Επιμέλεια
:Βασιλείου Ζιώζια .
«Εμείς
ελευθερώσαμε την πατρίδα μας , εσύ κυβέρνησε την » είχε πει ο Κολοκοτρώνης
στον Όθωνα. Οι πολιτικές όμως κόντρες της εποχής και τα πάθη ήταν τόσο έντονα ,
που μερικοί από τους κορυφαίους αγωνιστές του 1821 κατέληξαν να
αντιμετωπίζονται ως αντίπαλοι, αν όχι ως εχθροί του νεοσύστατου νεοελληνικού
κράτους. Ο βασιλιάς Όθωνας ( μέσω των Βαυαρών ) , ο Κωλέττης και ο
Μαυροκορδάτος έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο πως αντιμετωπίστηκαν κορυφαίες
προσωπικότητες της Ελληνικής Επανάστασης , των οποίων
το τέλος της ζωής τους μόνο ανάλογο της
προσφοράς τους δεν ήταν. Το φρικτό τέλος των περισσότερων αγωνιστών
δείχνει πως η πατρίδα στην περίπτωση
τους δεν ήταν ευγνωμονούσα , αλλά αγνωμονούσα , όπως επισημαίνει
σε άρθρο του ο έγκριτος δημοσιογράφος Σταύρος Παπαντωνίου .
ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ: Ζητιανεύοντας τυφλός
Ο Νικήτας
Σταματελόπουλος ήταν ένα από τα πρόσωπα που δήλωναν πάντα παρών στις μεγάλες
μάχες. Στο Βαλτέτσι, στην Αράχωβα, στα Δολιανά , στο Μεσολόγγι και φυσικά στα
Δερβενάκια. Εκεί όπου έσπασε τρία σπαθιά από την ορμή με την οποία πολεμούσε.
Ανιψιός του Κολοκοτρώνη και πολύ πιστός του δεν είδε εξ αρχής με θετικό μάτι
τον Όθωνα , ενώ είχε στηρίξει τον Ιωάννη Καποδίστρια. Το παλάτι το γνώριζε και
το 1839 συλλαμβάνεται για συνομωσία κατά του Όθωνα , καθώς συμμετείχε σε
παράνομες οργανώσεις που φημολογείτο ότι είχαν στόχο την σύλληψη του Όθωνα.
Φυλακίστηκε στο Παλαμήδι σε συνθήκες άθλιες. Ελλιπής σίτιση, ξυλοδαρμοί και
απομόνωση ήταν μόνο μερικά από όσα πέρασε ο Νικηταράς. Το 1840 δικάστηκε στην
Πύλο, κρίθηκε αθώος και αφέθηκε ελεύθερος. Οι Βαυαροί όμως του επεφύλασσαν και
άλλους διωγμούς. Δεν δέχτηκαν την απόφαση του Δικαστηρίου και με υπογραφή του
Όθωνα φυλακίστηκε στην Αίγινα. Ο Νικηταράς είχε ζαχαρώδη διαβήτη και δεν το
γνώριζε και άρχισε να χάνει και το φως
του. Μία φορά μόνο τον είδε ο Βαυαρός γιατρός και γνωμάτευσε ότι δεν έχει τίποτα
αφήνοντας τον στην μοίρα του μέχρι την τελική τύφλωση. Στην δίκη που έγινε στις
18 Σεπτέμβρη 1841, δόθηκε εντολή να προσαχθεί καθιστός. Πήρε αμνηστία και
αποφυλακίστηκε σχεδόν τυφλός. Η κόρη του όταν τον είδε υπέστη ψυχολογικό σοκ .
Ο αγωνιστής ήταν πλέον ένας γέρος και εντελώς τυφλός από τον διαβήτη. Πηγαίνει
μετά στο Άργος να μείνει όπου είχε ένα αγρόκτημα στην θέση Σερεμέτι, κοντά στα
όρια του Άργους προς το Ναύπλιο και την Νέα Κίο. Παρόλα αυτά, η φτώχεια και η
τύφλωσή του τον οδήγησαν τελικά στην επαιτεία. Με εντολή της αρχής που όριζε τα
πόστα επαιτείας στον Πειραιά, του όρισαν μια θέση κοντά στην σημερινή εκκλησία
της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπαν να στέκεται εκεί κάθε Παρασκευή. Στις 25
του Σεπτέμβρη του 1849, ένας από τους γενναιότερους των Ελλήνων , πεθαίνει
ξεχασμένος, τυφλός και πάμφτωχος. Η τελευταία επιθυμία του ήταν να ταφεί
δίπλα στον Κολοκοτρώνη. Ένα περιστατικό ωστόσο που δείχνει το ήθος και την
φιλοπατρία του Νικηταρά είναι το γεγονός πως όταν ένας απεσταλμένος των Μεγάλων
Δυνάμεων πήγε και είδε τον Νικηταρά να ζητιανεύει έξω από την Ευαγγελίστρια τον
ρώτησε «τι κάνεις εδώ Στρατηγέ». Ο Νικηταράς αντιλήφθηκε πως τον γνώριζε και
υπερήφανος μάζεψε το χέρι και του απάντησε «απολαμβάνω την ελεύθερη πατρίδα
μου». Έξι χρόνια πριν από τον θάνατό του, ο Νικηταράς, πήρε τιμητική σύνταξη
και τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Ο Νικηταράς είχε δανείσει στο Ελληνικό έθνος
12.225 φοινίκια και 105.000 γρόσια, τα οποία διεκδικούσε και διεκδίκησε και η
οικογένειά του μετά το θάνατό του, αλλά ποτέ δεν έλαβαν! Ρώτησε κάποτε τον
Νικηταρά ο Τερτσέτης πώς κι έμεινε φτωχός και δεν πήρε ποτέ του λάφυρα από τις
μάχες. Ο Νικηταράς απάντησε: «Πραματευτής δεν ήμουνα. Η
μοίρα μου το θέλησε να γίνω καπετάνιος. Μα δε θα ήτανε σωστό να κάμω πραμάτεια
το καπετανιλίκι μου για να καζαντίσω…»!
OΔΥΣΣΕΑΣ
ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ: Τον γκρέμισαν
από την Ακρόπολη
Στο χάνι της
Γραβιάς έγραψε μία λαμπρή σελίδα της ελληνικής επανάστασης. Εκεί όπου απέναντι
στον Ομέρ Βρυώη των 8000 ανδρών εκείνος είχε μόλις 120 στρατιώτες. Ο Ανδρούτσος
όμως ήταν εκρηκτικός χαρακτήρας και είχε πολλές και έντονες συγκρούσεις με τους
πολιτικούς της εποχής κάτι που είχε ως αποτέλεσμα πολλές απόπειρες δολοφονίας
εναντίον του. Η κόντρα ήταν κυρίως με τους Κωλέττη και Μαυροκορδάτο. Οι
απόπειρες δολοφονίας του στο Ναύπλιο απέτυχαν, αλλά είχε παντού εχθρούς.
Κατηγορήθηκε ότι είχε κάνει μυστικές συμφωνίες με τους Τούρκους και ο ίδιος
παραδόθηκε στις ελληνικές αρχές προκειμένου να δικαστεί. Ο Ανδρούτσος
φυλακίστηκε στην Ακρόπολη και αλυσοδέθηκε σε χέρια και πόδια. Στις 6 Ιουνίου
του 1825 οι σκοποί αντίκρισαν ένα σωρό από διαλυμένες σάρκες που δύσκολα
έμοιαζαν με άνθρωπο. Η δολοφονία καλύφτηκε από την πολιτική ηγεσία και την
Αστυνομία με την ψεύτικη έκθεση του Ιατροδικαστή για δήθεν ατύχημα. Ο θάνατος
του ήταν φρικτός. Στραγγαλίστηκε και τον γκρέμισαν κάτω στον ναό της Απτέρου
Νίκης. Εκτελεστικά όργανα της δολοφονίας ήταν οι Ιωάννης Μαμούρης,
Παπακώστας Τζαμάλας, Μήτρος της Τριανταφυλλίνας και ο στρατιώτης Θεοχάρης από
το Λιδωρίκι . Ενεργώντας κατά διαταγή του Γκούρα, απομάκρυναν τον
δεσμοφύλακα, μπήκαν στο κελί του και τον στραγγάλισαν . Ύστερα γκρέμισαν το
σώμα του από τον Γουλά κάτω στο λιθόστρωτο του ναού της Απτέρου Νίκης και
διέδωσαν ότι τάχα ο φυλακισμένος είχε επιχειρήσει να δραπετεύσει, αλλά το
σχοινί που χρησιμοποίησε κόπηκε και έτσι σκοτώθηκε.
ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ: Εφονεύθει από όπλο
Σπετσιώτη
Διωγμένη από την
κυβέρνηση του Κουντουριώτη η Μπουμπουλίνα το 1825 ζούσε στις Σπέτσες, έχοντας
ξοδέψει όλη την – μεγάλη - περιουσία της στον πόλεμο, η Ελλάδα βρέθηκε ξανά σε
μεγάλο κίνδυνο. Στις 12 Φεβρουαρίου ο Αιγύπτιος ναύαρχος Ιμπραήμ Πασάς με έναν
τουρκοαιγυπτιακό στόλο, αποβιβάζεται στο λιμάνι της Πύλου στην Πελοπόννησο με
4.400 άντρες, σε μια τελευταία προσπάθεια να σταματήσει την επανάσταση. Η
Μπουμπουλίνα ξανά μπαίνει στην πρώτη γραμμή χωρίς να το σκεφτεί και παρά το
γεγονός ότι η σχέση της με τους πολιτικούς ήταν τεταμένη και η ίδια πολύ
πικραμένη. Το τέλος της όμως θα είναι τελείως άδοξο λίγο μετά , στις 22 Μαΐου
του 1825. Ο μικρότερος γιος της από τον πρώτο της γάμο, ερωτεύεται την κόρη της
πολύ πλούσιας οικογένειας των Κουτσαίων στις Σπέτσες, μία πάρα πολύ πλούσια
οικογένεια και πρόκριτοι των Σπετσών, οι οποίοι όμως δεν ήθελαν τον γάμο καθώς
η Μπουμπουλίνα δεν ήταν πλέον οικονομικά δυνατή. Οι δύο νέοι όμως κλέβονται και
πηγαίνουν στο σπίτι του πρώτου άντρα της Μπουμπουλίνας, του Δημητρίου Γιάννουζα.
Η Μπουμπουλίνα μαθαίνει το γεγονός και πάει και αυτή στο σπίτι να δει τι
γίνεται. Λίγο αργότερα καταφθάνουν και οι Κουτσαίοι πολύ εξαγριωμένοι με την
απαγωγή, την οποία θεώρησαν μεγάλη προσβολή σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής και
o Ιωάννης Κούτσης πυροβολεί την Μπουμπουλίνα την πετυχαίνει στο μέτωπο και την
αφήνει αμέσως νεκρή. Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της
«Ναυάρχου», έναν τίτλο με παγκόσμια μοναδικότητα για
γυναικεία μορφή.
MANTΩ
ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ: Της πήρανε το
σπίτι και πέθανε. Φιλοξενούμενη
Η Μαντώς
Μαυρογένους, μορφωμένη , όμορφη και από αστική οικογένεια έδωσε τα πάντα για
την Επανάσταση. Πλήρωσε ακριβά τον σφοδρό έρωτα της με τον Δημήτριο Υψηλάντη ,
ένας έρωτας που τελικά την βύθισε στην κατάθλιψη. Όταν υπέβαλε αίτηση στο
ελληνικό κράτος για σύνταξη και ένας υπάλληλος τη ρώτησε «τι κάνατε εσείς για
τον αγώνα;» και εκείνη πολύ ταπεινά απάντησε «τίποτα» χαρακτηριστικό πως δεν
είχε αναγνωριστεί απολύτως τίποτα. Ο Όθωνας λίγο μετά της κατέβαλε μία πενιχρή
σύνταξη και εκείνη με επιστολή του απάντησε πως η σύνταξη αυτή δεν της φτάνει
ούτε για τα βασικά. Το ελληνικό κράτος δεν έδειξε κανένα έλεος απέναντι της.
Πήρε μετά την απελευθέρωση ένα σπίτι από δημοπρασία. Αργότερα η δημοπρασία
ακυρώθηκε και έχασε και το σπίτι και τα λεφτά της που είχε δώσει με αποτέλεσμα
να μείνει μέχρι το τέλος της ζωής του φιλοξενούμενη. Η Μαυρογένους αναγκάστηκε
να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της πάμπτωχη, ξεχασμένη και
παραγκωνισμένη. Είναι βέβαιο πως ο έρωτας της με τον Υψηλάντη της στοίχισε και
πολιτικά καθώς όταν είχαν σχέση τα σχόλια έδιναν «Ο Υψηλάντης τρέχει πίσω από
τα φουστάνια την φραγκοφορεμένης Μυκονιάτισσας»
έλεγαν τότε.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ:
Εγκαταλείφθηκε στην Βιέννη
Ο αρχηγός της
Φιλικής Εταιρείας εγκαταλείφθηκε στην τύχη του. Μετά την σύλληψη του από τους
Αυστριακούς κλείστηκε σε μπουντρούμια στην Βιέννη και αποφυλακίστηκε με
κλονισμένη την υγεία. Πέθανε τρείς μήνες μετά μόλις 36 ετών, εγκαταλελειμμένος
από τη Ελλάδα και πάμπτωχος πλέον.. Πριν πεθάνει
έμαθε ότι ο Καποδίστριας αναλαμβάνει κυβερνήτης της ελεύθερης πλέον Ελλάδος και
είπε χαρούμενος “Δόξα σοι ο Θεός”. Έπειτα άρχισε να απαγγέλει με τα μάτια ψηλά
στον ουρανό, το “Πάτερ ημών”. Δεν επρόφθασε να το τελειώσει, έγειρε το κεφάλι
του και πέθανε ήσυχος και ευτυχισμένος, που έμαθε ότι η πατρίς είναι ελεύθερη
μετά από 400 έτη σκληρό τουρκικό ζυγό .
H μεταφορά των οστών του στην Ελλάδα, όπως ήταν η επιθυμία του, έγινε το
1964, όταν τελικά μεταφέρθηκε στην εκκλησία των Αγ. Ταξιαρχών στο Πεδίον του
Άρεως στην Αθήνα, 136 χρόνια μετά το θάνατό του. Το τραγελαφικό είναι πως όταν
μεταφέρθηκαν τα οστά του στην Ελλάδα έμειναν για μία διετία στο τελωνείο του
Αεροδρομίου Αθηνών .
Από τη
Διακήρυξη του Υψηλάντη
«Η ώρα ήλθεν, ω
Άνδρες Έλληνες! Προ πολλού οι λαοί της Ευρώπης, πολεμούντες υπέρ των ιδίων
Δικαιωμάτων και ελευθερίας αυτών, μας επροσκάλουν εις μίμησιν, αυτοί, καίτοι
οπωσούν ελεύθεροι, επροσπάθησαν όλαις δυνάμεσι να αυξήσωσι την ελευθερίαν, και δι’ αυτής πάσαν αυτών την Ευδαιμονίαν. Οι αδελφοί μας
και φίλοι είναι πανταχού έτοιμοι, οι Σέρβοι, οι Σουλιώται, και όλη η Ήπειρος,
οπλοφορούντες μας περιμένωσιν , ας ενωθώμεν λοιπόν με Ενθουσιασμόν! η Πατρίς
μάς προσκαλεί!...»
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ : Στη φυλακή ο Γέρος
Ούτε καν η κορυφαία προσωπικότητα του Αγώνα δεν γλύτωσε από τις πολιτικές κόντρες. Ο Αρχιστράτηγος στις 20 Μαρτίου του 1834 μαζί με τον Δημήτριο Πλαπούτα , παραπέμπονται σε δίκη με τις κατηγορίες της συνωμοσίας και της εσχάτης προδοσίας. Ο «Γέρος του Μοριά» αν και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα, με την έλευση του τελευταίου το 1832, έγινε στόχος εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων. Η αλήθεια είναι ότι η βαυαρική αντιβασιλεία δυσανασχετούσε έντονα εξαιτίας της φιλοκαποδιστριακής και φιλορωσικής του τοποθέτησης. Η κατηγορία εναντίον του ήταν η πρόθεση ανατροπής του ανήλικου Όθωνα. Η ποινή για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών. Ο Κολοκτρώνης όμως ήταν ιδιαίτερα λαοφιλής κάτι που ανέτρεψε την απόφαση. Λίγες ώρες αργότερα η βαυαρική αντιβασιλεία υποχρεώθηκε να μετατρέψει την ποινή σε κάθειρξη. Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης είχε περάσει στις φυλακές μεταχείριση που δεν του είχαν επιφυλάξει ούτε οι Οθωμανοί διώκτες του. Έζησε για εφτά μήνες στα μπουντρούμια των μεσαιωνικών φυλακών στο Παλαμήδι και την Ακροναυπλία. Ο ίδιος περιγράφοντας την φυλακή του είχε πει «Μ' έβαλαν έξι μήνες μυστική φυλακή, χωρίς να δω άνθρωπο εκτός του δεσμοφύλακα. Δεν ήξερα τι γίνεται για έξι μήνες, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος πέθανε, ούτε ποιόν άλλον έχουν στη φυλακή. Για τρεις μέρες δεν ήξερα πως υπάρχω, μου φαινόταν σαν όνειρο. Ρωτούσα τον εαυτό μου αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανένας. Δεν ήξερα γιατί μ' έχουν κλεισμένο. Με τον καιρό μου πέρασε απ' το νου, πως ίσως η Κυβέρνηση, βλέποντας την υπόληψη που 'χε ο λαός προς εμένα, με φυλάκισε για να μου κόψει την επιρροή. Ποτέ δεν πίστεψα πως θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες». Ο Κολοκοτρώνης πήρε χάρη, όταν ο Όθωνας ενηλικιώθηκε. Τον Φεβρουάριο του 1843, ο Γέρος του Μοριά κατοικούσε στην Αθήνα. Το βράδυ της 3ης Φεβρουαρίου, επιστρέφοντας από ένα χορό, ένιωσε μια αδιαθεσία. Κάλεσε τα παιδιά του, τα αποχαιρέτισε και τα συμβούλευσε να είναι πάντα μονιασμένα. Λίγο αργότερα, άφησε την τελευταία του πνοή Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε σε ηλικία 73 ετών. Η είδηση του θανάτου του βύθισε στη θλίψη τους Έλληνες, που τον αποχαιρέτησαν με συγκίνηση και δέος .Σε ένδειξη τιμής , τον έθαψαν με τη τουρκική σημαία κάτω από τα τσαρούχια.