Η Ι.Μ. Θεσσαλονίκης για την παραίτηση του
Μητροπολίτη Ανθίμου
Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης,
ανακοινούται ότι, χθες, ημέρα Δευτέρα, 7η του μηνός Αυγούστου έτους 2023, ο
Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος, υπέβαλε αρμοδίως την
παραίτησή του και έθεσε εαυτόν στη διάθεση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου
Αθηνών & πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου και της περί Αυτόν Διαρκούς Ιεράς
Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Εκ της Ιεράς
Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης
Ο Μητροπολίτης πρώην Θεσσαλονίκης Άνθιμος
Ο Μητροπολίτης Άνθιμος (κατά κόσμον Διονύσιος
Ρούσσας, Σαλμώνη Ηλείας, 26 Οκτωβρίου 1934), είναι Έλληνας επίσκοπος της
Εκκλησίας της Ελλάδος. Διετέλεσε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης από το 2004 έως τις
8 Αυγούστου 2023 και μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως από το 1974 έως και το 2004,
οπότε και μετατέθηκε στην Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης.
Υπήρξε υποψήφιος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών δύο φορές
(1998 και 2008) χωρίς να εκλεγεί.
Ανακοίνωσε την παραίτηση του στις 8 Αυγούστου 2023.
Πρώτα χρόνια
Ο κατά κόσμον Διονύσιος Ρούσσας γεννήθηκε τον
Οκτώβριο του 1934 στη Σαλμώνη Ηλείας και είναι γιος του Δημητρίου και της
Αργυρής, δασκάλας στο επάγγελμα. Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1952 και
πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις της Φιλοσοφικής και της Νομικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Αθηνών, επιλέγοντας την πρώτη. Το 1957 έλαβε πτυχίο από την
Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Κατόπιν εργάστηκε ως άμισθος βοηθός της έδρας
της Βυζαντινής Φιλολογίας καθώς και ως δάσκαλος στα εκπαιδευτήρια Ελληνική
Παιδεία, των οποίων διετέλεσε και διευθυντής γυμνασίου. Παράλληλα σπούδασε στη
Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου πήρε πτυχίο το 1963.
Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως έφεδρος αξιωματικός στην Πολεμική Αεροπορία.
Το 1964 χειροτονήθηκε Διάκονος από τον
Μητροπολίτη Θήρας Γαβριήλ και τον επόμενο χρόνο, το 1965, Πρεσβύτερος. Η Ιερά
Σύνοδος του ανέθεσε την σύνταξη του φυλλαδίου «Φωνή Κυρίου», το οποίο διηύθυνε
για έξι χρόνια, ενώ εργάστηκε και ως διορθωτής στα έντυπα της Αδελφότητος
Θεολόγων «Ο Σωτήρ». Το 1966 παραιτήθηκε από την θέση του ως καθηγητής και
τοποθετήθηκε διευθυντής κηρύγματος στην Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της
Ελλάδος. Δύο χρόνια αργότερα ανέλαβε την διεύθυνση του φοιτητικού θεολογικού
οικοτροφείου, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1974. Το 1968 ανέλαβε την
ευθύνη των εκδόσεων και του Τυπογραφείου της Αποστολικής Διακονίας. Το 1971
ήταν υπεύθυνος για την φιλοξενία και την εκκλησιαστική συμμετοχή των Ορθοδόξων
κληρικών για τους εορτασμούς της Εθνικής 150ετηρίδας. Τον Ιούλιο του 1971
εκπροσώπησε την Εκκλησία της Ελλάδος στην εκλογή και ενθρόνιση του Πατριάρχου
Βουλγαρίας Μαξίμου. Από το 1965 ήταν προϊστάμενος στον Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου
της οδού Μετσόβου Αθηνών, όπου παρέμεινε μέχρι την εκλογή του στη Μητρόπολη
Αλεξανδρούπολης.
Εκκλησιαστική διακονία
Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως
Στις 13 Ιουλίου του 1974 εξελέγη από την Ιερά
Σύνοδο της Ιεραρχίας Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως, Τραϊανουπόλεως και
Σαμοθράκης. Η χειροτονία του έγινε στις 14 Ιουλίου στον Ιερό Ναό του Αγίου
Βασιλείου της οδού Μετσόβου. Στις 30 Ιουλίου ενθρονίστηκε στην Αλεξανδρούπολη.
Θεμελίωσε και ανήγειρε 35 νέους ναούς καθώς και
δύο ιερές μονές, την γυναικεία Μονή Παναγίας του Έβρου και την ανδρώα Μονή
Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Μεταξύ των εγκαταστάσεων που δημιουργήθηκαν με
πρωτοβουλία του περιλαμβάνονται συνεδριακό κέντρο και ξενώνας, το Εκκλησιαστικό
Μουσείο Αλεξανδρουπόλεως, το Σταυρίδειο εκκλησιαστικό μαθητικό οικοτροφείο
αρρένων «Ο άγιος Στέφανος», το ενοριακό κέντρο του αγίου Ελευθερίου
Αλεξανδρουπόλεως ενώ άρχισε να εκδίδει το διμηνιαίο εκκλησιαστικό περιοδικό
«Γνωριμία». Επιπλέον μερίμνησε για την ανέγερση νέου γηροκομείου, νέων κτηρίων
στις εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις Μάκρης, του Ανθίμειου πολιτιστικού κέντρου
και του ιδρύματος κοινωνικής και πολιτιστικής προσφοράς «ο Άγιος Ιωσήφ».
Φέρεται επίσης ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην
ίδρυση ιατρικής σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης στην
Αλεξανδρούπολη. Από το 1986 έως το 1989 χρημάτισε τοποτηρητής της Ιεράς
Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου. Εκπροσώπησε την Εκκλησία της
Ελλάδας στις εορτές Κυρίλλου και Μεθοδίου στο Βατικανό το 1985 και στην
ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου του Καντέρμπερι της Αγγλικανικής Εκκλησίας το 1991.
Επίσης είχε διατελέσει επί τριετία μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης.
Το 1998 ήταν άτυπα υποψήφιος στις αρχιεπισκοπικές εκλογές. Στην πρώτη και
δεύτερη ψηφοφορία έλαβε 13 ψήφους ενώ στην τρίτη, στην οποία στήριξε τον
Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, 4 ψήφους. Επίσης ήταν μέλος της εξεταστικής επιτροπής
για την καταγγελία περί υπεξαιρέσεως τεσσάρων δισεκατομμυρίων δραχμών από τα
ταμεία της Εκκλησίας. Οι κατηγορίες αυτές έγιναν λίγο πριν τις αρχιεπισκοπικές
εκλογές του Απριλίου του 1998, βάρυναν κυρίως τον μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο
Ιερώνυμο Β΄ και τελικά αποδείχθηκαν αβάσιμες.
Μετάθεση στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και κρίση
με το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμωνος Β’ το 2003, ο
τότε Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος συνέχισε τις επαφές με τον
Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο ώστε να καταφέρει να μετατεθεί στην κενή Μητρόπολη
Θεσσαλονίκης, όπως είχε ήδη συμφωνηθεί μεταξύ τους από το 1998.
Στις 26 Απριλίου 2004 συνεκλήθη η Ιερά Σύνοδος
για τις εκλογές τριών νέων Μητροπολιτών (Θεσσαλονίκης, Σερβίων και
Ελευθερουπόλεως). Τελικά μόνο 35 από τους 71 παρισταμένους Μητροπολίτες ψήφισαν
υπέρ της πρότασης του Αρχιεπισκόπου για άμεσες εκλογές, λόγω της εκκρεμότητας
αποστολής του καταλόγου των υποψηφίων στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, σύμφωνα με
τον Καταστατικό Χάρτη. Μάλιστα ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν απάντησε ποτέ
στα γράμματα που είχε στείλει το Οικουμενικό Πατριαρχείο (την 1η Δεκεμβρίου του
2003, την 30ή Μαρτίου 2004 και την 20ή Απριλίου του 2004). Παρά την ισχνή
πλειοψηφία και τις εκκρεμότητες ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος προχώρησε στις
εκλογές. Για τους λόγους αυτούς αποχώρησαν από τη συνεδρίαση διαμαρτυρόμενοι οι
Μητροπολίτες Ζακύνθου, Φιλίππων, Περιστερίου, Πρεβέζης, Ναυπάκτου, Ηλείας και
Θηβών (και ο Ιωαννίνων αρνήθηκε να εμφανιστεί για τους ίδιους λόγους).
Ακολούθως με μια απόφαση οριακής πλειοψηφίας της Συνόδου ο Άνθιμος Ρούσσας
μετατέθηκε στις 26 Απριλίου 2004 στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Επίσης την ίδια
μέρα εξελέγησαν νέοι Μητροπολίτες Σερβίων και Ελευθερουπόλεως.
Η απόφαση αυτή δημιούργησε μεγάλη κρίση ανάμεσα
στην Εκκλησία της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο συγκάλεσε
Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο, η οποία αποφάσισε τη διακοπή της κοινωνίας των
Αρχιερέων του με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και το όνομά του διαγράφηκε από
τα Εκκλησιαστικά Δίπτυχα. Τελικά μετά από αμοιβαίες υποχωρήσεις οι
νεοεκλεγέντες Μητροπολίτες αναγνωρίστηκαν και νέα Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος
ήρε την ακοινωνησία με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και αποκατέστησε τη μνημόνευση
του ονόματός του στα δίπτυχα.
Ο Μητροπολίτης Ζακύνθου Χρυσόστομος καθώς και
διάφοροι πολίτες είχαν προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας σχετικά με την
εκλογή του Ανθίμου στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, καταγγέλλοντας ότι δεν υπήρξε η
απαιτούμενη ψηφοφορία για τη μετάθεσή του και ότι παραβιάστηκε η μυστικότητά
της. Το ΣτΕ με απόφασή του αποφάνθηκε για τη νομιμότητα της μετάθεσης. Τελικά,
ο Άνθιμος κατεστάθη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και ενθρονίστηκε στις 18 Ιουνίου
2004 στον Καθεδρικό Ναό της του Θεού Σοφίας Θεσσαλονίκης.
Από το 2004 εκδίδει το περιοδικό «Ευλογία». Έχει
συγγραφικό έργο και είναι επίτιμος διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Θράκης.
Στις 7 Αυγούστου 2023, υπέβαλε την παραίτησή
του από τον Μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης.