ἈΠΟ ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΜΑΧΗΤΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ἈΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

         Του Νικόλαου Π. Σοϊλεντάκη, ΔρΝομ. Πρόεδρος Ἐφετῶν Διοικ. Δ/ρίων ἐ.τ.




      1. Εἰσαγωγή. Ἡ Θράκη ὡς γεωγραφικός ὅρος περιλαμβάνει τή σημερινή νότια Βουλγαρία, δηλαδή τήν ἄλλοτε Ἀνατολική Ρουμελία (35.000/36.000 τχλμ)[1], τήν Ἀνατολική (Τουρκική) Θράκη (34.615/23.764 τχλμ) πού κάθε μία ἔχει ἔκταση μιάμισυ φορά τήν Πελοπόννησο (21.643/21.550 τχλμ) καί τή Δυτική ἤ Νοτιοδυτική, ὅπως όνομάζει ἡ Τουρκία τήν Ἑλληνική Θράκη (8.580/8.578 τχλμ), μέ ἔκταση περίπου ὅσο ἡ Κρήτη (8.300/8.303 τχλμ).

      2. Ἡ ἐνσωμάτωση. Μέ τή λήξη τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ πολέμου, ἡ Τουρκία μέ τή Συνθήκη τοῦ Λονδίνου (30.5.1913) παραιτήθηκε ὑπέρ τῶν Συμμάχων ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐδαφῶν της δυτικά τῆς γραμμῆς Αἴνου-Μηδείας[2]. Ἡ Δυτική Θράκη περιῆλθε στή Βουλγαρία μέ τή Συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου (28 Ἰουλίου/8 Αὐγ. 1913, ΦΕΚ Α΄ 217/28.10.1913), στήν ὁποία δέν συνεβλήθη ἡ Τουρκία. Ἡ Βουλγαρία μέ τήν Τουρκία συνῆψαν τήν Συνθήκη τῆς Κωνσταντινουπόλεως στίς 17 Σεπτεμβρίου 1913, πού ἀφοροῦσε στήν Ἀνατολική Θράκη, τήν ὁποία εἶχε ἀνακαταλἀβει ἡ Τουρκία κατά τόν Β΄ Βαλκανικό πόλεμο. Ἐπακολούθησε ἡ Τουρκοβουλγαρική Σύμβαση τῆς Σόφιας τοῦ 1915, διά τῆς ὁποίας ἡ Τουρκία, ἡ ὁποία εἶχε ταχθεῖ μέ τό μέρος τῆς Γερμανίας στόν ἐκραγέντα Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ἐξεχώρησε στή Βουλγαρία τό ἐπί τῆς δεξιᾶς ὄχθης τοῦ Ἕβρου ποταμοῦ μικρό τριγωνικό τμῆμα τῆς Δυτικῆς Θράκης (Τρίγωνο Κάραγατς), ὡς ἀντάλλαγμα, γιά νά ἐξέλθει στόν πόλεμο μέ τίς Κεντρικές Δυνάμεις κατόπιν πιέσεως τῆς Γερμανίας.

       Ὅταν ἔληξε ὁ Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος[3], ἡ ἡττημένη Βουλγαρία μέ τή Συνθήκη τοῦ Νεϊγύ (27.5.1919, ν. 2433/25.3-23.7.1920)  παραιτήθηκε «ὑπέρ τῶν κυριωτέρων συμμάχων καί συνασπισμένων δυνάμεων ἀπό ὅλα τά δικαιώματα καί τούς τίτλους ἐπί τῶν ἐδαφῶν τῆς Δυτικῆς Θράκης». Ἡ Δυτική Θράκη τελοῦσε ὑπό Διασυμμαχική Διοίκηση, μέχρι τῆς ὑπογραφῆς στίς 10 Αὐγούστου 1920 μεταξύ τῶν Συμμάχων καί τῆς Ἑλλάδος τῆς Συνθήκης περί Θράκης[4]. Κατά τό ἄρθ. 1 τῆς Συνθήκης «Αἱ προέχουσαι σύμμαχοι καί συνασπισμέναι Δυνάμεις...μεταβιβάζουσιν εἰς τήν Ἑλλάδα....πάντα τά δικαιώματα, ὡς καί τούς τίτλους, ἅτινα ἔχουσιν ἐκ τοῦ ἄρθ. 48 τῆς μετά τῆς Βουλγαρίας ὑπογραφείσης ἐν Νεϊγύ τῇ 27η Νοεμβρίου 1919...Συνθήκης Εἰρήνης ἐπί τῶν ἐδαφῶν τῆς Θράκης, ἅτινα ἀνῆκον εἰς τήν Βουλγαρικήν μοναρχίαν...». Ἡ Συνθήκη περί Θράκης κυρώθηκε μέ τό Ν.Δ. τῆς 29ης 9.1923 (ΦΕΚ Α΄330/15.11.1923).

Ἀκολούθησε ἡ Συνθήκη τῶν Σεβρῶν (10.8.1920), πού ἀφοροῦσε στήν Ὀθωμανική αὐτοκρατορία, κυρωθεῖσα μέ τόν ν. 2492/10.9.1920, μέ τήν ὁποία (ἄρθ. 84) ἡ Δυτική Θράκη, ἡ Ἀνατολική Θράκη μέχρι τήν Τσατάλτζα,  ἡ Ἴμβρος καί ἡ Τένεδος προασαρτήθησαν κυριαρχικῶς στήν Ἑλλάδα. Ἀντίθετα, ἡ Τουρκία μετεβίβασε στήν Ἑλλάδα τήν ἐνάσκηση τῶν κυριαρχικῶν δικαιωμάτων  τῆς Σμύρνης καί τῆς εὐρύτερης περιοχῆς της.

          Ἡ ἑνιαία Θράκη (Δυτική καί Ἀνατολική) ἀπετέλεσε τή Γενική Διοίκηση Θράκης, μέ ἕδρα τήν Ἀδριανούπολη καί διαιρέθηκε σέ ἕξι νομαρχίες καί εἴκοσι δύο ὑποδιοικήσεις, πού στελεχώθηκαν μέ ὑπαλλήλους γλωσσομαθεῖς, γνῶστες τῆς περιοχῆς πεπειραμένους, ἀνεξαρτήτως φυλῆς ἤ θρησκεύματος. Συνεστήθησαν ἐφορίες, δικαστήρια[5], λιμεναρχεῖα, γεωργικοί συνεταιρισμοί, κατασκευάσθηκαν ἐγγειοβελτιωτικά καί ὁδοποιητικά ἔργα καί μέχρι τήν καταστροφή τοῦ 1922 ἡ Θράκη διοικήθηκε μέ ἰσονομία καί μετριοπάθεια καί γενικώτερα ἐπωφελῶς, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τά πεπραγμένα τῆς Πολιτικῆς Διοικήσεως πού δημοσίευσε ὁ Γενικός Διοικητής Χαράλαμπος Βοζίκης[6]. Τά κατά τήν τουρκοκρατία τοπωνύμια πού ἀλλοιώθηκαν, ἀποκαταστάθηκαν ἀπό ἐπιτροπή, στήν ὁποία μεγίστη ἐάν ὄχι ἀποφασιστική ἦταν ἡ συμβολή τοῦ Γ. Λαμπουσιάδη, καθηγητή ἐπί σαράντα χρόνια στήν Ἀδριανούπολη, καί τοῦ μητροπολίτη Μυριοφύτου καί Περιστάσεως Σωφρονίου[7]. Ἡ εὐνομία, ἡ ἀσφάλεια καί πνεῦμα συναδελφώσεως ἐπικράτησαν μεταξύ τῶν ἐθνοτήτων, ὅπως ἔγραψε ἡ ἰταλική ἐφημερίδα Giornale di Firenze, πού ἐξέφραζε τήν κάθε ἄλλο παρά εὐμενῶς διακείμενη πρός τήν Ἑλλάδα ἰταλική πολιτική. Στίς ἐκλογές τῆς 1ης Νοεμβρίου 1920, στή Θράκη ἐπί 52 βουλευτικῶν ἑδρῶν ἐξελέγησαν 30 ἕλληνες, 20 μουσουλμᾶνοι καί ἕνας ἀρμένιος καί ἰσραηλίτης βουλευτής, ἀπόδειξη τῆς ἑλληνικῆς πλειοψηφίας, τήν ὁποία εἶχε διαπιστώσει καί ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Ἀμερικανικοῦ Τύπου Heate.

          Ἡ ἐπιδίκαση τῆς Θράκης στήν Ἑλλάδα δέν ἦταν εὔκολη. Κατεστάλη τό Κίνημα τοῦ συνταγματάρχη Τζαφέρ Ταγιάρ, ὁ ὁποῖος διέθετε ἰσχυρή στρατιωτική δύναμη τριῶν μεραρχιῶν (21.000 ἄνδρες, 82 πυροβόλα, ἐκ ταῶν ὁποίων 26 βαριά)[8] καί συνεννοεῖτο ταυτόχρονα μέ τήν Ὑψηλή Πύλη καί μέ τόν Κεμάλ. Μέ γαλλική ὑποκίνηση εἶχε κηρύξει τήν αὐτονομία τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης καί μέ ἰσραηλινή οἰκονομική ἐνίσχυση σχημάτισε «κυβέρνηση» ἀπό τούρκους καί βούλγαρους. Μάλιστα, ὁ Ταγιάρ προσπάθησε νά πειθαναγκάσει τόν μητροπολίτη Ἀδριανουπόλεως Πολύκαρπο[9] νά ὑπογράψει κείμενο ὅτι τό ποίμνιό του προτιμοῦσε τήν τουρκική διοίκηση[10]. Ὁ Ταγιάρ διαφεύγοντας πρός τά βουλγαρικά σύνορα  συνελήφθη στίς 14 Ἰουλίου 1920 ἀπό ἕλληνες χωρικούς καί παρεδόθη στόν τότε ἀνθυπολοχαγό καί μετέπειτα στρατηγό καί ὑπουργό Σόλωνα Γκίκα.  

          Στίς 7 Ἰουλίου 1920 ἡ Μεραρχία Σμύρνης ἀπό τήν Πάνορμο καί τήν μέ βοήθεια τοῦ ἀγγλικοῦ στόλου, ἀποβιβάσθηκε καί κατέλαβε τήν Ἡράκλεια καί τή Ραιδεστό καί προήλασε πρός τήν Ἀδριανούπολη, ἀφοῦ κατέλαβε την Τυρολόη, ἐνῶ ἡ Μεραρχία Ξάνθης διέβη τόν Ἕβρο. Στίς 13 Ἰουλίου εἰσῆλθε στήν Ἀδριανούπολη ὁ βασιλιάς Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος παρακολούθησε τήν ἀποβατική ἐνέργεια στἠ Ραιδεστό καί, ὅπως ὁ παππούς του Γεώργιος Α΄το 1912, ἀκολουθοῦσε τόν Στρατό. Στή δοξολογία, ὁ μητροπολίτης Πολύκαρπος ἄρχισε τόν πανηγυρικό μέ τήν ἐρωτηματική φράση «Εἶναι ὄνειρο ἤ πραγματικότης ὅ,τι βλέπουν οἱ ὀφθαλμοί μου;». Δυστυχῶς ἦταν ὄνειρο πού διήρκησε δύο ἔτη!

          3. Ἡ προαπόφαση παραχωρήσεως τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης. Μέ τή συμφορά τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς τόν Αὔγουστο 1922, 80.000 Ἕλληνες, Ἀρμένιοι καί Κιρκάσιοι πρόσφυγες ἀπό τή Μικρά Ἀσία κατέφθασαν κυρίως στή Ραιδεστό. Μαζί τους ἀποβιβάσθηκε στίς 6/19 Σεπτεμβρίου καί τό Γ' Σῶμα Στρατοῦ (60.000 ἄνδρες), μέ ὅλο τό ὑλικό. Οἱ γηγενεῖς Θρακιῶτες ἀνησυχοῦσαν καί φοβόντουσαν ὅτι θά  ἐπαναλαμβανόταν ὅ,τι ἐπακολούθησε στή Μ. Ἀσία σέ μεγαλύτερη κλίμακα.

          Ὁ Κεμάλ, φθάνοντας στή Σμύρνη (31.8/12.9.1922), ἐδήλωσε στόν Ἄγγλο πρόξενο Λάμπ, ὅτι θεωροῦσε πώς ἡ Τουρκία βρισκόταν σέ ἐμπόλεμη κατάσταση μέ τήν Βρετανική αὐτοκρατορία καί ὅτι μόνο ἡ παραχώρηση τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης θά μποροῦσε νά ἀποτρέψει τή σύγκρουσή τους στήν οὐδέτερη (ἀγγλική) ζώνη τῶν Στενῶν τῶν Δαρδανελίων (Ἐλλησπόντου). Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Κεμάλ στή Ρώμη Τζελαλεδίν Ἀρίφ εἶχε δηλώσει στόν ἰταλικό τῦπο, ὅτι οἱ ὅροι τῆς ἀνακωχῆς θά εἶναι ἡ ἐκκένωση τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί ἡ ἐπιστροφή στήν Τουρκία τῆς Θράκης (γραμμή Ἕβρου), μαζί μέ τήν Ἀδριανούπολη καί ὁ Φεχτή Μπέης πρότεινε ἰταλοτουρκική συνεννόηση γιά τήν Ἀνατολική Μεσόγειο, διότι ὅπως δήλωσε: Συμφέρει στήν Ἰταλία νά ἐπανέλθουν ἡ Θράκη καί τά Στενά στήν Τουρκία, γιά νά μήν ἐξαπλωθεῖ «ἄλλος» στήν Ἀνατολική Μεσόγειο»[11]. Θορυβημένη ἡ Γαλλία, μέ μιά τέτοια προοπτική καί ἀπό συμφώνου μέ τήν Ἰταλία, πρότεινε στήν Ἀγγλία περαιτέρω παραχωρήσεις πρός τήν Τουρκία, καί συγκεκριμένα, τή μετατόπιση τῶν Ἑλληνικῶν συνόρων στή γραμμή Αἴνου-Μηδείας. Τό Ἀγγλικό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν δέν δέχθηκε ἐκείνη τή στιγμή νά γίνει ὁποιαδήποτε μεταβολή στή συνοριακή γραμμή Γανοχώρων-Μηδείας, στήν ὁποία εἶχε καταλήξει πρίν ἕξι μῆνες ἡ Διασυμμαχική Συνδιάσκεψη τῶν Παρισίων. Ἡ Ἀγγλία υἱοθετώντας τήν πολιτική «μή ὑποχωρήσεως καί μή προκλήσεως», διατηροῦσε τήν ἐλπίδα, ὅτι ὁ Κεμάλ θά περιοριζόταν μόνο στίς ἀπειλές. Ἐξ ἄλλου, οἱ Τοῦρκοι  ἀνίσχυροι γιά νέο πόλεμο, γνωρίζοντας τίς ἀγγλογαλλικές διαφωνίες, προσπαθοῦσαν νά ἀποκτήσουν τήν Ἀνατολική Θράκη χωρίς ἐχθροπραξίες, χρησιμοποιώντας μόνο τήν ἀπειλή τοῦ πολέμου.

          Στόν ἐπικείμενο αὐτό πόλεμο νεύρων, ὅπως παρατηρεῖται[12], βασική προϋπόθεση ἦταν ἡ ἔγκριση  ἀπό τίς ἄλλες δύο Δυνάμεις. Ὅμως, ἡ Ἀγγλία πέτυχε νά δώσει ἀφορμή στήν ἐκδήλωση ἀνοικτῆς ῥήξεως μέ τή Γαλλία καί τήν Ἰταλία. Στίς 3/16 Σεπτ. δημοσιεύθηκε στόν ἀγγλικό τῦπο ἀνακοίνωση, γραμμένη ἀπό τόν Τσώρτσιλ σέ τόνο ἡρωϊκώτερο τοῦ δέοντος, σχετικά μέ τό ἐνδεχόμενο πολέμου στά Στενά. Ἡ Γαλλία καί ἡ Ἰταλία, ὑποπτευόμενες ὅτι ἡ Ἀγγλία μέ τήν ἀνακοίνωση ἐπεδίωκε νά δεσμεύσει τή διαπραγματευτική τακτική τους, ἀπέσυραν τίς δυνάμεις τους ἀπό τήν ἀσιατική ἀκτή καί τίς μετέφεραν στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ ὑπουργός Ἐξωτερικῶν τῆς Ἀγγλίας λόρδος Κῶρζον προσπάθησε νά συγκροτήσει ἑνιαῖο συμμαχικό μέτωπο, ἀλλά ἡ Ἀγγλία, μετά ἀπό τίς συμφωνίες τῆς Γαλλίας καί Ἰταλίας μέ τήν Τουρκία τό 1921, στήν οὐσία ἦταν μόνη. Στίς 15 Σεπτεμβρίου 1922 (ν. ἡμ), ὁ Φραγκλέν Μπουγιόν, σέ συνάντησή του μέ τόν Κεμάλ στή Σμύρνη, ὑποσχέθηκε τήν ἀποδοχή τῶν Τουρκικῶν ἀπαιτήσεων[13]. Ἔτσι, ὁ Γάλλος πρωθυπουργός Πουανκαρέ ἐπέβαλε τήν ἄποψή του, τήν ὁποία εἶχε διατυπώσει καί πρό τῆς ἀναλήψεως τῆς πρωθυπουργίας τόν Ἰανουάαριο 1922,  ὅτι μοναδικός τρόπος γιά νά ἀποφευχθεῖ ὁ πόλεμος μέ τόν Κεμάλ ἦταν ἡ δημόσια δέσμευση τῶν Συμμάχων, περί παραχωρήσεως τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης στήν Τουρκία.

          Ἡ συνάντηση Κῶρζον καί Πουανκαρέ καί οἱ συνομιλίες τους ὑπῆρξαν θυελλώδεις, μέ βίαιες ἀνταλλαγές ὑβριστικῶν ἐπιθέτων, ὅταν συζητοῦσαν γιά τό πῶς ὁ τουρκικός ἐθνικισμός ἀπό τά βάθη τῆς Ἀνατολίας ἔφθασε θριαμβευτής στήν Κωνσταντινούπολη. Σέ μία ἀποστροφή του ὁ Πουανκαρέ εἶπε ὅτι δέν εἶχε διάθεση νά γίνει ὁ Λεωνίδας τῶν Θερμοπυλῶν τοῦ Λόϋδ Τζώρτζ, πρωθυπουργοῦ τῆς Μεγάλης Βρετανίας καί μόνου ὑποστηριχτή τῆς Ἑλλάδος.

          Στίς 10/23 Σεπτ. μέ κοινή ἀνακοίνωσή τους οἱ Τρεῖς Δυνάμεις καλοῦσαν τήν Τουρκία σέ διαπραγματεύσεις εἰρήνης, μέ ἀντάλλαγμα τήν προσφορά τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης. Κατά τή διακοίνωση, «Αἱ τρεῖς Συμμαχικαί Κυβερνήσεις δράττονται τῆς εὐκαιρίαςταύτης διά νά δηλώσουν ὅτι διάκεινται εὐνοϊκῶς πρός τόν ὑπό τῆς Τουρκίας ἐκφραζόμενον πόθον περί ἀνακαταλήψεως τῆς Θράκης μέχρι Μαρίτσας (Ἔβρου) καί Ἀδριανουπόλεως, ὑπό τόν ὅρον ὅτι ἡ Κυβέρνησις τῆς Ἀγκύρας δέν θά ἀποστείλει τόν Στρατόν της, κατά τήν διάρκειαν τῶν συνομιλιῶν διά τήν εἰρήνην εἰς τάς περιοχάς, εἰς ἅς διεκηρύχθη προσωρινή οὐδετερότης…».     

          Μέχρι τῆς συγκλήσεως τοῦ Συνεδρίου Εἰρήνης καί «εἰς ἀπόδειξιν καλῆς πίστεως», ἡ Ἀντάντ ἀνελάμβανε νά πείσει τήν Ἑλλάδα νά ἀποσύρει τά στρατεύματά της στήν Ἀνατολική Θράκη, σέ μιά νέα γραμμή πού θά καθόριζαν ἀπό κοινοῦ οἱ διοικητές τῶν Συμμαχικῶν Δυνάμεων στήν οὐδέτερη ζώνη καί οἱ ἐξουσιοδοτημένοι ἀντιπρόσωποι Ἑλλάδος καί Τουρκίας σέ στρατιωτική σύσκεψη γενικῆς ἀνακωχῆς στά Μουδανιά τῆς Προποντίδος στίς 20.9./3.10.1922.

 

          4. Ἡ ἀνακωχή τῶν Μουδανιῶν. Στίς 13/26 Σεπτεμβρίου  ἐκδηλώθηκε Ἐπανάσταση  τοῦ Στρατοῦ καί τοῦ Στόλου, μέ σκοπό: 1) τήν παραίτηση τοῦ βασιλέως, χάριν τῆς πατρίδος, ὑπέρ τοῦ διαδόχου, 2) τήν ἄμεσο διάλυση τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως, 3) τόν σχηματισμό κυβερνήσεως ἀχρόου καί ἐμπνεούσης ἐμπιστοσύνη στήν Ἀντάντ καί 4) τήν ἄμεσο ἐνίσχυση τοῦ Θρακικοῦ Μετώπου. 

          Οἱ άρχηγοί τῆς Ἐπαναστάσεως Πλαστήρας καί Γονατᾶς συναντήθηκαν μέ τούς πρεσβευτές τῆς Ἀγγλίας καί Γαλλίας ἀλλά ἀπογοητεύθηκαν, ὅταν πληροφορήθηκαν τήν ὁριστική ἀπόφαση νά παραχωρηθεῖ ἡ Ἀνατολική Θράκη στήν Τουρκία. Πίστευαν, ὅτι μέ τήν ἀπομάκρυνση τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου, θά ἄλλαζε ἡ στάση τους. Ὅμως, ὅπως τούς εἶπε ὁ Ἄγγλος πρεσβευτής, «πάρα πολλά γεγονότα ἔχουν συμβεῖ ἀπό τίς ἐκλογές τοῦ 1920 καί μετά, ὥστε ἡ ἀλλαγή τοῦ καθεστῶτος στήν Ἑλλάδα νά σημάνει καί ριζική ἀλλαγή τῆς στάσεως τῶν Δυνάμεων ἀπέναντί της», προσθέτωντας ὅτι ἡ Ἑλλάδα δέν θά ἔπρεπε νά περιμένει βοήθεια ἀπό τήν Ἀντάντ. Κατόπιν αὐτῶν δέν προέβαλαν καμιά ἀντίρρηση γιά τό θέμα τῆς Θράκης.

          Ἡ Ἑλληνική ἀντιπροσωπεία μετέβη μέ τό πολεμικό Σφενδόνη στή Ραιδεστό τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης καί στή συνέχεια, (γιά νά μήν ἐμφανισθεῖ ἑλληνικό πολεμικό), μέ ἀγγλικό πολεμικό στά Μουδανιά, γιά τή σύναψη ἀνακωχῆς. Ἐπρόκειτο γιά παρωδία, πού ἐπαλήθευε τή ρήση τοῦ Βρέννου Vae victis! (Οὐαί τοῖς ἡττημένοις).

          Ὅταν ἡ ἀντιπροσωπεία μας κλήθηκε στήν ἀγγλική ναυαρχίδα Σιδηροῦς Δούξ, τῆς ἀνακοινώθηκε τό σχέδιο τῶν ἀποφάσεων, πού ἔπρεπε νά ἀποδεχθεῖ. Οἱ κύριες διατάξεις του ὅριζαν τήν ἀποχώρηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ Δυτικά τοῦ Ἕβρου, μέχρι τά Βουλγαρικά σύνορα, περιλαμβανομένης στήν ἐκκενούμενη ζώνη τῆς Ἀδριανουπόλεως καί τοῦ Κάραγατς (Ὀρεστιάδος). Τή διοίκηση τῶν ἐδαφῶν, πού ἐγκατέλειπαν οἱ Ἕλληνες, θά ἀναλάμβαναν οἱ Σύμμαχοι, πού θά τήν παρέδιδαν αὐθημερόν στούς Τούρκους. Δηλαδή, ἀντί συζητήσεως περί ἀνακωχῆς, ζητοῦσαν ἀπό τήν Ἑλληνική Ἀντιπροσωπεία νά ἀποδεχθεῖ ἀποφάσεις πού προδίκαζαν τούς ὅρους τῆς Συνθήκης Εἰρήνης.

          Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ ἑλληνική ἀντιπροσωπεία εἰδοποιήθηκε ὅτι στά Τουρκοβουλγαρικά σύνορα ὑπῆρχαν Τοῦρκοι και Βούλγαροι κομιτατζῆδες ἕτοιμοι νά ἐπιπέσουν κατά τῶν ἑλλήνων, μόλις ἀποχωρήσει ὁ Ἑλληνικός Στρατός. Ὁ ἐπικεφαλής τῆς ἀντιπροσωπείας μας ὑποστράτηγος Ἀλεξ. Μαζαράκης-Αἰνιάν ἐπέσυρε τήν προσοχή τῶν Συμμάχων στρατηγῶν στήν εἴδηση καί ὑπέβαλε παρατηρήσεις γιά τούς ὅρους τῆς Συνθήκης. Ὅταν διεπίστωσε ὅτι οὐδεμία παρατήρηση ἐλήφθη ὑπ’ ὄψη, ἐδήλωσε ὅτι δεν θεωρεῖ ἑαυτόν ἐξουσιοδοτημένο νά ὑπογράψει τό Πρωτόκολλο Ἀνακωχῆς.

          Παράλληλα, ὁ Κεμάλ ἐκβίαζε τήν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων. Τήν ἑπομένη τῆς συγκλήσεως τῆς Διασκέψεως στά Μουδανιά, ἡ Τουρκική κυβέρνηση μέ διακοίνωση πρός τίς Τρεῖς Δυνάμεις ἀνέφερε: «Ἡ κυβέρνησίς μας ἔλαβεν ὑπό σημείωσιν τήν ἄνευ οὐδεμιᾶς ἀντιρρήσεως ἐπικύρωσιν τῶν ἐπί τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης Τουρκικῶν δικαιωμάτων καί ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ ταύτῃ ὑποβάλλει τάς εὐχαριστίας της εἰς τάς κυβερνήσεις τῶν Συμμάχων». Κεμαλικά στρατεύματα παραβίασαν τήν οὐδέτερη ζώνη τῆς χερσονήσου τῆς Νικομήδειας στή Μικρασιατική ἀκτή τῆς Κωνσταντινουπόλεως, βαδίζοντας πρός τόν Βόσπορο. Ὁ διοικητής τοῦ Γ΄ Σώματος ἀντιστράτηγος Κ. Ξ. Νίδερ ζήτησε ἐπειγόντως νά παραβιάσει τήν οὐδέτερη ζώνη ἀπό τήν Ἀνατολική Θράκη καί νά βαδίσει πρός τήν Τσατάλτζα καί τόν Βόσπορο. Δυστυχῶς, ἡ Κυβέρνηση ἀπέκρουσε τήν αἴτηση, γιά νά μή δώσει ἀφορμή πρός ἐκμετάλλευση τῆς «ἀνυπακοῆς» αὐτῆς εἰς βάρος τῆς Ἑλλάδος.  

Πρίν ἀπό λίγους μῆνες, τόν Ἰούλιο, εἶχε ματαιωθεῖ ἐπιχείρηση προελάσεως πρός τήν Κωνσταντινούπολη, διότι οἱ «Σύμμαχοι» δέν τήν ἐπέτρεψαν, μέ τήν ἀπειλή βιαίας ἀποκρούσεως πάσης στρατιωτικῆς μας κινήσεως.  Ὁ Οὐίνστον Τσώρτσιλ χαρακτήρισε τό σχέδιο τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐπιτελείου ἀριστοτεχνικό, ἐμπνευσμένο ἀπό τήν ἀπελπισία καί προσθέτει: «Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι οἱ Ἕλληνες ἦσαν εἰς θέση νά καταλάβουν τήν Κωνσταντινούπολη· καί μόνη ἡ ἀπειλή τῆς ἐπιχειρήσεως κατετάραξε τούς Τούρκους εἰς τήν Ἄγκυρα. Δέν ἠμπορεῖ νά ἀμφισβητηθεῖ ὅτι ἡ ὑπό τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ κατοχή τῆς Κωνσταντινουπόλεως θά ἄνοιγε εἰς αὐτόν νέους ὁρίζοντες καί ὅτι θά διευκόλυνε πάντως σέ μεγάλο βαθμό τήν ὑπέρ τῆς
Ἑλλάδος ἐξασφάλιση ἔντιμης εἰρήνης»
[14]. Δυστυχῶς, οἱ «Σύμμαχοι» καί τίς δύο φορές μᾶς ἐστέρησαν τή δυνατότητα νά ἐπιτύχουμε ἔντιμη εἰρήνη. Μετά ἀπό τίς μοιραῖες ἐκλογές τοῦ 1920, στό πρόσωπο τοῦ Κεμάλ ἔβλεπαν τήν ἀναδυόμενη Τουρκία πού θά τούς ἔδινε πολλά, ἐνῷ στήν Ἑλλάδα εἶχε ἐπιστρέψει ὁ ἀνεπιθύμητος, ὕποπτος καί ἐχθρός τους βασιλιάς Κωνσταντῖνος.

          Μέ τήν ὑπογραφή (28.9.-11.10.1922), ἀπό τίς τρεῖς Δυνάμεις (Ἀγγλία, Γαλλία, Ἰταλία) καί τήν Τουρκία (Ἰσμέτ  Ἰνονοῦ) τοῦ Πρωτοκόλλου τῶν Μουδανιῶν, ὁ Ἑλληνικός Στρατός διετάχθη νά ἐκκενώσει τήν Ἀνατολική Θράκη ἐντός 15 ἡμερῶν καί νά ἀποσυρθεῖ δυτικά τοῦ Ἕβρου. Συμμαχικές Δυνάμεις ἀνελάμβαναν νά μεταβιβάσουν τήν πολιτική ἐξουσία στίς Τουρκικές ἀρχές 30 ἡμέρες μετά τήν ἐκκένωση τῆς Θράκης ἀπό τούς κατοίκους της. Διετάχθη ἡ ἐκκένωση καί τῆς Καλλιπόλεως, ἡ ὁποία πρός στιγμή διεφάνη ὡς ἐνδεχόμενο νά περισωθεῖ, ὑπό καθεστώς πού δέν θά παρεῖχε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα στήν Ἑλλάδα.

          Ἡ ἀπόφαση στά Μουδανιά προκάλεσε ὀδυνηρό ξέσπασμα στούς στρατιῶτες.  Ὁ ἀνταποκριτής τῆς ἐφημερίδας τοῦ Καναδᾶ Τορόντο Στάρ, ὁ μετέπειτα διάσημος συγγραφέας Χεμινγουέϊ ἔγραφε στήν ἀνταπόκρισή του ἀπό τό Μουρατλί τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, στίς 3 Νοεμβρίου (ν.ἡ): «Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ ’22 ἦταν ἡ ἐξέγερση ἑνός στρατοῦ πού εἶχε προδοθεῖ ἐνάντια σ’ ἐκείνους πού θεωροῦσε ὅτι τον εἶχαν προδώσει.Οἱ παλιοί βενιζελικοί ἀξιωματικοί ἐπέστρεψαν καί ὀργάνωσαν τή Στρατιά τοῦ Ἔβρου. Γιά τήν Ἑλλάδα τοῦ ’22, ἡ Θράκη ἦταν σάν τήν μάχη τοῦ Μάρνη. Ἐκεῖ θά παιζόταν καί θά κερδιζόταν τό παιγνίδι. Ἐστάλη ἐπιπλέον Στρατός. Ὅλοι βρίσκονταν σέ πυρετώδη κατάσταση.  Κι’ ὕστερα τό ἀναπάντεχο, Οἱ σύμμαχοι χάρισαν τήν Ἀνατολική Θράκη στούς Τούρκους»[15]. Στά Μουδανιά  «ἡ Δύση  ἐπῆγε νά ζητήσει εἰρήνη, ὄχι νά ἀπαιτήσει, οὔτε νά ὑπαγορεύσει τούς ὄρους»[16].  

          5. Ἡ ἀμαχητί ἀπώλεια τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης. Ἡ προσπάθεια τῆς Ἑλλάδος νά διατηρήσει τήν Ἀνατολική Θράκη, ὑποστηρίζεται ὅτι ἦταν μάταιη[17]. Ὑποστηρίζεται[18]καί ἡ ἀντίθετη γνώμη, ὅτι ἡ Ἀνατολική Θράκη κάθε ἄλλο παρά «χαμένη» μποροῦσε νά θεωρηθεῖ. Τό Γ’ Σῶμα Στρατοῦ εἶχε διαπεραιωθεῖ ἀνέπαφο καί εἶχε ἐνισχυθεῖ. Ὅμως, τό ἠθικό του ἦταν χαμηλό. Ἀντιθέτως, ὁ Κεμαλικός στρατός  εἶχε ὑψηλό ἠθικό, φανατισμένος, ἀλλά γιά νά καταλάβει τή Θράκη ἔπρεπε: 1) νά νικήσει τίς ἀγγλικές δυνάμεις στά Δαρδανέλια καί τήν Κωνσταντινούπολη, 2) νά διαπεραιωθεῖ στή Θράκη, τή στιγμή πού ὁ Ἑλληνικός στόλος, καθ' ὅλη τή διάρκεια τῆς κρίσεως βρισκόταν στήν Προποντίδα, 3) νά νικήσει τόν Ἑλληνικό στρατό καί νά καταλάβει ὅλη τήν Ἀνατολική Θράκη. Καί ὅλα αὐτά, ἐντός ὀλίγων ἑβδομάδων, προτοῦ ἔλθει ὁ χειμώνας καί προτοῦ προλάβει νά ἀναδιοργανωθεῖ  ὁ Ἑλληνικός στρατός στή Θράκη, ὅπως καί συνέβη μέχρι τό τέλος τοῦ 1922. Κατά τόν Ἀλέξανδρο Μαζαράκη-Αἰνιᾶνα[19], μέ τά ἀνωτέρω δεδομένα μποροῦσε ἡ Ἑλλάς νά κωλυσιεργήσει ὡς πρός τήν ἐκκένωση τῆς  Ἀνατολικῆς Θράκης καί νά ὀργάνωνε τόν ἐκεῖ Στρατό της.

Παραλλήλως, στήν Ἀδριανούπολη, ἐπιτροπή τῶν πολιτικῶν καί θρησκευτικῶν ἀρχηγῶν διαφόρων ἐθνοτήτων συζητοῦσε τήν αὐτονομία τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης[20]. Στίς 25.9/9.10.1922, ὁ Βενιζέλος ἀπό τό Παρίσι, ἀφοῦ συναντήθηκε μέ τον λόρδο Κῶρζον, τηλεγράφησε στούς πληρεξουσίους τῆς Θράκης στήν Ἀθήνα: «…Ἀνατολική Θράκη ἀπωλέσθη ἀτυχῶς δι’ Ἑλλάδα καί ἐπανέρχεται εἰς ἄμεσον κυριαρχίαν Τουρκίας, ἀποκλειομένης πάσης διαμέσου λύσεως, οἵα ὑπονοουμένη εἰς τηλεγράφημά σας…Ὁλόκληρος προσπάθειά μου στρέφεται πῶς χάνοντες Ἀνατ. Θράκη νά σώσωμεν ἐν μέτρῳ δυνατῷ Θράκας. Γνωρίζετε ὅτι πᾶσαι αἱ ἐγγυήσεις ἅς συνθήκη εἰρήνης ἠδύνατο να προῒδῃ καί ἅς οἱ Τοῦρκοι θά έδέχοντο, οὐδεμίαν ἀσφάλειαν πραγματικήν ἀποτελοῦσι διά Χριστιανούς…Ὅσον τραγικόν καί ἄν εἶναι ἀνάγκη Θρᾶκες νά ἐγκαταλείψωσι την γῆν, ἥν ἀπό τόσων αἰώνων κατοικοῦσιν αὐτοί καί οἱ πρόγονοί των, δέν ὑπάρχει ἄλλο μέσον σωτηρίας δι’ αὐτούς μετά τήν θριαμβευτικήν ἐπιστροφήν τῶν Τούρκων εἰς τήν Εὐρώπην».      

          6. Ἡ ἔξοδος. Ὁ Ἑλληνικός Στρατός διετάχθη νά ἀρχίσει ἀπό τά μεσάνυκτα τῆς 1/14 Ὀκτωβρίου νά ἀποχωρεῖ. Στίς 14/27 Ὀκτωβρίου ὅλος ὁ Στρατός εἶχε ἀποσυρθεῖ δυτικά τοῦ Ἕβρου. Ἀξίζει νά παρατεθεῖ πῶς ἔβλεπε τόν Ἕλληνα στρατιώτη τότε ὁ Χέμινγουεϊ, στήν ἀνταπόκρισή του στις 3 Νοεμβρίου (ν.ἡμ) ἀπό τό Μουρατλί: «Ὅλη τήν ἡμέρα τούς ἔβλεπα νά περνοῦν ἀπό μπροστά μου. Κουρασμένοι, βρώμικοι, ἀξύριστοι, ἀνεμοδαρμένοι. Καί γύρω τους ἡ σιωπή τῆς ξαφνιασμένης Θράκης. Ἔφευγαν. χωρίς μπάντες, χωρίς ἐμβατήρια. Μόνο μέ μιά βρώμικη κουβέρτα ὁ καθένας. Καί μέ συντροφιά τά κουνούπια τῆς νύκτας. Αὐτοί οἱ ἄντρες ἦσαν οἱ σημαιοφόροι τῆς δόξας, πού πρίν λίγο καιρό λεγόταν Ἑλλάς. Κι' αὐτή ἡ εἰκόνα ἦταν τό φινάλε τῆς δεύτερης πολιορκίας τῆς Τροίας. Ἀλλά ἀκόμα καί στήν ὑποχώρηση οἱ κουρασμένοι Ἕλληνες στρατιῶτες ἔδειχναν τίς ἔξοχες ἀρετές τους. Ἔβλεπες ἀκόμη ἐκείνη τήν ὥρα στά σφιγμένα πρόσωπα, τό πεῖσμα, ἕνα πεῖσμα πού σίγουρα θά κόστιζε ἀκριβά στούς στρατιῶτες τοῦ Κεμάλ ἄν ἀναγκάζονταν νά πολεμήσουν ξανά μέ τόν στρατό αὐτό. Ἀλλά ὁ πόλεμος στή Θράκη δέν ἔγινε ποτέ...»[21].

Τραγική ἦταν ἡ ἔξοδος τῶν Ἑλλήνων ἀπό τήν Ἀνατολική Θράκη. Ἀπό τίς παραθαλάσσιες πόλεις καί χωριά ἔφυγαν, ὅσοι μποροῦσαν μέ τά καΐκια ἤ τίς μεγάλες βάρκες τους. Ἄλλοι μέ πλοῖα πού ἐπιτάχθηκαν, καί ἄλλοι μέ πλοῖα μέ κόμιστρο. Πολλοί πίστευαν ὅτι θά ἐπέστρεφαν. Ὅπως στούς Ἐπιβᾶτες, πού οἱ κάτοικοί τους πληροφορήθηκαν τούς ὅρους τῆς ἀνακωχῆς ἀπό τοιχοκολημένη ἀνακοίνωση στό κέντρο τοῦ χωριοῦ. Ἀναχώρησαν τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς πολιούχου Ὁσίας Παρασκευῆς (14 Ὀκτ.) καί ἄφησαν τόν ναό ἄθικτο.  Ὅταν ὅμως τό ρωσικό πλοῖο Λένιν, πού μετέφερε τούς τελευταίους Ἐπιβατινούς ἀπομακύνθηκε λίγο ἀπό τήν ἀκτή, ἡ γαλήνη πού ἐπικρατοῦσε στήν Προποντίδα ἔγινε τρικυμία ἐμποδίζοντας τήν ἀναχώρηση. Τό γεγονός θεωρήθηκε σημεῖο ὅτι πρέπει νά πάρουν μαζί τους τίς εἰκόνες καί τά ἱερά λείψανα τοῦ ναοῦ, γιατί δέν θά ξαναγύριζαν. «Γυρίσαμε πίσω κι ἡ θάλσσα ἔγινε πάλι λάδι, ἐκάναμε ἑσπερινό, εὐχαριστήσαμε τήν Ὁσία, πήραμε ὅ,τι μπορούσαμε καί ξεκινήσαμε χαράματα τῆς ἑπόμενης ἡμέρας. Ὅλα εἶχαν πιά χαθεῖ», ἐπιλέγει ἕνας ἐπιβατινός. Ἐπειδή δέν ἤξεραν τί θά συναντήσουν στή νέα πατρίδα ἔγιναν ἐν πλῷ 12 γάμοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προγραμματισθεῖ καί ἀναβληθεῖ[22].

Στό ἐσωτερικό τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, τά περισσότερα μεταγωγικά μέσα ἀνῆκαν σέ Τούρκους, οἱ ὁποῖοι εἴτε τά ἔκρυβαν, εἴτε ἔσπαζαν τούς τροχούς τῶν ἁμαξῶν, γιά νά ἐμποδίσουν τή μεταφορά τῆς κινητῆς περιουσίας τῶν προσφύγων. Γράφει ὁ ὑποδιοικητής τῆς Μακρᾶς Γέφυρας Ἀποστολίδης: «Ἡ ἔξοδος παρίστα σπαραξικάρδιον θέαμα. Διά τῆς πόλεως Μακρᾶς Γεφύρας, κεντρικῆς ὁδοῦ πολλῶν περιφερειῶν, ἐπί ἡμέρας καί νύκτας πολλάς διήρχοντο μυριάδες προσφύγων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί Θράκης. Θρῆνοι καί ὀδυρμοί καί ἀραί στυγεραί κατά τῶν ὑπαιτίων τῆς τραγικῆς συμφορᾶς ἐπλήρουν τούς αἰθέρας. Κατά σατανικήν σύμπτωσιν βροχή ῥαγδαία καί χάλαζα χονδρά ἔπληττον τούς ἀτυχεῖς τούτους πληθυσμούς....». Τουρκικές συμμορίες μέ ὁδηγούς καί ὀργανωτές Τούρκους ἀξιωματικούς ἐμφανίσθηκαν στήν ὕπαιθρον καί ἐπιτίθονταν κατά τῶν ἀτυχῶν προσφύγων, πού προσπαθοῦσαν νά διασώσουν τίς οἰκογένειές τους. Ἀλλά καί ὁ ὑποδιοικητής Ἀρκαδιουπόλεως Λέφας γράφει:"... ἔφευγον οἱ ἄνθρωποι ὅπως ἕκαστος ἠδύνατο. Πλούσιοι καί πτωχοί, μεγάλοι καί μικροί, παιδιά ἠγωνίζοντο νά περισυλλέξωσιν ὅ,τι ἠδύνατο νά μεταφερθῇ, ὅπως εὕρωσιν ἁμάξας καί ἐπιβιβάζοντες γυναίκας, τέκνα καί ὅσα ἐκ τῶν κινητῶν ἐπέτρεπον τά μεταγωγικά μέσα νά φύγωσι τό ταχύτερον. Ἔτι τραγική ἦτο ἡ θέσις ἀγροτικῶν πληθυσμῶν, οἱ ὁποῖοι σχηματίζοντες καραβάνια διέσχιζον τήν περιφέρειαν μέ διεύθυνσιν πρός τόν Ἕβρον αἴροντες τόν σταυρόν τοῦ μαρτυρίου... Εἶδον γυναῖκα πεσοῦσαν ἐξ ἐξαντλήσεως ἀπό τήν ὑπερπληρωμένην ἅμαξαν καί ἐκπνεύσασα, πρόσφυγα ἐξ ἀτονίας μή συγκρατηθέντα ἐπί τῶν ποδῶν του καί πεσόντα ἄπνουν ἐκ τοῦ βαγονίου, βρέφη ἀποθανόντα ἐξ ἀσφυξίας εἰς τάς ἀγκάλας δυστυχῶν χωρικῶν μητέρων... Εἰς τόν σιδηροδρομικόν σταθμόν ἐν ἀναμονῇ τῶν βαγονίων καί τῆς χορηγίας θέσεων, οἱ πρόσφυγες ἔμενον ἐκτεθειμένοι εἰς τάς ἰδιοτροπίας τοῦ θρακικοῦ φθινοπώρου μέ τόν ἄγριον ἄνεμον καί τήν βροχήν. Βήξ, στόνοι καί κλαυθμοί ἠκούοντο διαρκῶς. Φωναί ὡς ἀπό τάφων ἐζήτουν ἐπίσπευσιν τῆς ἀναχωρήσεως, ἐνῷ χεῖρες ἱκέτιδες τῶν ἱερέων ηὐλόγουν διά τελευταίαν φοράν τήν γενέτειραν γῆν καί τούς τάφους τῶν προγόνων. Οἱ ἀσθενεῖς κατέκειντο ὑπό βρεγμένα ἐφαπλώματα πυρέσσοντες. Ὁ ἐκ τῆς Διασυμμαχικῆς Ἐπιτροπῆς ἀντισυνταγματάρχης τῆς Γαλλικῆς Χωροφυλακῆς, οὐχί ἅπαξ βλέπων τά γινόμενα ἐκ τοῦ παραθύρου του ἐθεάθη δακρύων καί λέγων: «Ἀπαίσιον θέαμα, δέν ἀντέχω νά βλέπω τά βάσανα τῶν δυστυχῶν τούτων». Καί προσθέτει ὁ ἀψευδής αὐτός μάρτυς: «Ἔλαβον χώραν καί τοκετοί καθ' ὁδόν καί θάνατοι μέ ἁπλοποιημένας στιγμιαίας κηδείας. Εἰς τήν συνοδείαν αὐτήν ἐνεφανίσθη μίαν ἡμέραν καί ἡ ἐν Ἀδριανουπόλει Διασυμμαχική Ἐπιτροπή πρός ἐξέτασιν τοῦ ζητήματος τῶν λαμβανομένων τουρκικῶν ἀραμπάδων μετά τῶν ζώων. Τόσον ὅμως βαθείαν ἐντύπωσιν προὐξένησεν ἡ δυστυχία ἐκείνη καί τόσον προσήκοντας πικρούς λόγους ἤκουσεν ἀπό ἕνα ἀναξιοπαθοῦντα λαόν, ὥστε ἀπῆλθε, χωρίς νά ἐξετάσῃ ἤ νά διατάξῃ τά ὅσα ἐμελέτα μέτρα πρός ἔλεγχον τῶν ὀχημάτων». Ὅμοια εἶναι καί ἡ ἀνταπόκριση τοῦ Χέμινγουέϊ, ἀπό τήν Ἀδριανούπολη στίς 20 Ὀκτ. (ν.ἡμ), ὁ ὁποῖος καταλήγει: «Ἀπό τήν Ἀνατολική Θράκη, μόνο 250.000 χριστιανοί πρόσφυγες πρέπει να μετακινηθοῦν. Τά βουλγαρικά σύνορα εἶναι κλειστά γι’ αὐτούς. Ὑπάρχει μόνο ἡ Μακεδονία καί ἡ Δυτική Θράκη, πού μποροῦν νά δεχθοῦν τόν καρπό τῆς ἐπιστροφῆς τῶν Τούρκων στήν Εὐρώπη. Αὐτή τή στιγμή στή Μακεδονία βρίσκονται σχεδόν πεντακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες. Κανείς δέν γνωρίζει πῶς θά τραφοῦν, ὅμως τόν ἑπόμενο μῆνα σέ ὁλόκληρο τον χριστιανικό κόσμο θά ἀκουστεῖ ἡ κραυγή: Ἐλᾶτε νά μᾶς βοηθήσετε στή Μακεδονία»[23] .

Στίς 8 Νοεμβρίου 1922, παραδόθηκε ἡ Διοίκηση Ἀδριανουπόλεως στή Διασυμμαχική Ἐπιτροπή. Ἡ Ἑλληνική ἀντιπροσωπεία ἀποχαιρέτησε τόν μητροπολίτη Πολύκαρπο. Ὅλοι ἔκλαιγαν σάν μικρά παιδιά.

          7. Ἐπίλογος. Οἱ πρόσφυγες τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, ὅπως καί οἱ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, «βύθισαν νέες ρίζες στήν προαιώνια μητρόπολη, στερεώνοντας ἀκόμα πιό πολύ τή γῆ της», κατά τήν ἔκφραση τοῦ Π. Κανελλόπουλου[24],  δημιούργησαν νέους συνοικισμούς, πού οἱ περισσότεροι ἐξελίχθηκαν σέ πόλεις καί δήμους καί οἱ ὀνομασίες τους, ἀλλά καί γιά μερικούς καί ἡ τοποθεσία τους, θυμίζει τόν ἀπωλεσθέντα παράδεισό τους, «τήν πατρίδα», ὅπως: Νέα Ραιδεστός, Νέοι Ἐπιβάτες, Νέα Καλλικράτεια, Νέα Μάλγαρα, Νέο Πλαγιάρι, Νέα Ὀρεστιάς... Σήμερα παραλείπεται ἡ λέξη Νέα, μέ ἀποτέλεσμα οἱ νέοι νά ἀγνοοῦν, ὅτι δηλώνουν ἀρχαῖες πόλεις καί χωριά, πού τήν πολιτιστική τους παράδοση προσπαθοῦν νά διασώσουν ἀντίστοιχοι πολιτιστικοί σύλλογοι.

8. Ἐπίμετρο. Ἡ Τουρκία δέν ἀνέχθηκε τήν ἀπώλεια τῶν Εὐρωπαϊκῶν ἐδαφῶν, οὔτε ἀρκέσθηκε στό δῶρο τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης ἐκ μέρους τῶν «Συμμάχων» μας.  Στή Λωζάννη τό 1923  ὁ Ἱσμέτ πασάς Ἰνονού ζήτησε τήν ἐπάνοδο στά σύνορα τοῦ 1913 καί δημοψήφισμα γιά τή Δυτική Θράκη, μέ ἐπιχείρημα ὅτι ἡ Τουρκοβουλγαρική Σύμβαση τοῦ 1915 δέν εἶχε ἐπικυρωθεῖ ἀπό τόν Σουλτάνο. Ἐπιπλέον ζήτησε τή Σαμοθράκη πρός ἐξασφάλιση τῶν Στενῶν τοῦ Ἑλλησπόντου.

Ὁ Ἰνονού ἀκολουθοῦσε τή διακήρυξη τοῦ Ἐθνικοῦ Συμβολαίου τοῦ Κεμάλ τό 1920 στή Σεβάστεια: «Σκοπός μας εἶναι ἡ Δυτική Θράκη νά παραμείνει σέ τουρκικά χέρια ὡς ἑνιαῖο σύνολο καί σέ κατάλληλο χρόνο καί εὐκαιρία νά ἑνωθεῖ μέ τήν Μητέρα πατρίδα. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε τήν ἀπαλλοτρίωση τοῦ Τουρκικοῦ αὐτοῦ τμήματος. Οἱ ἀδελφοί μας τῆς Δυτικῆς Θράκης σέ πρῶτο βῆμα πρέπει νά ἀγωνισθοῦν γιά νά κερδίσουν τήν ἀνεξαρτησία καί τήν αὐτονομία τῆς Δυτικῆς Θράκης». Διακήρυξη ἐπαναλαμβανόμενη ἔκτοτε μέ διαφορετική φρασιολογία.

Ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς ἡττημένης Ἑλλάδος Ἐλευ. Βενιζέλος προέβαλε ὅτι οἱ Τοῦρκοι παραιτήθηκαν ἀπό τή Δυτική Θράκη μέ τίς Συνθῆκες τοῦ Λονδίνου καί Βουκουρεστίου, ὅτι κατά τόν Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο παραχώρησαν τίς περιοχές Διδυμοτείχου καί Κάραγατς στή Βουλγαρία ἐξ ἰδίας πρωτοβουλίας κατόπιν διαπραγματεύσεων. Ὅπως χαρακτηριστικά ἐτόνισε: «Ἡ ἔκτασις αὐτῆς τῆς περιοχῆς ῥυθμίσθηκε ἀπό τή Συνθήκη τοῦ Νεϊγύ, μέ τήν ὁποία ἡ κυβέρνηση τῆς Ἀγκύρας δέν εἶχε καμία σχέση, διότι πρό τοῦ πολέμου ἡ περιοχή αὐτή ἐκχωρήθηκε ἀπό τήν Τουρκία ἐξ ἰδίας πρωτοβουλίας κατά τόν πόλεμον, ὕστερα ἀπό διαπραγματεύσεις μέ τήν Βουλγαρία, καί ὄχι ὑπό τήν πίεση στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων, εἴτε μιᾶς ἥττας στό πεδίο τοῦ πολέμου». Ὡς πρός τό δημοψήφισμα ἀντέτεινε ὅτι ἡ ἀναλογία Τούρκων καί Ἑλλήνων εἶναι ἕνα πρός δύο.

Ὁ Ἰνονού ἐπέμεινε καί προέβαλε ὅτι ἡ Δυτική Θράκη ἦταν ἀπαραίτητη γιά τή στρατιωτική ἀσφάλεια τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης. Ὁ Βενιζέλος ἰσχυρίσθηκε ὅτι ἦταν ἀστήρικτο τό αἴτημα διότι, μέ τήν ἴδια λογική θά ἔπρεπε νά δοθεῖ στήν Τουρκία ἡ Ἀνατολική Μακεδονία γιά νά ἐξασφαλισθεῖ ἡ Δυτική Θράκη καί στή συνέχεια ἡ Κεντρική Μακεδονία γιά ἐξασφάλιση τῆς Ἀνατολικῆς ὥσπου νά φθάσουμε στή θάλασσα. Καί κατέληξε: «Ἡ Ἑλλάς ἐπλήρωσε ἤδη γιά τά λάθη της καί δέν εἶναι δυνατόν νά τῆς ζητηθεῖ τίποτε περισσότερο»

Νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ Τουρκική ἀντιπροσωπεία ἀξίωσε νά καταχωρηθοῦν στό 24ο πρακτικό ἐπί λέξει τά ἑξῆς: «Ὁ Ἰσμέτ πασάς ἐδήλωσεν ἐπανειλημένως ὅτι ἡ Κυβέρνησις τῆς Μεγάλης Ἐθνικῆς Συνελεύσεως τῆς Τουρκίας οὐδεμίαν ἔχει βλέψιν ἐπί τῶν ἐδαφῶν τῆς παλαιᾶς Τουρκικῆς Αὐτοκρατορίας, τά ὁποῖα παρέμειναν ἐκτός τῶν συνόρων τῆς Τουρκίας. Τό σημερινόν Τουρκικόν κράτος συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν κρατῶν ἐκείνων, τά ὁποῖα ἐπιθυμοῦν ὅλως ἰδιαιτέρως νά περιορίσουν τήν ἐξουσίαν των εἰς τό ἴδιον αὐτῶν ἔδαφος…». Στίς 30 Ἰανουαρίου 1923 ὑπογράφηκε ἡ Σύμβαση περί ὑποχρεωτικῆς ἀνταλλαγῆς τῶν πληθυσμῶν μεταξύ Ἑλλάδος καί Τουρκίας. Τῆς ἀνταλλαγῆς ἐξαιρέθηκαν κατόπιν τουρκικῆς ἐπιμονῆς, ὅπως ρητῶς ἀναφέρεται, οἱ Μουσουλμᾶνοι στό θρήσκευμα τῆς Δυτικῆς Θράκης ἀλλά Ἕλληνες ὑπήκοοι «καί οἱ ἐγκατεστημένοι (établis) στήν Κωνσταντινούπολη Ρωμιοί», βάσει τῆς ἀρχῆς τῆς ἀμοιβαιότητος (ἄρθ. 47). Ἐξ ἄλλου, κατά τό ἄρθρο 27 τῆς Συνθήκης ἀπαγορεύεται ῥητῶς ὁποιαδήποτε τουρκική ἐπέμβασις στόν πολιτικό, διοικητικό καί δικαστικό τομέα τῆς Δυτικῆς Θράκης. Ἡ Συνθήκη Εἰρήνης τῆς Λωζάννης κυρώθηκε μέ τό Ν.Δ. 238/25.8.1923[25].





[1] Ν. Σοϊλεντάκης, Ἱστορία τοῦ Θρακικοῦ Ἑλληνισμοῦ, Ἀθήνα, Παπαζήσης, 2004, τομ. Α΄ σ. 353-413, ὅπου ἐκτενής παράθεση τῆς διοικητικῆς ὀργανώσεως τῆς Αὐτόνομης Ἡγεμονίας τῆς Ἀνατολικῆς Ρουμελίας καί γιά τόν ὀρθό ὅρο Ρουμελία ἀντί Ρωμυλία. 

2. Μέ τό ἄρθ. 2 τῆς Συνθήκης παραχωρήθηκαν στούς νικητές (στά Βαλκανικά κράτη, Σερβία, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο καί Ἑλλάδα) ὅλα τά εὐρωπαϊκά ἐδάφη πού βρίσκονταν δυτικά τῆς γραμμῆς Αἴνου - Μηδείας, ἐκτός τῆς Αλβανίας, πού δημιουργούνταν ὡς ἀνεξάρτητη Ἡγεμονία. Οι Σύμμαχοι και η Τουρκία (ἄρθρο 3) άνέθεταν στίς έξι Μεγάλες Δυνάμεις (ὑπό τήν Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη πού συνέχιζε τίς συνομιλίες), τή χάραξη τῶν συνόρων καί τόν διακανονισμό τῶν ζητημάτων ποὐ ἀφοροῦσαν στήν Ἀλβανία, καί τούς παρεῖχαν τή δυνατότητα (ἄρθρο 5) νά ἀποφανθοῦν γιά τήν τύχη τῶν ἑλληνικῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου, ἐκτός τῆς Κρήτης (ἄρθρο 4) γιά τήν ὁποία ἡ Πύλη παραιτεῖτο «ὑπέρ τῶν συμμάχων Ἡγεμόνων πάντων τῶν ἐπί τῆς Νήσου κυριαρχικῶν δικαιωμάτων της».

 

[3] Μέ τή λήξη τοῦ Μεγάλου Πολέμου (Α΄ Παγκόσμιος ὀνομάσθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), ὑπογράφηκαν τέσσερεις Συνθῆκες Εἰρήνης μέ τούς Συμμάχους καί τίς Κεντρικές Δυνάμεις.. Ἡ Συνθήκη τοῦ Νεϊγύ μέ τή Βουλγαρία, τῶν Βερσαλλιῶν μέ τή Γερμανία, τοῦ Τριανόν μέ τήν Αὐστροουγγαρία και τῶν Σεβρῶν μέ τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία.    

[4] Ν. Σοϊλεντάκης, Ἱστορία τοῦ Θρακικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὰνωτ. τομ. Β΄ σ. 96-113

[5] Ν. Σοϊλεντάκης, Ἱστορία τοῦ Θρακικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀνωτ. τομ. Β΄ σ. 565-569, ὅπου ὁ πίνακας τῶν διορισθέντων δικαστῶν, εἰσαγγελέων, γραμματέων καί δικηγόρων.

[6] Ν. Σοϊλεντάκης, Ἱστορία τοῦ Θρακικοῦ Ἑλληνισμοῦ,  ἀνωτ. τομ. Β΄ σ. 117-126. Χαράλαμπος Βοζίκης (1862-30.7.1937) πολιτικός,  πρόεδρος τῆς Βουλῆς (1933-1935).

[7] Ν. Σοϊλεντάκης, Ἱστορία τοῦ Θρακικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀνωτ. τομ. Β΄ σ. 521-563.ὅπου ὁ πίνακας τῶν παλαιῶν καί νέων ὀνομάτων τῶν πόλεων καί χωρίων τῆς Θράκης. Γεώργιος Λαμπουσιάδης (1858-1926), Σωφρόνιος Σταμούλης ἀπό τή Συληβρία (21.1.1875-19.8.1960), μετά τό 1922 διετέλεσε μητροπολίτης ἀρχικά Βερροίας καί ἐν συνεχείᾳ Ἐλευθερουπόλεως.

[8] Λ. Παρασκευόπουλος, Ἀναμνήσεις ἀπό τή Μικρασιατική Ἐκστρατεία, ἔκδ. Τό Βῆμα, 2022, σ. 351 ἑπ..

[9] Πολύκαρπος Βαρβάκης, ἀπό τά Ἀλάτσατα Μ. Ἀσίας (27.7.1862-5.2.1945), μετά τό 1922 διετέλεσε ἐπ’ ὀλίγον μητροπολίτης Ὀρεστιάδος καί Ἀδριανουπόλεως καί μετέπειτα Χίου (1931-1933).

[10] Ν. Σοϊλεντάκης, Ἱστορία τοῦ Θρακικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀνωτ. τομ. Β’ σ. 114

[11] ἐφημ. Ἑστία 25 Αὐγ. 1922.

[12] Ἰ. Γιαννουλόπουλος σέ Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν, τομ. ΙΕ' σ. 249.

[13] Κεμάλ Ἀτατούρκ, Ὁμιλίες, 1995, ἔκδ. Λιβάνη, σ. 231 ἑπ..

 [14] Ἀρχηγεῖον Στρατοῦ/Διεύθυνσις Ἱστορίας Στρατοῦ, Ἐπιχειρήσεις εἰς Θράκην 1969 (ἀνατύπωση 1986) σ. 74-77, Χρ. Ἀγγελομάτης, Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας Ἑστία, χ.χ. σ. 161 ἑπ. Σ. Μαρκεζίνης Πολιτική Ἱστορία τῆς Συγχρόνου Ἑλλάδος, Πάπυρος, τομ. 1ος σ. 323-331, Ν. Σοϊλεντάκης, Ἱστορία τοῦ Θρακικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀνωτ. τομ. Β’, σ. 139   

[15] Φρ. Γερμανός, Ὁ Χεμινγουέϊ στήν Ἑλλάδα,  Διαβάζω τεῦχ. Νο 159, (13.1.1987), σ. 23, Ἔρν. Χέμινγουέϊ, Μέ ὑπογραφή Χέμινγουέϊ, 2010, ἐκδ. Καστανιώτη, σ. 365

[16] Ἔρν. Χέμινγουέϊ, Μέ ὑπογραφή Χέμινγουέϊ, ἀνωτ. σ. 346

[17]ἐκτενέστερα , Ἀρχηγεῖον Στρατοῦ/Διεύθυνσις Ἱστορίας Στρατοῦ, Ἐπιχειρήσεις εἰς Θράκην, ἀνωτ. σελ. 117 ἑπ. καί Γενικόν Ἐπιτελεῖον Στρατοῦ/Διεύθυνσις Ἱστορίας Στρατοῦ, Ἐπίτομη Ἱστορία Ἐκστρατείας Μικρᾶς Ἀσίας, 1967 (ἀνατύπωσις, 1986), σελ. 475 ἑπ.

[18] Ἰ. Γιαννουλόπουλος, σέ Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν, τομ. ΙΕ', σελ. 250

[19] Ἀλεξ. Μαζαράκης-Αἰνιάν, Ἀπομνημονεύματα,1949, Ἴκαρος, σελ. 326

[20] Καλ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Θράκη, Μορφές καί Γεγονότα, 1991, Πιτσιλός, σελ. 141

[21] Φρ. Γερμανός, Ὁ Χεμινγουέϊ στήν Ἑλλάδα, ἀνωτ., σ. 23.

[22] Γ. Καριώτης, Νέοι Ἐπιβάτες, εἰκόνες ἀπό τό παρελθόν, ἔκδ. BSA adv. Θεσ/νίκη, χχ. σ. 14-15

[23] Χεμινγουέϊ, Μέ ὑπογραφή Χεμινγουέϊ, σ. 342  

[24] Π. Κανελλόπουλος, Ἕνα γράμμα, στό βιβλίο τοῦ Ἠλία Βενέζη Μικράσία Χαῖρε, Ἀθήνα 1974, Ἑστία (ἀνατύπωση,Τό Βῆμα, 2022) σ. 132

[25] ἐκτενέστερα, Ν. Σοϊλεντάκης, Ἱστορία τοῦ Θρακικοῦ Ἑλληνισμοῦ, τομ. Β΄ σ.148-162

Νεότερη Παλαιότερη