Του, Βασίλειου Σκολαρίκο, Ιεροψάλτης-Ιστορικός συγγραφέας - Μέλος του Συνδέσμου Ιστορικών Συγγραφέων
Οκτώ και πλέον αιώνες έχουν περάσει από
την αποφράδα εκείνη ημέρα της 1ης
Απριλίου, όταν οι ερχόμενες από τα ομιχλοσκέπαστα μέρη της Δύσεως, στρατιές των
σταυροφόρων, κύματα ατελείωτα, μαινόμενων
θηρίων, παραβίαζαν τις καστρόπορτες των χερσαίων και παραλίων τειχών της
Βασιλεύουσας, αλλόφρονες, διψασμένοι για αίμα, θησαυρούς και γυναικεία σάρκα.
Ακολούθησαν μέρες γεμάτες φρίκη, αίμα,
πόνο, δάκρυ, και απόγνωση. Λεηλατήθηκαν παλάτια της Προποντίδας και του Κερατίου Κόλπου, μολύνθηκαν ναοί, που
μετατράπηκαν σε λατινικούς. Έργα τέχνης,
που σεβάστηκαν αιώνες, ιερά κειμήλια, λείψανα αγίων, χρυσά δισκοπότηρα,
θαυματουργές εικόνες , πολυσέβαστες γνώσεων, αρχαία αγάλματα, που στόλιζαν
φόρους, ιαματικές πηγές και μέγαρα αρχόντων , μεταφέρθηκαν στη Δύση, σαν
πολεμικά λάφυρα.
Εκείνο όμως που υπερέβαινε κάθε φαντασία, ήταν η μετατροπή του Μεγάλου Ναού, του
θαύματος της Οικουμένης, της Αγίας Σοφίας, σε οίκο οργίων. Κάτω από τον
αιωρούμενο, πολυόμματο θόλο της, τις αστραπές των ψηφιδωτών της, τις μαρμαρυγές
των κιόνων της, και τα μυστικά Αλληλούια
των αψίδων της, κι΄ επάνω στο μεγάλο μωσαϊκό του Ομφαλού, εκεί όπου γίνονταν οι
στέψεις των αειμνήστων αυτοκρατόρων μας, οι σταυροφόροι έστησαν την τράπεζα των
οργίων τους. Άδειασαν τα καταγώγια και τα κακόφημα σπίτια της Πόλης. Ήλθαν
χορεύτριες, μίμοι, αυλητρίδες και ιερόδουλες, για να διασκεδάσουν τους
σταυροφόρους.
Μετά την Άλωση της Πόλης από τους Φράγκους, το 1204, η βυζαντινή αυλή κατέφυγε στην ιστορική
Νίκαια. Εκεί, όπου οι Θεοφόροι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου είχαν αναθεματίσει τον Άρειο. Στην
πόλη αυτή ο Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρις Α΄,
που είχε ανακηρυχθεί αυτοκράτωρ του Βυζαντίου, προσπάθησε και εν μέρει το
πέτυχε να αναδιοργανώσει το διαλυμένο κράτος.
Με το όνειρο της επιστροφής στη Βασιλεύουσα είχε γαλουχηθεί
και εγγονός του Θεόδωρος Λάσκαρις Β΄,
που είχε στα 32 χρόνια, το 1254,
διαδεχθεί τον πατέρα του Ιωάννη Βατάτζη. Λόγιος, μορφωμένος, με θεολογική
κατάρτιση, πολλές αρετές και ικανότητες,
τις οποίες είχε αποκτήσει στη Μονή του Αγίου Γρηγορίου των Ημαθίων,
κοντά στο σοφό δάσκαλό του Νικηφόρο
Βλεμμύδη. Αυτός , ο πιο άξιος Θεολόγος παιδαγωγός του, με σταθερό χέρι, τον
είχε οδηγήσει από τα παιδικά του χρόνια στα ειρηνικά βασίλεια της ανθρώπινης
σοφίας και της Θείας Αποκαλύψεως.
