Τα ξημερώματα της Κυριακής της 25ης Απριλίου του
1871, οι κάτοικοι της Αθήνας και του Πειραιά, ξυπνούν από τις καμπάνες. Στον
Πειραιά φθάνουν, από την Οδησσό τα ιερά λείψανα του Γρηγορίου του Ε’ με το
ατμόπλοιο «Βυζάντιο». Ο οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος επιστρέφει στην
πατρώα γη. Εκείνη τη χρονιά συμπληρώνονταν πενήντα χρόνια από την ημέρα του
απαγχονισμού του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ στην Πόλη.
Η αποτροπή της γενικής σφαγής
Τον Απρίλιο του 1821, μετά τη λειτουργία του Πάσχα,
ο Γρηγόριος συνελήφθη, κηρύχθηκε έκπτωτος και φυλακίστηκε. Στην Πόλη είχαν
φτάσει τα νέα από την εξέγερση των Ελλήνων. Ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’, πιεζόμενος
από τον όχλο και τους φανατικούς συμβούλους του, πήρε την απόφαση για την
εξόντωση των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Κύπρο.
Για να προχωρήσει έπρεπε να έχει τον φετφά, επίσημη
γνωμοδότηση επικυρωμένη από τον Σεϊχουλισλάμη, την ανώτατη δικαστική αρχή των
Οθωμανών. Σεϊσουλισλάμης τότε ήταν ο Χατζή Χαλήλ, ανθρωπιστής, με ισχυρές
ηθικές αντοχές και πολιτικό σθένος. Με θάρρος αρνήθηκε να εκδώσει αμέσως φετφά
για τη γενική σφαγή των Ελλήνων και ζήτησε χρόνο να σκεφτεί βασιζόμενος στο
Κοράνι που απαγόρευε τη σφαγή αθώων. Ο Πατριάρχης πρόφτασε να διαβεβαιώσει τον
Χατζή Χαλήλ εφέντη ότι το Γένος ήταν αθώο της επαναστάσεως. Ο Γρηγόριος Ε΄, για
να σώσει το ποίμνιό του από τη γενική σφαγή, αφόρισε τον Υψηλάντη. Με τον τρόπο
αυτό ο Πατριάρχης, διαχώρισε κατά ένα τρόπο τη θρησκευτική ηγεσία από την
επανάσταση, για να αποτρέψει την έκδοση φετφά.
Ο αφορισμός του Υψηλάντη διχάζει τους
ιστορικούς
«Ο Πατριάρχης είχε το σθένος να αδιαφορήσει για τις
εντυπώσεις, και να προχωρήσει σε μια πράξη ηθικής αυτοθυσίας για να σώσει τον
ελληνισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας», έχει δηλώσει ο Κωνσταντίνος
Δεσποτόπουλος. Και ο ίδιος ο Υψηλάντης άλλωστε έγραψε εκείνη την περίοδο στον
Κολοκοτρώνη: «Ο μεν Πατριάρχης…βιαζόμενος παρά της Πόρτας, σας στέλλει
αφοριστικά και εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρτα, σεις όμως να
τα θεωρήτε ταύτα ως άκυρα. Καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ
θελήσεως του Πατριάρχου».
Οι Ρωμιοί κατάλαβαν τον Πατριάρχη, την πολιτική του
διορατικότητα και την σωστική αξία που είχε ο αφορισμός. Ο Σουλτάνος δεν
προχώρησε στη γενική σφαγή, καθαίρεσε όμως τον Χατζή Χαλήλ. Ο Χατζή Χαλήλ
αρνήθηκε, παύτηκε, θανατώθηκε. Με νέο φετφά από άλλον Σεϊχουλισλάμη, ο
σουλτάνος κράτησε ομήρους 8 ιερωμένους. Όταν στην Πόλη έφτασαν οι ειδήσεις για
την εξέγερση στην Πελοπόννησο ο θυμός του Σουλτάνου ξεχείλισε και ο κίνδυνος
πλέον για τον Πατριάρχη ήταν προφανής. Κάποιοι πίεσαν τον Γρηγόριο να
δραπετεύσει.
«Αυτή τη δοκιμασία οφείλουμε να ελαφρύνουμε με το
αίμα μας. Αυτό συμφέρει το Έθνος. Και εγώ ως κεφαλή του Έθνους και εσείς ως
Σύνοδος, οφείλουμε να πεθάνουμε για την κοινή σωτηρία. Ο θάνατος μας θα δώσει
δικαίωμα στη Χριστιανοσύνη να υπερασπιστεί το Έθνος εναντίον του τυράννου»,
απάντησε ο Πατριάρχης Γρηγόριος, και παρέμεινε. «Η απόφαση του ήταν μια πράξη
αυτοθυσίας, μια βαθιά πολιτική πράξη, γιατί με το μαρτύριο του θα ενισχυόταν το
ηθικό δικαίωμα των χριστιανών να επαναστατήσουν», αναφέρει η Αθηνά Κακούρη στο
βιβλίο της «1821 Η αρχή που δεν ολοκληρώθηκε».
Ο απαγχονισμός
Την Κυριακή του Πάσχα, ο Σουλτάνος καθαίρεσε τον
Γρηγόριο τον Ε΄, διέταξε να τον περιφέρουν στον Πόλη, να τον φτύνει ο όχλος και
να τον κακοποιεί. Στον τέλος τον κρέμασε από τη Μεσαία Πύλη του Πατριαρχείου
διατάζοντας να μείνει εκεί κρεμασμένος, επί τρεις ημέρες. Κατόπιν παρέδωσε τη
σορό του στον όχλο, που, αφού την έσυρε στους δρόμους, περιγελώντας και
βρίζοντας, την έριξε στο Βόσπορο.
Τη σορό του Πατριάρχη μάζεψε από τη θάλασσα ένας
Κεφαλλονίτης καπετάνιος και τη μετέφερε στην Οδησσό που κηδεύτηκε επίσημα και
έμεινε εκεί μέχρι το 1871, οπότε και μεταφέρθηκε πανηγυρικά στην Ελλάδα.
Συγκλονιστική τελετή στην Αθήνα
Τον Απρίλιο του 1871, για τη μετακομιδή των λειψάνων
από τον Πειραιά μέχρι τη Μητρόπολη Αθηνών έγινε μια συγκλονιστική τελετή και
μια μεγαλειώδης πομπή. Από τον Τύπο της εποχής, μαθαίνουμε ανάμεσα στα άλλα,
ότι στις 9 παρά τέταρτο εκείνης της ημέρας, ακούστηκε ο πρώτος κανονιοβολισμός
από το λόφο Νυμφών αναγγέλλοντας την έναρξη της μεγαλειώδους πορείας.
«Κατά το πρόγραμμα, τα τηλεβόλα έρριπτον μιαν βολήν
ανά παν της ώρας λεπτόν, από της στιγμής αναχωρήσεως μέχρι της στιγμής της εις
τον μητροπολιτικόν ναόν αφίξεως του λειψάνου». Την πορεία άνοιγε η έφιππη
χωροφυλακή, ακολουθούσε η μουσική της φρουράς Αθηνών, το πεζικό, το πυροβολικό,
το ιππικό τάγμα, οι σαλπιγκτές. Οι μουσικές παιάνιζαν πανηγυρικά εμβατήρια, «εκ
διαδοχής και άνευ διαλειμμάτων». Ακολουθούσαν επιζώντες αγωνιστές, ο Σταυρός,
«τα εξαπτέρυγα πάντων των εν Αθήναις ναών», οι μαθητές της Εκκλησιαστικής
Ριζαρείου Σχολής, οι ηγούμενοι των μοναστηριών, ιερείς.
Τις ταινίες από το φέρετρο κρατούσαν αρχιεπίσκοποι
και επίσκοποι. Αμέσως μετά το φέρετρο προχωρούσε ο Βασιλεύς Γεώργιος «φορών
στολή στρατηγού, μετά του μεγαλόσταυρου του Σωτήρος, δεξιά δ΄ αυτού η Βασίλισσα
Όλγα. Δεξιά της Βασιλίσσης επορεύετο το υπουργικόν συμβούλιον, αριστερά δε του
Βασιλέως, ο πρόεδρος, οι αντιπρόεδροι και οι γραμματείς της Βουλής».
Ακολουθούσαν βουλευτές, δικαστικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί ανώτεροι,
καθηγητές, ο Δήμαρχος της Αθήνας με το δημοτικό συμβούλιο, ενώ πλήθος κόσμου
συνωθούνταν από τον ηλεκτρικό σταθμό μέχρι την Ερμού. Οι οικείες ήταν
σημαιοστολισμένες και τα παράθυρα γεμάτα κόσμο.
Όταν η λάρνακα έφτασε στη Μητρόπολη, ο Βασιλέας
«έδωκεν συνδρομή και ιδίοις χερσίν ανασηκώσας αυτήν». Την ώρα που η λάρνακα
έμπαινε στο ναό εψάλησαν οι 9 αναστάσιμες ωδές.
Η εφημερίδα ΑΙΩΝ περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες
την λαμπρή υποδοχή στο φύλλο της 27ης Απριλίου 1871. «Η ημέρα της προχθές
Κυριακής 25 Απριλίου, θα μνημονεύεται, εν τοις χρονικοίς της πόλεως Αθηνών, επί
μακρούς χρόνους, ως μια των ωραιοτάτων και γραφικοτάτων αυτής. Την ημέραν αυτήν
η πρωτεύουσα του ελληνικού Βασιλείου ετέλεσε διπλήν τελετήν, επανηγύρισε την
πεντηκονταετηρίδα από της εθνικής εγέρσεως, υπεδέχθη δε όπως, εν μέσω τόσων
άλλων κειμηλίων της δόξης του παρελθόντος και της καθ΄ημάς εποχής, φυλάξη πολύτιμον
του Ελληνισμού κειμήλιον, το λείψανον του υπέρ της ελληνικής ελευθερίας
μαρτυρήσαντος Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄», ξεκινά την περιγραφή της λαμπρής
υποδοχής η εφημερίδα ΑΙΩΝ.
Όταν ράγισε η καρδιά του Αριστοτέλη
Βαλαωρίτη
Αθήνα 25 Μαρτίου 1872: Πλήθος κόσμου έχει κατακλύσει
τον προαύλιο χώρο του Πανεπιστημίου, την Κοραή και την Κλαυθμώνος. Το
Πανεπιστήμιο αποδίδει τιμή στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄. Η Πρυτανεία ανάθεσε
στον γλύπτη Γεώργιο Φυτάλη τη φιλοτέχνηση του ανδριάντα του Πατριάρχη το 1869.
Τη δαπάνη ανέλαβε ο Γεώργιος Αβέρωφ.
Στις 25 Μαρτίου 1872 έγιναν τα αποκαλυπτήρια. Ο
ανδριάντας τοποθετήθηκε στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου, στην αριστερή πλευρά
της πρόσοψης, συμμετρικά με τον ανδριάντα του Ρήγα Φεραίου. Ο Πατριάρχης
αποδίδεται σε μέγεθος μεγαλύτερο του φυσικού, όρθιος, σε μεγαλοπρεπή στάση. Με
το αριστερό χέρι στηρίζεται στη μπρούντζινη ποιμαντική ράβδο, ενώ το δεξί χέρι
απλώνεται χαρακτηριστικά προς τα εμπρός.
Στην τελετή ο ποιητής Αριστοτέλης
Βαλαωρίτης απήγγειλε το περίφημο ποίημα του στη δημοτική, που ενθουσίασε το
κοινό:
«Πώς μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο
λογισμός σου
[…] το μάρμαρο μένει βουβό και θε να
μείνει ακόμα,
κοιμάται κι ονειρεύεται και τότε θα
ξυπνήσει,
όταν τα δάση στα βουνά, στα πέλαγα
βροντήσει,
το φλογερό μας κήρυγμα, χτυπάτε
πολεμάρχοι,
Μη λησμονείτε το σχοινί παιδιά του
Πατριάρχη».
Η απαγγελία του ποιητή ραγίζει το πλήθος. Εκείνη
όμως την ημέρα, η μεγάλη συγκίνηση και ένταση ραγίζει και την καρδιά του
Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Την ημέρα της απαγγελίας του ποιήματος ο Βαλαωρίτης
υπέστη το πρώτο καρδιακό επεισόδιο. Η απαγγελία διήρκεσε αρκετή ώρα, με τόνο
φωνής ικανό να φέρει τους στίχους του μέχρι το πιο απομακρυσμένο σημείο της
πλατείας. Δεν ήταν μόνο οι λυγμοί από τη συγκίνηση του πλήθους που ακούστηκαν
εκείνη την ημέρα στα Προπύλαια. Ήταν επευφημίες του κόσμου που για πρώτη φορά
άκουγε σε γλώσσα που μπορούσε να κατανοήσει την αιματηρή ιστορία της εθνικής
αναγέννησης.
Το ποίημα ήταν γραμμένο στη δημοτική. Μόλις ο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ολοκληρώνει να απαγγελία, κατευθύνεται στον Βασιλέα
Γεώργιο και του παραδίδει το χειρόγραφο. Η βαθιά συγκίνηση της ημέρας εκείνης,
επιβάρυνε σημαντικά το καρδιακό νόσημα του Βαλαωρίτη ο οποίος έφυγε σε ηλικία
55 ετών στη Μαδουρή, το νησί του που έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.