άγγλων στρατιωτικών στην Αθήνα, οι αγγλομαθείς είχαν γίνει απαραίτητοι στις παρέες. «Πιθανόν αυτό να έκανε καλό στο ηθικό της Μαρίας, η οποία κουβέντιαζε στη γλώσσα που χρησιμοποιούσε πια σπάνια, αλλά ήταν και η μητρική της. Από τις ανοιξιάτικες μέρες του 1941, άλλωστε, είναι και μια φωτογραφία της μαμάς Λίτσας με τις δυο της κόρες πιθανόν στο Πεδίον του Άρεως, συντροφιά με τρεις Άγγλους υπαξιωματικούς».   

 

Προφανώς όλες αυτές οι μαρτυρίες δεν απαντούν στο κατά πόσο ήταν ηθικό, πατριωτικό ή δεοντολογικό το να συνδιαλέγεσαι σε τέτοιο βαθμό με Γερμανούς και Ιταλούς. Επιβεβαιώνουν απλώς πως ήταν τέτοια η έλλειψη βασικών αγαθών το 1941-42 ώστε μακαρόνια, ρύζι, βούτυρο, ζάχαρη και αλεύρι είχαν αναχθεί σε υποκατάστατα του χρήματος στο πλαίσιο μιας ιδιότυπης εμπορικής συναλλαγής, την οποία οι αυστηρότεροι χαρακτήριζαν ως πορνεία.

 

«Πολλοί στην Αθήνα υποστηρίζουν ακόμα και σήμερα –επιπόλαια και ανεύθυνα– πως η Λίτσα ουσιαστικά εξέδιδε την κόρη της. Κρίνοντας από την προσωπικότητα της Μαρίας, πολύ δύσκολα δέχεται κάνεις πως υπέκυψε, έστω και εξαναγκαζόμενη, στην ουσιαστική εκπόρνευση», γράφει στο βιβλίο του ο Πετσάλης-Διομήδης, επιμένοντας πως τα περισσότερα ήταν κακόβουλες φήμες και κουτσομπολιά. «Η Λίτσα δεν επιδίωξε ποτέ να “πλασάρει” την κόρη της stricto sense, με την καθιερωμένη, δηλαδή, έννοια του όρου. Εκείνο που έκανε ήταν να ευνοεί τη δημιουργία και καλλιέργεια σχέσεων της Μαίρης με Ιταλούς κυρίως αξιωματούχους, σχέσεις που απέφεραν οφέλη σε όλες τους».

 

Στο ίδιο βιβλίο, επίσης, διαβάζουμε μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν πως αρχικά η Μαρία αντιδρούσε έντονα στην παρουσία Ιταλών αξιωματικών στο σπίτι. «Προοδευτικά, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά και αργότερα (1941-1942). Όταν η ιταλική παρουσία στην Αθήνα έγινε πολύ έντονη, η Μαρία απέκτησε στενές φιλίες και σχέσεις με Ιταλούς. Με πικρή ειρωνεία ο βιογράφος της George Jellinek γράφει: “Με τους Ιταλούς, που είναι πέρα για πέρα λαός του τραγουδιού, ένα αυτοσχέδιο ρεσιτάλ θα απέδιδε πάντα μια πρόσθετη προμήθεια μακαρονιών, βουτύρου και ζάχαρης».

 

Η Μαρίκα Παπαδοπούλου, που έμενε στη γωνία των οδών Σολωμού και 3ης Σεπτεμβρίου, γύρω στα πεντακόσια μέτρα από το σπίτι της Κάλλας, διηγείται: «Η μάνα μάζευε στο σπίτι Ιταλούς και Γερμανούς και το καλοκαίρι γλεντούσαν πάνω στην ταράτσα. Ένα βράδυ, ενώ ετοιμαζόμουν να κοιμηθώ, άκουσα μια φωνή να τραγουδάει το “Vissi d’arte” (άρια από την “Τόσκα”) και αμέσως αναγνώρισα τη Μαρία. Ανέβηκα στη δική μας ταράτσα, είδα τα φώτα και κατάλαβα πως η φωνή ερχόταν από εκεί. Την επομένη τη ρώτησα τι είχε συμβεί. “Ε, τα συνηθισμένα. Ήταν μαζεμένοι και έπρεπε να τους τραγουδήσω”, απάντησε η Κάλλας».

 

Το ίδιο πίστευε και ο άντρας της Κάλλας, Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, ο οποίος, λίγο πριν πεθάνει το 1981, εξομολογήθηκε ότι το μίσος της Μαρίας για τη μητέρα της γεννήθηκε ακριβώς την περίοδο της Kατοχής. «Εκείνη δεν ήθελε να βγαίνει το βράδυ με στρατιώτες, αλλά η μητέρα της την εξανάγκαζε. Ήταν φορές που έκλαιγε, αλλά έπρεπε να συμμορφωθεί και να πάει».

 

Αυτή η ταπείνωση βεβαίως δεν αφορούσε μόνο την Κάλλας. Όπως αναφέρει ο Πετσάλης-Διομήδης, «η περίοδος εκείνη υπήρξε ο μεγαλύτερος προαγωγός της πεινασμένης θηλυκής φτωχολογιάς καθώς υπήρξαν πολλές που έσκυψαν το κεφάλι. Η πορνεία περίπου πενταπλασιάστηκε την περίοδο 1941-45. Οι κατακτητές διασκέδαζαν όσο οι Ελληνίδες με τις οικογένειές τους αντιμετώπιζαν θέμα ζωής ή θανάτου».

 

Παρότι οι περιπέτειες με τους Ιταλούς είχαν μοναδικό στόχο να γεμίζει η κουζίνα της Πατησίων 61, δεν σημαίνει ότι η Μαρία δεν αναζητούσε τη συναισθηματική σύνδεση μαζί τους. Αυτό μαρτυρούν και στοιχεία ήδη από τα μέσα του 1942: η Τζάκι έγραψε πως η αδελφή της συνδέθηκε με έναν Ιταλό αξιωματικό τον Ιούλιο του 1942 και αργότερα ερωτεύτηκε έναν αλεξιπτωτιστή, ενώ η λατρεμένη της δασκάλα Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, που μάλλον ήξερε τα πάντα για τη Μαρία, είχε παραδεχτεί πως η μαθήτριά της αρκετές φορές εκείνο το διάστημα ξεμυαλίστηκε συναισθηματικά.

 

Η Λίτσα, από την άλλη, θεωρούσε ότι η κόρη της δεν είχε καμιά εσωτερική αναστάτωση γιατί δεν ενδιαφερόταν για τα αγόρια όσο τα περισσότερα κορίτσια του δικού της ταμπεραμέντου. Και η Μαρία; Τι θυμόταν για το σεξουαλικό της ξύπνημα; «Ήμουν 18 ετών όταν έμαθα πώς γεννιούνται τα μωρά», αποκάλυψε το 1974 σε συνεργάτη της. «Τα κορίτσια στην Ελλάδα έπρεπε να παραμένουν αγνά ώσπου να παντρευτούν. Το σεξ ήταν κακή λέξη στο σπίτι».

 

Κανείς, λοιπόν, δεν ξέρει αν, πότε και πώς οι επαφές της Κάλλας με τους ξένους αξιωματικούς στην Κατοχή ξεπέρασαν το ερωτικό φλερτ και μετατράπηκαν σε πορνεία. Ίσως καλύτερα απ’ όλους το περιέγραψε ο δημοσιογράφος Βάσος Βασιλείου που κάποτε είχε γράψει ότι στο σπίτι της Μαρίας «επικρατούσε η θεωρία της γλυκιάς ζωής» και η Λίτσα, που έδινε ύψιστη σημασία στην καλοπέραση, έβλεπε την καλλιτεχνική επίδοση της κόρης της ως μέσο για να ζουν αυτές καλά και οι άλλοι καλύτερα.

 

Έτσι, όμως, δεν τελειώνουν όλα τα παραμύθια;

 

Η ταινία «Maria» του Πάμπλο Λαραΐν με την Αντζελίνα Τζολί θα προβάλλεται από την Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου στους κινηματογράφους.

 


               Πηγή – πληροφορίες: https://www.lifo.gr

 

Αναδημοσίευση:

Τα κείμενα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «αναδημοσίευση» είναι επιλογές από το διαδίκτυο και από διάφορες ενημερωτικές πλατφόρμες ή από κείμενα που υπάρχουν στην παγκόσμια βιβλιογραφία.

Η αναδημοσίευση τους στην έγκυρη ανεξάρτητη ενημερωτική σελίδα μας δεν σημαίνει απαραίτητα την αποδοχή των όσων αναφέρονται, αλλά και ούτε ότι συμφωνούμε στις απόψεις που εμπεριέχονται ή εκφράζονται στα κείμενα που προβάλουμε με ιδιαίτερη αγάπη και σεβασμό, αλλά είμαστε πάντα και παραμένουμε πιστοί και εκφραστές της πασίγνωστης φράσης του Voltaire, (1694-1778 Γάλλος φιλόσοφος & συγγραφέας) «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες». Γιατί εμείς ως η ανεξάρτητη μοναδική έγκυρη ενημερωτική σελίδα έχουμε πάντα τον πλουραλισμό στην ενημέρωση, αφού όταν η ενημέρωση πιάνει τόπο, τότε έχει έναν και μοναδικό τόπο το «ΠΛΑΤΥ-ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ-ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ».

Νεότερη Παλαιότερη