Αυτός, του καλλιέργησε την πλούσια καλλιτεχνική του διάθεση
και τα ισχυρά του διανοητικά τάλαντα, παρ΄ ότι ο μαθητής του αυτός ήταν
ασθενής. Έπασχε από επιληψία. Όμως, ως
διάδοχος τότε και αυτοκράτωρ στα 32 του χρόνια ήταν ώριμος να εξελιχθεί σε αξιόλογο φιλόσοφο, θεολόγο και
υμνογράφο, προσόντα που τον οδήγησαν να ακολουθήσει την φιλανθρωπική παράδοση
των Λασκαρέων και του Πατέρα του, και να κτίσει τον ωραιότατο ναό του Αγίου
Τρύφωνα στη Νίκαια και να ιδρύσει πλάϊ του και Σχολές, πληρώνοντας τα έξοδα για δασκάλους και μαθητές από το ατομικό του ταμείο. Έργα
που του στάθηκαν παρηγοριά στη βασανισμένη ζωή του.
Μέχρι τα 17 χρόνια ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, διάδοχος του θρόνου, εύρισκε παρηγοριά στο πόνο του στης Αυγούστας
Μητέρας του την στοργή. Εκείνη, η Μάννα του, η Ειρήνη Λασκαρίνα, κόρη του
πρώτου Αυτοκράτορα της Νικαίας Θεοδώρου Α΄, ποτισμένη με τα νάματα της πίστεως,
ήξερε να κλείνει στην τρυφερή αγκαλιά της το πολυτάλαντο παιδί της, που η αρρώστια
του παρέλυε τις δυνάμεις, κι ήταν βαθύς ο πόνος της, γιατί το προικισμένο με
τόσες χάρες παιδί της, ήταν χτυπημένο από την αρρώστια του Πατέρα του
Αυτοκράτορα Ιωάννη Δούκα Βατάτζη, την επιληψία. Με την διαφορά ότι τον γιο της
τον χτύπησε στα παιδικά του χρόνια η τρομερή αυτή μάστιγα, που τον αχρήστευε
συχνά πυκνά.
Όμως, παρά την ασθένειά
του αυτή, ως Αυτοκράτορας, είχε την ικανότητα να αντιμετωπίσει με επιτυχία
τους Φράγκους από Δυτικά, του Βουλγάρους από τα Βόρεια, Τούρκους και Μογγόλους
από την Ανατολή. Δεν έχουν όμως περάσει τέσσερα χρόνια από την αναρρίχησή του
στο θρόνο, 36 χρονών, αντιλαμβάνεται πως το λάδι στο καντήλι της ζωής του
τελειώνει. Παραμονή της Γεννήσεως του Θείου Φωτός, βλέπει κάτω από το καντήλι της
Παναγίας τη ζωή του να περνάει σαν όνειρο. Οραματίστηκε, την ανέσπερη δόξα που
περιμένει την ψυχή, η οποία μέσα στα βάσανά του εξαγνίστηκε κάτω από την Χάρη
του Θεού.
«Φως η τεκούσα, Θεοτόκε,
σκοτισθέντα με νυκτί αμαρτημάτων,
φωταγώγησον Συ,
φωτός ούσα δοχείον,
το καθαρόν και άμωμον,
ίνα πόθω Σε
δοξάζω».
Εκείνο το σούρουπο της παραμονής των Χριστουγέννων, καθώς τα
πρώτα αστέρια άρχιζαν δειλά, δειλά, να αχνοφέγγουν στον ορίζοντα, μέσα στην
ευαίσθητη ψυχή του, η νοσταλγία του αληθινού Φωτός του έφερνε στο νου την
παράσταση της Θεοτόκου που σαν «χρυσή λυχνία» είναι άξια να το
δεχθεί. Άνοιξε το μικρό ειλητάριο που κρατούσε και στράφηκε στην εικόνα της
Παναγίας
«Χαίρε θρόνε, πυρίμορφε Κυρίου,
χαίρε, θεία και μανναδόχε στάμνε,
χαίρε, χρυσή λυχνία, λαμπάς άσβεστε,
χαίρε, των παρθένων, δόξα
και μητέρων, ωράϊσμα και κλέος».
Εκείνο το βράδυ καθώς
από το γαλανό καντήλι που έκαιγε νύχτα μέρα στο γραφείο του, μπροστά στο
εικόνισμα της Παναγίας, ανέβηκε στην καρδιά του και το τροπάριο, που μέσα στα τόσα άλλα της είχε αφιερώσει,.
«Εν ταις ζάλαις εφεύρον Σε λιμένα ,
εν ταις λύπαις, χαράν
και ευφροσύνην,
και εν νόσοις ταχινήν βοήθειαν,
και εν τοις κινδύνοις , ρύστιν
και προστάτιν εν τοις πειρατηρίοις».
Έκαμε τον Σταυρόν του, σηκώθηκε σταθερά, ξεντύθηκε την Αυτοκρατορική
Στολή, την απίθωσε πλάϊ στο Στέμμα, και με χέρι σταθερό φόρεσε το καλογερικό
ράσο.
Άφησε στα Ανάκτορα τον Αυτοκράτορα Θεόδωρο και κατέβηκε τα βασιλικά σκαλοπάτια ο Μοναχός Θεοδόσιος.
Πήρε τον δρόμο για το Μοναστήρι, εκεί πια θα μπορούσε να δέεται γονυπετής για
την Αυτοκρατορία της Νικαίας, για την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως-το όνειρό
του-για την Οικογένειά του, και για την ψυχή του.
Μακριά απ’΄ την αλουργίδα ο Αυτοκράτωρ Θεόδωρος Β΄ ο Λάσκαρις-ο Μοναχός Θεόδόσιος , στα 4
χρόνια της βασιλείας του, (1254-1258), σε ηλικία 36 μόλις ετών, παρέδιδε την
ψυχή του. Τα Χριστούγεννα του 1258 τα γιόρτασε με τις μακάριες ψυχές που έδωσαν
την ζωή τους στο χρέος, για την αγάπη του Χριστού… και της Πατρίδος.
Ο Μέγας Παρακλητικός Κανόνας, το
υπέροχο αυτό δημιούργημα, ένα από τα αριστουργήματα της Υμνογραφίας μας,
αφιερωμένο στην Υπεραγία Θεοτόκο, του τελευταίου αυτοκράτορα της Νίκαιας
Θεόδωρου Β΄(Λάσκαρι), γραμμένος σε ωραία
εκκλησιαστική γλώσσα, γεμάτη ταπείνωση και ικεσία, ευλαβικό λυρισμό, πάθος και
κατάνυξη, μας κάνει άπειρες φορές να
σταθούμε με δέος μπροστά στην Μητέρα του Θεού και με γονατιστή ψυχή για τις
Περιστάσεις που διαβαίνουμε :
“Περιστάσεις και θλίψεις και ανάγκαι,
εύροσάν
με Αγνή, και συμφοραί του βίου,
και
πειρασμοί με πάντοθεν εκύκλωσαν,
αλλά
πρόστηθί μοι, και αντιλαβού μου
τη
κραταιά Σου σκέπη».
Περιστάσεις
και θλίψεις και ανάγκαι… Η μία επάνω
στην άλλη σφραγίζουν τη ζωή μας. Ποια
πρώτη και ποια δεύτερη ; Και ποια ή πιο
βαρειά και πιο δύσκολη ; Μέσα από τις περιστάσεις αυτές, ξεχύνεται ο πόνος της ψυχής μας, μαζί με τους βαθύτερους
πόθους μας στην Παναγία μας, που η θύμησή Της μας φέρνει μακριά , ξεδιπλώνοντας
στο νου μας τα μονοπάτια, που διαβήκαμε και διαβαίνουμε, της ζωής μας το
πέρασμα… γι’΄ αυτό και την παρακαλούμε :
« Σκέπη γενού και προστασία
και καύχημα Παρθένε,
γυμνωθέντες μοι νυν απάσης βοηθείας,
αβοηθήτων δύναμις και ελπίς
απελπισμένων».
Η ιστορία του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα, που ψέλνεται
εναλλάξ με τον Μικρό, το Δεκαπενταύγουστο, έγραψε και γράφει στις σελίδες του :
Μακάρια τα Έθνη που διακονούν συνταιριασμένα, η Πορφύρα με
το Ράσο. Όταν η Πίστη ζωντανή παραστέκει τους Άρχοντας, ο δρόμος για τα μεγάλα
έργα και τα μεγάλα οράματα είναι ανοιχτός, ακόμη κι΄ ανάμεσα στη φτώχεια και
τους δυνατούς εχθρούς.