ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ
ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 17η Ιουνίου 2023.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
(Θεολογική, ιστορική και κοινωνιολογική μελέτη)
Αποστολή του Γραφείου μας, με την ευλογία
και την αρωγή του σεπτού μας Ποιμενάρχη, Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ,
είναι η οριοθέτηση της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεώς μας, της μόνης σώζουσας
πίστεως και η κατάδειξη των αιρέσεων και κακοδοξιών, οι οποίες ασκούν ολέθριες
επιπτώσεις στο εκκλησιαστικό σώμα. Παρά ταύτα όμως είμαστε αναγκασμένοι συχνά
να διαπραγματευόμαστε και άλλα θέματα, τα οποία έχουν πάντα σχέση με την ζωή
των πιστών, με κριτήριο πάντα την χριστιανική πίστη και την ελληνορθόδοξη
παράδοσή μας.
Η προεκλογική περίοδος, τόσο των
τελευταίων εκλογών (21ης Μαΐου), όσο και των ερχομένων (25η
Ιουνίου), έφερε στο προσκήνιο ένα νεωστί εμφανισμένο και πολυσυζητημένο θέμα, την
«εκμετάλλευση του θρησκευτικού
συναισθήματος για πολιτικούς λόγους», το οποίο αποτελεί για κάποιους «κόκκινο πανί» και πεδίο σφοδρής
αντιπαράθεσης. Παρά την αρχή μας να μην έχουμε ως αντικείμενό μας πολιτικές
αντιπαραθέσεις και να μην υποδεικνύουμε στους αναγνώστες των ανακοινώσεών μας
συγκεκριμένα πολιτικά σχήματα, παραβιάζοντας το δικαίωμα της ελευθερίας εκλογής
του καθενός, δεχτήκαμε, από πληθώρα πιστών, μηνύματα και εκκλήσεις να
δημοσιοποιήσουμε την άποψή μας για το ανωτέρω «πρόβλημα».
Ανταποκρινόμενοι λοιπόν σε αυτές τις
παραινέσεις αποφασίσαμε να ασχοληθούμε και με αυτό το θέμα με την παρούσα
ανακοίνωσή μας. Με βάση την ορθόδοξη διδασκαλία και εκκλησιολογία, να απομυθοποιήσουμε
το «ταμπού» περί το αν πρέπει ή όχι,
η Εκκλησία να έχει λόγο και ανάμειξη στα πολιτικά πράγματα, τοποθετώντας το
ανακύψαν «πρόβλημα» στις σωστές του
διαστάσεις. Και τούτο διότι περί αυτού εκφράζονται απίστευτα άσχετες με την
ορθόδοξη διδασκαλία απόψεις, οι οποίες συσκοτίζουν και αποπροσανατολίζουν τους
πολίτες και κύρια τους πιστούς μας.
Το «πρόβλημα»
ανέκυψε τελευταία όταν νέα κόμματα, με εκπεφρασμένες χριστιανικές αρχές
ψηφίστηκαν στις εκλογές της 21ης Μαΐου και έφτασαν στα πρόθυρα της
εισόδου στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Η επιλογή πολλών χιλιάδων πολιτών να τα
ψηφίσουν, θορύβησε κάποιους παλαιούς κομματικούς σχηματισμούς, οι οποίοι τα είδαν
ως «απειλή» στις ερχόμενες εκλογές
της 25ης Ιουνίου και γι’ αυτό άρχισε μια κατά μέτωπο επίθεση
εναντίον τους. «Πατώντας» στον περιστασιακό
«σεβασμό» τους προς την Ορθόδοξη
Εκκλησία, η οποία «πρέπει να ενώνει και
όχι να διαιρεί», όπως ισχυρίζονται, δεν πρέπει να «ενθαρρύνει», πολλώ δε μάλλον να στηρίζει, πολιτικούς σχηματισμούς έστω και αν έχουν ως αρχές τους την
ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, τις αρχές του Ευαγγελίου και γενικότερα τις
αρχές της χριστιανικής κοινωνιολογίας, παρά το γεγονός ότι συνιστά την
τελειότερη κοινωνία η οποία αποτέλεσε τη βάση όλων των κοινωνικών συστημάτων,
ακόμα και των άθεων! Κατ’ αυτούς η Αγία Εκκλησία του Χριστού δεν θα πρέπει να
έχει λόγο για πράγματα εκτός του ναού! Πρέπει να περιορίζεται στα «πνευματικά» της «καθήκοντα» και να αφήνει το πεδίο ελεύθερο να δραστηριοποιούνται
πρόσωπα και ομάδες, οι οποίες εκφράζουν, είτε λανθασμένες, ή και αντίθετες αρχές
από τις δικές της! Θέλουν τους πιστούς «διχοτομημένους»,
δηλαδή, όσον αφορά την «ατομική τους θρησκευτικότητα» να την «ικανοποιούν» στο ναό και όσον αφορά
την υπόλοιπη βιωτή τους να την αναθέτουν σε αλλότριες, ή και αντίθετες με την
διδασκαλία της Εκκλησίας αρχές και πρακτικές!
Βεβαίως τέτοιες απόψεις και ιδεοληψίες
δεν έχουν ουδεμία σχέση με την ορθόδοξη διδασκαλία, την πατερική παράδοση και
φυσικά την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Προέρχονται από την αιρετική δυτική
παράδοση, τον κακόδοξο Παποπροτεσταντισμό, ο οποίος είναι δομημένος στον
φράγκικο φεουδαρχισμό και στον ευσεβιστικό ατομισμό, με τις ολέθριες συνέπειες
στους λαούς της Δύσεως. Είναι απότοκα των φρικτών διαχρονικών εγκλημάτων του
Παπισμού και οι αλλοπρόσαλλες κακόδοξες δοξασίες του Προτεσταντισμού, τα οποία είχαν
ως αποτέλεσμα την πλήρη αποστασιοποίηση των δυτικών από τις «εκκλησίες» και την αυτονόμησή τους από
την χριστιανική ζωή, με την εμφάνιση του «Διαφωτισμού».
Η χριστιανική πίστη «κλείστηκε»
στους ναούς και η ζωή διαχωρίστηκε από αυτή, ακολουθώντας τα διδάγματα και τις
αρχές του άθεου ουμανισμού. Πλήρης δηλαδή διαχωρισμός μεταξύ θρησκείας και
πολιτικής με την στενή και ευρεία έννοια του όρου.
Αυτό το νοσηρό και άκρως αιρετικό «κλίμα» μετέφεραν στην Ορθόδοξη Ελλάδα,
μετά την απελευθέρωσή μας από τους Οθωμανούς, η «άκαπνη» σπουδάζουσα νεολαία στην «φωτισμένη» Εσπερία, τα ολέθρια και άκρως εχθρικά προς την
Ορθοδοξία, διδάγματα του «εξωμότη»
Κοραή και των συν αυτώ. Δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε τα μεγάλα προβλήματα που δημιούργησαν στην
Ελλάδα αυτές οι «προοδευτικές»
ιδέες, κύρια στον εκκλησιαστικό τομέα. Φθάνει να θυμηθούμε τις απόπειρες «εξευρωπαϊσμού» μας από τις ξενόφερτες
βασιλείες και τα πολιτικά κόμματα, που είχαν ενστερνιστεί τις δυτικές αρχές και
εκδήλωναν την απέχθειά τους προς την Ορθοδοξία μας. Δυστυχώς αυτό το
αλλοπρόσαλλο «κλίμα» διαιωνίζεται ως
τις μέρες μας. Η Εκκλησία υπάρχει μόνον για να «ικανοποιεί» την «θρησκευτικότητα»
κάποιων «αναχρονιστικών», οι
οποίοι δεν μπόρεσαν να «εκσυγχρονιστούν»!
Κατά τα άλλα δεν έχει και δεν πρέπει να έχει λόγο στη δημόσια ζωή, εκτός και αν
δεν ενοχλεί και εξυπηρετεί το «σύστημα»!
Αυτή είναι γενικά η εικόνα των «προοδευτικών»
για την Εκκλησία. Μια σχέση ανεκτικότητας!
Ανατρέχοντας στην εκκλησιαστική μας
ιστορία είναι εύκολο να διαπιστώσουμε πως η Εκκλησία μας ουδέποτε λογίστηκε ως
θρησκεία, ως «ικανοποίηση θρησκευτικού
συναισθήματος», αλλά ως «καινή
κτίσις» (Α΄Κορ.5,17). Ως αναδημιουργία
του παλαιού, εφθαρμένου και πεπαλαιωμένου από την αμαρτία κόσμου (Εφ.1,9-11).
Ως η τέλεια κοινωνία της αγάπης, της δικαιοσύνης, της ειρήνης και της
συναδέλφωσης όλων των ανθρώπων, χωρίς καμιά διάκριση φύλου, καταγωγής,
κοινωνικής και οικονομικής, μορφωτικής και άλλης κατάστασης (Γαλ.3,28). Να
προσφέρει σωτηρία σε κάθε άνθρωπο που θέλει να σωθεί. Ο Λυτρωτής μας Χριστός
ήρθε στη γη να θέσει στο περιθώριο κάθε θεσμό, παράδοση, πρακτική του πτωτικού
και αμαρτωλού κόσμου, εις τρόπον ώστε ο Θεός να είναι ο Κυβερνήτης της
ανθρωπότητας και όχι ο σφετεριστής της ο διάβολος. Να ζουν οι άνθρωποι,
αναγεννημένοι, στην νέα κοινωνία της αγάπης και της δικαιοσύνης, ως ευλογημένοι
πολίτες (Β΄Κορ.2,16). Οι πολίτες αυτής της βασιλείας καλούνται να αφήσουν τα
παλαιά «σκύβαλα του κόσμου» (Φιλπ.3,8)
και να περιπατούν «εν καινότητι ζωής»
(Ρωμ.6,4). Ο απόστολος Παύλος έγραψε πως «Νυνί
δε κατηργήθημεν από του νόμου (σ.σ. τόσο το μωσαϊκό, όσο και τον
παγανιστικό), αποθανούντες εν ω
κατειχόμεθα, ώστε δουλεύειν ημάς εν καινότητι πνεύματος και ου παλαιότητι
γράμματος» (Ρωμ.7,6). Η «παλαιότητα
του γράμματος» είναι οι κοσμικοί θεσμοί και η «καινότητα του πνεύματος» η νέα εν Χριστώ πραγματικότητα, Ο Χριστός
ομιλεί: «Ιδού καινά ποιώ τα πάντα» (Αποκ.21,5)
και αυτή η ανακαίνιση θα ολοκληρωθεί στα έσχατα, όταν θα έχει νικηθεί οριστικά
το κακό και θα εκλείψει ο παλιός κόσμος της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου.
Η Εκκλησία δεν γνωρίζει και δεν αναγνωρίζει
εξουσίες, ως πτωτικά σχήματα, τα οποία παραπέμπουν στον ολέθριο εξουσιαστή, το
Σατανά, σύμφωνα με την διαβεβαίωση του Χριστού: «εί τις θέλει πρώτος είναι, έσται πάντων έσχατος και πάντων διάκονος»
(Μαρκ.9,35). Γι’ αυτό γνωρίζει διακονίες, οι οποίες βρίσκονται στον αντίποδα
της εξουσίας. Οι Επτά Διάκονοι (Πραξ.6,13) δεν ήταν διάκοι, με την σημερινή
έννοια, αλλά οι «υπουργοί» της νέας
κοινωνίας. Ο απόστολος Παύλος διασαφήνισε με ακρίβεια την έννοια της εξουσίας,
τονίζοντας πως, «οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ
μὴ ὑπὸ Θεοῦ» (Ρωμ.13,1), όχι η οποιαδήποτε εξουσία, αλλά εκείνη που είναι
ταγμένη από το Θεό και διακονεί το λαό στο όνομα του Θεού.
Σε αυτή την εξουσία οφείλουν οι πιστοί να
υπακούουν. Αυτό φαίνεται στην αρχαία Εκκλησία, όπου οι χριστιανοί, υπακούοντες
στην Εκκλησία, αρνήθηκαν να υπακούσουν στην διαφθαρμένη ρωμαϊκή εξουσία. Οι
πιστοί ζούσαν ως αγία κοινωνία μέσα στον διεφθαρμένο και απάνθρωπο
ελληνορωμαϊκό κόσμο και για τούτο διώχτηκαν, όχι για την «θρησκεία» τους, αλλά για την θεόσδοτη ανυπακοή τους στις «αρχές και τις εξουσίες του κόσμου τούτου»,
που δεν προέρχονται από το Θεό.
Αλλά και στην κατοπινή ιστορία της
Εκκλησίας, αυτή ουδέποτε συμβιβάστηκε με τις κοσμικές εξουσίες, οι οποίες δεν
ήταν ταγμένες από το Θεό (Ρωμ.13,1). Όλοι οι μεγάλοι Πατέρες, όταν χρειάστηκε,
αντιτάχτηκαν στις κοσμικές εξουσίες, χωρίς να υπολογίζουν το οποιοδήποτε
κόστος. Ο Μ. Αθανάσιος συγκρούστηκε
με τις αρειανίζουσες εξουσίες και υπέστη φρικτές διώξεις από τον ανελέητο Κωνστάντιο. Ο Μ. Βασίλειος με τον φοβερό Ουάλη.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος με το
διεφθαρμένο παλάτι. Ο Κύριλλος
Αξεξανδρείας με τον διεφθαρμένο έπαρχο Ορέστη.
Ο Μ. Φώτιος με τον επίσης
διεφθαρμένο και θηριώδη τύραννο Βάρδα.
Ο Μάρκος Ευγενικός με τον
αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο. Η
θρυλική «Φιλορθόδοξος Εταιρία» με
την αντίχριστη αντιβασιλεία, οι ηρωικοί Αρχιεπίσκοποι Αθηνών Χρύσανθος και Δαμασκηνός στα χρόνια της κατοχής, κλπ .
Η
εκκλησιαστική ιστορία μαρτυρεί περίτρανα πως η Εκκλησία ουδέποτε έπαψε να
ελέγχει την εξουσία, όταν αυτή απομακρύνονταν από τις σωτήριες αρχές του
Ευαγγελίου και την χρηστή διακονία του λαού. Τι σημαίνει αυτό για τα σημερινά
δεδομένα; Η σύγχρονη αντίληψη, ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να έχει λόγο στα
κοινωνικά και πολιτικά πράγματα, είναι άκρως λαθεμένη, διότι η πνευματική
διακονία δεν διαχωρίζεται από την κοινωνική και την πολιτική, αλλά απλά αυτές
καταμερίζονται, με διακονίες του λαού του Θεού στα κατάλληλα πρόσωπα. Οι
σημερινοί πολιτικοί, για να είναι γνήσιοι διάκονοι του λαού, οφείλουν να είναι
όμοιοι με τους «υπουργούς» της
αρχαίας Εκκλησίας, τους Επτά Διακόνους,
να είναι «πλήρεις Πνεύματος Αγίου και
σοφίας» (Πραξ.6,3) για να απολαμβάνουν τιμής, υπόληψης και υπακοής από τους
πιστούς πολίτες.
Όπως είναι γνωστό, η σημερινή πολιτική,
επηρεασμένη όπως προαναφέραμε από το άθεο δυτικό κοσμικό πνεύμα, έχει πλήρως
αποστασιοποιηθεί από τις αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας, εκτός από
ορισμένους πολιτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι δείχνουν επιλεκτικά και συχνά
επιδεικτικά, να δέχονται ορισμένες από αυτές, όταν παράλληλα είναι
διαποτισμένοι από άλλα αντιχριστιανικά στοιχεία. Τη στιγμή που «δηλώνουν» τον «σεβασμό» προς την Εκκλησία, ψηφίζουν νόμους θεμελιωδώς αντίθετους
με την χριστιανική διδασκαλία, όπως είναι νομιμοποίηση και η κρατική αρωγή των
εκτρώσεων, ο πολιτικός γάμος, η αναγνώριση της ομοφυλοφιλίας ως «φυσιολογική σεξουαλική επιλογή» και
όχι ως θανάσιμη αμαρτία, η βεβήλωση του ιερού θεσμού του γάμου, με την
καθιέρωση του «γάμου» των
ομοφυλοφίλων, η υιοθεσία παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια, η στήριξη αιρετικών
ομάδων και αλλοθρήσκων, η υποβάθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών, κλπ.
Αλλά
και μεμονωμένα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία δηλώνουν «πιστοί ορθόδοξοι χριστιανοί», αλλά είναι άγνωστοι στις ενορίες
τους και σπεύδουν επιδεικτικά να δείξουν την «πίστη» τους, ανάβοντας κεράκια σε εκκλησίες και κρατώντας την
πασχαλινή λαμπάδα για ελάχιστα λεπτά, σπεύδουν να «προσκυνούν» θαυματουργές εικόνες, για να απαθανατιστούν από
φωτογραφικές μηχανές και κάμερες, είναι αυτοί, οι οποίοι ψηφίζουν τους
αντίχριστους νόμους, χωρίς καμιά αναστολή και δικαιολογώντας με θράσος την
ενέργειά τους!
Είναι όλοι αυτοί, οι οποίοι διαρρηγνύουν
τα ιμάτιά τους, για το δήθεν «ενδιαφέρον» και το «σεβασμό» τους προς τον θεσμό της
Εκκλησίας, προκειμένου να «μείνει έξω
από το πολιτικό παιχνίδι», θέλοντας δήθεν την Εκκλησία να είναι «ενοποιός παράγων της κοινωνίας». Αλλά
δυστυχώς θυμούνται την Εκκλησία μόνο όταν την χρειάζονται! Και είναι τόσος «μεγάλος ο σεβασμός τους προς τις αρχές της
Εκκλησίας», ώστε, όταν «απειλούνται»
οι «προοδευτικές τους θέσεις» και τα
κομματικά τους συμφέροντα, δεν διστάζουν να την χαρακτηρίσουν ως «σκοταδιστική», «οπισθοδρομική» και τους πιστούς, οι οποίοι εμμένουν στις
χριστιανικές αρχές, ως «χριστιανοταλιμπάν»!
Είναι άκρως υποκριτική η στάση πολιτικών
σχηματισμών και προσώπων, όταν δεν τους ενοχλεί ότι στην Ευρώπη και αλλαχού
λειτουργούν εδώ και πολλά χρόνια «Χριστιανοδημοκρατικά
Κόμματα», προβάλλοντα τις «χριστιανικές
αρχές» τους και μάλιστα κάποια από αυτά (τα ελληνικά) είναι ενταγμένα στις ευρωπαϊκές
ενώσεις τους. Δεν τους ενοχλεί ότι και στην Ελλάδα υπάρχουν, εδώ και χρόνια,
πολιτικοί σχηματισμοί με χριστιανικό όνομα και με εκπεφρασμένες «χριστιανικές αρχές», λ.χ. «Χριστιανική Δημοκρατία», «Χριστιανοδημοκρατικό
Κόμμα Ελλάδος», κλπ. και όταν συμμετέχουν στις εκλογές. Δεν θεωρούν ότι
αυτά «εκμεταλλεύονται το θρησκευτικό
συναίσθημα του λαού», ότι «δεν
καπηλεύονται την Ορθοδοξία», καθότι δεν τους απειλούν με την ελάχιστη
δύναμή τους. Τους ενοχλούν όμως πολιτικοί σχηματισμοί, οι οποίοι, ενώ δεν έχουν
χριστιανική επωνυμία, έχουν στο καταστατικό τους χριστιανικές αρχές, και
εξαιτίας τους «κινδυνεύει» το «γόητρο της Εκκλησίας», η «ενότητα του λαού»! Ενοχλούνται στην
ουσία, διότι απειλείται η δική τους πολιτική αυτάρκεια και όχι το γόητρο της
Εκκλησίας!
Υποκριτική είναι η στάση τους επίσης από
το γεγονός ότι δεν θεωρούν ως «εκμετάλλευση»
την οικειοποίηση της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας από πολυπληθή «ορθόδοξα» και «αιρετικά» κομμουνιστικά κόμματα, για τα οποία ποτέ δεν εμφανίστηκε
τέτοιο «πρόβλημα». Το ίδιο και με
τις πολιτικοκοινωνικές θεωρίες του φιλελευθερισμού και νεοφιλελευθερισμού.
Πληθώρα κομματικών σχημάτων διακηρύσσουν ότι στηρίζονται στις αρχές τους,
κανένας όμως δεν μιλάει για «εκμετάλλευση»
και «καπηλεία». Είναι ευνόητο ότι
μόνον οι χριστιανοί πολιτικοί «ευθύνονται»
για ένα τέτοιο «έγκλημα»!
Υποκριτική, έως απαράδεκτη μπορεί να
θεωρηθεί και η στάση πολλών εκκλησιαστικών ανδρών, οι οποίοι συμφώνησαν με τους
υποκριτικά «σεβομένους την Εκκλησία» πολιτικούς,
ότι η «Εκκλησία αποστασιοποιείται από οποιαδήποτε
εκμετάλλευση του θρησκευτικού συναισθήματος» από πολιτικά κόμματα. Επ’
αυτού έχουμε να παρατηρήσουμε πως και ετούτοι «θυμήθηκαν» τώρα αυτό το «πρόβλημα»,
όταν το ανακίνησαν οι «ευαίσθητοι»
πολιτικοί! Δεν είναι του παρόντος να αναφερθούμε σε παλαιότερες ή και σύγχρονες
απαράδεκτες περιπτώσεις εναγκαλισμών εκκλησιαστικών παραγόντων με πολιτικούς.
Αλλά υπάρχει και μια άλλη σοβαρότερη
διάσταση. Όταν ομιλούν για την αποστασιοποίηση της Εκκλησίας από την «πολιτική», ταυτίζουν την Εκκλησία με την Ιεραρχία και γενικά το Ιερατείο!
Θέλουν να λησμονούν ότι μια τέτοια εκκλησιολογική αντίληψη είναι άκρως
αιρετική, παπικής εμπνεύσεως. Ότι η Εκκλησία είναι το σώμα των πιστών, κληρικοί
και λαϊκοί, ζώντες και τεθνεώτες. Ότι η Εκκλησία είναι παρούσα και σε μια μικρή
ομάδα πιστών, όπως μας διαβεβαίωσε ο Κύριος όπου «είσι δύο ή τρείς συνηγμένοι εις τό εμόν όνομα, εκεί είμι εν μέσω
αυτών» (Ματθ.18,20), που σημαίνει ότι όπου είναι παρών ο Χριστός, είναι παρούσα
και η Εκκλησία Του, το δικό Του Σώμα. Άρα όσοι πιστοί ενώθηκαν στο όνομα του
Χριστού, να διακονήσουν του λαό του Θεού, είναι (και) αυτοί Εκκλησία! Με βάση
αυτή την κεφαλαιώδη εκκλησιολογική αρχή μπορεί να απαγορεύεται σε σύνολα
χριστιανών να πολιτεύονται; Μήπως θα ήθελαν να αποκηρύξουν τα χριστιανικά τους
πιστεύω, και στην αντίθετη περίπτωση να αποκλείονται από το συνταγματικό δικαίωμά
τους να εκλέγουν και να εκλέγονται; Μήπως έτσι παραδίδουν την εξουσία στους εκτός
της Εκκλησίας; Είναι δυνατόν η Εκκλησία να είναι αποξενωμένη από την όλη ζωή
των πιστών; Αν αυτή δεν είναι μανιχαϊστική αντίληψη, τι άλλο μπορεί να είναι;
Είναι ευνόητο πως, όπως όλοι
οι πολιτικοί συνδυασμοί και πρόσωπα, έχουν το δικαίωμα να διακηρύττουν τις
αρχές τους και τις ιδεολογικές τους καταβολές, έτσι και οι χριστιανοί έχουν
αυτό το δικαίωμα, χωρίς να κινδυνεύουν να κατηγορηθούν ως «κάπηλοι και
εκμεταλλευτές του θρησκευτικού συναισθήματος». Κατά τη γνώμη μας, όχι μόνο δεν είναι «εκμετάλλευση», η «καπηλεία», αλλά ομολογία! Κάθε δημόσια ομολογία του Χριστού και των αρχών της
χριστιανικής πίστεως είναι απόλυτα επαινετή από το Θεό, διότι «Πᾶς οὖν ὅστις
ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ
πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ’ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων,
ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ.10,32-33).
Να διευκρινίσουμε πως σεβόμαστε την
κανονική παράδοση της Εκκλησίας μας, να μην επιζητούν και να αποδέχονται οι
κληρικοί κοσμικές εξουσίες, όχι για άλλο λόγο, αλλά για να είναι απερίσπαστοι
στο ποιμαντικό τους έργο. Αυτό το έλυσε η Εκκλησία με την εκλογή των Επτά Διακόνων (Πραξ.6,3), δίνοντας αυτή
την αρμοδιότητα στους λαϊκούς, τους σημερινούς διακόνους - πολιτικούς του λαού
του Θεού.
Κλείνουμε την ανακοίνωσή μας με μια
ιστορική δήλωση του υπηρεσιακού Πρωθυπουργού και διακεκριμένου ανώτατου δικαστικού
λειτουργού κ. Ιωάννη Σαρμά, σχετικά
με την ακώλυτη συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες: «Η ελευθερία εκφράσεως ιδιαίτερα στις προεκλογικές περιόδους καλύπτει
και εκφράσεις, ιδέες, πληροφορίες οι οποίες μπορεί να δημιουργούν ανησυχία,
ακόμη και να σοκάρουν […] Η υπηρεσιακή κυβέρνηση οφείλει να εγγυάται τον
σεβασμό της ελευθερίας έκφρασης, διάδοσης ιδεών και πληροφοριών, εκτίμησης
γεγονότων και συναγωγής συμπερασμάτων. […] Η ελληνική Πολιτεία και κάθε
κυβέρνησή της αγκαλιάζει όλους τους Έλληνες χωρίς διάκριση ανάλογα με το
θρήσκευμα ή άλλο ανάλογο κριτήριο. Όλοι οι Έλληνες ως μέλη της δημοκρατικής
πατρίδας, κατανοώντας τις απαιτήσεις, πρέπει απερίσπαστοι να ασκούν όλα τους τα
πολιτικά δικαιώματα» τόνισε με νόημα, επιβεβαιώνοντας πανηγυρικά και στηρίζοντας
εμμέσως πλην σαφώς τα όσα παραθέσαμε στην παρούσα ανακοίνωσή μας και «αδειάζοντας» κατηγορηματικά όσους
θέλουν τους χριστιανούς πολιτικούς, είτε ουραγούς τους, είτε στο περιθώριο της
δημόσιας ζωής![1]
Εκ του
Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών