Την τελευταία του πνοή άφησε σε
ιδιωτικό νοσοκομείο των κατεχομένων ο αντιστράτηγος εν αποστρατεία του
κατοχικού στρατού Χασάν Κουντακτσί, ο άνθρωπος που ομολόγησε ότι έδωσε εντολή
για τη στυγερή δολοφονία του Σολωμού Σολωμού στο οδόφραγμα της Δερύνειας, στις
14 Αυγούστου του 1996.
Όπως
μεταδίδουν τουρκοκυπριακά μέσα ενημέρωσης και αναπαράγει ο Alpha News Κύπρου, ο
86χρονος πρώην επικεφαλής του Τμήματος Ειδικού Πολέμου του κατοχικού στρατού,
γνωστός με το παρατσούκλι «Ταμπουραλί Πασάς», αισθάνθηκε αδιαθεσία χθες το
πρωί, ενώ βρισκόταν στο σπίτι του και διακομίστηκε στο νοσηλευτήριο, όπου
διαπιστώθηκε ότι υπέστη καρδιακή προσβολή και εξέπνευσε το μεσημέρι.
Ο Κουντακτσί
είχε δηλώσει αμετανόητος για την άνανδρη δολοφονία του Σολωμού Σολωμού, τον
μοιραίο εκείνο Αύγουστο. Εναντίον του η Ιντερπόλ είχε εκδώσει διεθνές ένταλμα
σύλληψης και έκτοτε δεν ταξίδεψε στο εξωτερικό, τονίζοντας ότι προτιμούσε να
είναι γνωστός ως «ο εγκλωβισμένος διοικητής» παρά ως ο διοικητής με κατεβασμένη
σημαία.
Ο ίδιος
εξομολογήθηκε ότι πριν από τα επεισόδια είχε ήδη δώσει εντολές σε αξιωματικούς
και υπαξιωματικούς του Αττίλα που συγκεντρώθηκαν στο οδόφραγμα της Δερύνειας,
ότι κανείς Ελληνοκύπριος δεν θα περάσει το συρματόπλεγμα. Όταν ο Σολωμός
Σολωμού επιχείρησε να κατεβάσει τη σημαία της κατοχής από τον ιστό, αρκούσε ένα
νεύμα του Κουντακτσί με το χέρι του για να πυροβοληθεί και να πέσει νεκρός.
Το όνομα του
είχε εμπλακεί πρόσφατα στην υπόθεση δολοφονίας του Τουρκοκύπριου δημοσιογράφου
Kutlu Adalı το 1996 στην κατεχόμενη Λευκωσία, όπου τότε διατελούσε ως
επικεφαλής της "ειρηνευτικής δύναμης" του τουρκικού στρατού στα
κατεχόμενα.
Στις 2
Αυγούστου του 1996 είχε ξεκινήσει από την Πύλη του Βρανδεμβούργου στο Βερολίνο
Πανευρωπαϊκή Πορεία μοτοσικλετιστών με στόχο να καταλήξει στην κατεχόμενη
Κερύνεια για να δώσει το μήνυμα της ανάγκης τερματισμού της τουρκικής κατοχής.
Ο συμβολισμός της πτώσης του τείχους του Βερολίνου και της ανάγκης ξηλώματος
του συρματοπλέγματος της πράσινης γραμμής στην Κύπρο, φόβισε το καθεστώς
Ντενκτάς και την Άγκυρα. Οι κυπριακές μυστικές υπηρεσίες είχαν
πληροφορίες ότι οι Τούρκοι θα χτυπούσαν και τότε Πρόεδρος Γλαύκος Κληρίδης,
επιχείρησε να «λογικέψει» τους μοτοσικλετιστές.
Οι
μοτοσικλετιστές από διάφορες χώρες ξεκίνησαν από το Βερολίνο πέρασαν από την
Πράγα, τη Βουδαπέστη, το Βελιγράδι, τον Βόλο και κατέληξαν στο λιμάνι του Πειραιά
όπου επιβιβάστηκαν σε πλοία με προορισμό τη Κύπρο.
Οι
μοτοσικλετιστές έφτασαν στο Λιμάνι της Λεμεσού
στις 10 Αυγούστου 1996, με στόχο την επομένη να επιχειρήσουν να πάνε στη
Κερύνεια ρίχνοντας, συμβολικά, το τείχος του Αττίλα. Του υποδέχτηκε ο αδικοχαμένος,
τότε ευρωβουλευτής, Γιάννος Κρανιδιώτης και οι μητέρες των αγνοουμένων της
εισβολής του 1974.
Στις 11
Αυγούστου 1996, περίπου 8.000 μοτοσικλετιστές συγκεντρώθηκαν στην Λευκωσία, για
να επιχειρήσουν το σπάσιμο της πράσινης γραμμής και να ακολουθήσουν ειρηνική
συμβολική πορεία μέχρι την Κερύνεια.
Ο τότε
Πρόεδρος της Κυπριακής Ομοσπονδίας Μοτοσικλέτας Γ. Χατζηκώστας κλήθηκε εκτάκτως
στο προεδρικό μέγαρο από τον Πρόεδρο Κληρίδη, ο οποίος τον έπεισε πως η πορεία
θα πρέπει να ματαιωθεί για «ύψιστους λόγους εθνικής ασφάλειας». Ήταν όμως πάρα
πολύ αργά. Οι άνθρωποι που βρισκόντουσαν στους δρόμους δεν μπορούσαν να
ελεγχθούν και έτσι διασπάστηκαν σε ομάδες χωρίς καμία καθοδήγηση και άρχισαν να
επιχειρούν το σπάσιμο της πράσινης γραμμής, βρίσκοντας απέναντι τους πάνοπλους
Τούρκους στρατιώτες.
Ο μεγαλύτερος
όγκος των μοτοσικλετιστών κατευθύνθηκε στο οδόφραγμα της Δερύνειας, λίγα μόνο
μέτρα μακριά από τα κράσπεδα της κατεχόμενης Αμμοχώστου.
Στην Δερύνεια,
ενώ οι διαδηλωτές όδευαν άοπλοι με τα πόδια προς την Αμμόχωστο βρέθηκαν μπροστά
σε Τούρκους που είχαν κρυφτεί πίσω από θάμνους. Μεταξύ τους και ο Τουρκοκύπριος
ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς που κρατούσε μια φωτογραφική μηχανή για να καταγράψει μια
προμελετημένη δολοφονία από τους «Γκρίζους Λύκους» που είχαν επιστρατευτεί ως
δήθεν αγανακτισμένοι Τουρκοκύπριοι.
Με ρόπαλα και
πέτρες άρχισαν να χτυπούν τους Ελληνοκύπριους διαδηλωτές, αφού τους άφησαν να
πλησιάσουν στα συρματοπλέγματα που είχαν απλωθεί στο έδαφος. Σε αυτά τα
συρματοπλέγματα έμπλεξε ο 24χρονος Τάσος Ισαάκ, και ανήμπορος να σηκωθεί
δέχθηκε την επίθεση των «Γκρίζων Λύκων», αφήνοντας την τελευταία του πνοή, από
χτυπήματα με πέτρες, ξύλα, και κλοτσιές. Ένα μήνα μετά, η γυναίκα του έφερε
στον κόσμο την κόρη τους την Αναστασία.
Στις 14
Αυγούστου του 1996, τελέστηκε στο Παραλίμνι η κηδεία του Τάσου Ισαάκ, η οποία
έγινε η αφορμή για νέα επεισόδια. Μετά την κηδεία ομάδα μοτοσικλετιστών
αποφάσισε να πάει στο σημείο της δολοφονίας στην νεκρή ζώνη για να καταθέσει
λίγα λουλούδια. Η προσπάθεια της κυπριακής αστυνομίας και των αδρών του ΟΗΕ να
τους εμποδίσουν υπήρξε ανεπιτυχής και έτσι οι διαδηλωτές βρέθηκαν στην νεκρή
ζώνη απέναντι από του Τούρκους στρατιώτες. Έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί, οι
οποίοι αντί να διαλύσουν το πλήθος το εξαγρίωσαν. Μεταφέρθηκαν οι τραυματίες
προς τις ελεύθερες περιοχές και οι υπόλοιποι συνέχισαν να βαδίζουν προς το
τουρκικό φυλάκιο. Ακολούθησαν και άλλοι πυροβολισμοί. Ένας μαυροφορεμένος
νεαρός, ζητάει τσιγάρο και αρχίζει να τρέχει προς τον ιστό της τουρκικής σημαίας.
Η τηλεοπτική κάμερα του Γιάννη Κολιγλιάτη, ο οποίος είχε έρθει από την Ελλάδα
για να καλύψει την κηδεία του Ισαάκ, έγινε η «πένα» που έγραψε μια σελίδα της
ιστορίας.
«Εγώ πηγαίνω να κατεβάσω το πανί», λέει ο Σολωμού,
στον άνθρωπο που άνοιξε το πακέτο δίνοντας του το τελευταίο τσιγάρο.
«Που πας ρε
μαλ.... Γύρνα πίσω. Θα σου ρίξουν….». Δεν πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και ο
Σολωμού σκαρφαλώνει στον ιστό. Ακούγονται τρεις πυροβολισμοί και ο
Σολωμός αγκαλιάζοντας τον ιστό γλιστράει στο έδαφος πνιγμένος στο αίμα.
Συνεχίσουν να ακούγονται πυροβολισμοί και το πλήθος πέφτει στο χώμα. Τραυματίστηκαν
11 άτομα μεταξύ των οποίων και στρατιώτες της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ.