ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΑ: Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ (Η ΤΡΙΤΗ ΑΛΩΣΗ)

       

                Επιμέλεια κειμένου: Βασίλειος Δημ. Γεωργιόπουλος

               Οι κύριοι στόχοι των Σεπτεμβριανών

          Με την ονομασία «Σεπτεμβριανά» έμεινε στην ιστορία το οργανωμένο πογκρόμ της νύχτας της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, εξ ου και η ονομασία, που συνέβη στη Κωνσταντινούπολη, όταν καθοδηγούμενος τουρκικός όχλος προκάλεσε βίαια επεισόδια κατά των περιουσιών των Ελλήνων ομογενών και των Αρμένιων, πλην όμως Τούρκων υπηκόων, καθώς και άλλων μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, λεηλατώντας και πυρπολώντας ελληνικά καταστήματα, σπίτια, σχολεία και βεβηλώνοντας εκκλησίες ακόμα και νεκροταφεία δημιουργώντας τρομοκρατία και ανασφάλεια για τις υφιστάμενες μειονότητες. Αφορμή έδωσε μια βομβιστική επίθεση στο πατρικό σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στην Θεσσαλονίκη, που όπως αποδείχτηκε στην συνέχεια ήταν σκηνοθετημένη προβοκάτσια από την ίδια την τουρκική κυβέρνηση.

          Τα «Σεπτεμβριανά» αποτελούν ένα μέρος ενός μακρύ καταλόγου διώξεων κατά αλλοθρήσκων μειονοτήτων, οι οποίοι ξεκίνησαν περίπου στα τέλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εντάθηκαν από την εποχή των Νεοτούρκων και ύστερα.

          Η πορεία της ελληνικής μειονότητος της Κωνσταντινούπολης κατά την περίοδο 1923 - 1947

          Το 1927, τρία χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης η ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινουπόλεως περιοριζόταν στις 100.000 περίπου άτομα, συν άλλες 26.000 Έλληνες πολίτες, ενώ κατά το 1924, μερικούς μήνες μετά την υπογραφή της συνθήκης ο ελληνικός πληθυσμός της ευρύτερης Κωνσταντινουπόλεως υπολογιζόταν σε 298.000 άτομα. Όσοι Έλληνες παρέμειναν στην Κωνσταντινούπολη υποτίθεται ότι προστατεύονταν από διάφορες πρόνοιες της συνθήκης.

          Από την επομένη όμως της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης η Τουρκία άρχισε να περιορίζει τα δικαιώματα που παρείχε στους Έλληνες η συνθήκη, καταπατώντας με απροκάλυπτο τρόπο διάφορα άρθρα της και ασκώντας με παντοιοτρόπως ποικίλες πιέσεις στους μειονοτικούς και στο ίδιο το Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Και όλα αυτά χωρίς να υπάρξει ουδεμία αντίδραση από το ελληνικό κράτος, πλην ελαχίστων περιπτώσεων. Ενδεικτικώς και πολύ περιληπτικώς αναφέρονται μερικά μόνον από τα μέτρα που έλαβε το τουρκικό κράτος κατά των Ελλήνων μειονοτικών: κατά καιρούς αυθαίρετες απελάσεις ομογενών και δη σημαινόντων προσώπων, απαγόρευση εξασκήσεως πολλών επαγγελμάτων σε Έλληνες, κατασχέσεις περιουσιών, επεμβάσεις στις εκλογές των ομογενειακών ιδρυμάτων, παρεμβολή διαφόρων προσκομμάτων στην ομαλή οργάνωση και λειτουργία των εκπαιδευτηρίων και ένα σωρό άλλα.

          Αποκορύφωμα της τουρκικής εχθρικής πολιτικής κατά της ελληνικής μειονότητας ήταν η στρατολόγηση είκοσι κλάσεων ομογενών, ηλικίας 25 – 45 ετών, το 1941 και η αποστολή τους σε νέα «τάγματα εργασίας» (amele taburlarι) προς πραγματοποίηση εκχιονισμών, εκβραχισμών και έργων οδοποιίας στα βάθη της Τουρκίας, υπό άθλιες καιρικές συνθήκες. Όλα αυτά μετά την πλήρη επιβολή της τριπλής γερμανο-ιταλό-βουλγαρικής κατοχής στην Ελλάδα.

          Τέλος, το πιο εξοντωτικό μέτρο κατά της ομογένειας υπήρξε η περιβόητη «φορολογία περιουσίας» (varlιk vergisi) – «βαρλίκι» για τους ντόπιους Κωνσταντινουπολίτες. Σύμφωνα μ’ αυτόν το νόμο, οι τουρκικές αρχές, με αυθαίρετο τρόπο, όρισαν για τους μειονοτικούς φόρο που έφθανε να είναι διπλάσιος ή και τριπλάσιος της συνολικής αξίας της περιουσίας τους. Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν κατέβαλλε τον φόρο εντός δεκαπέντε ημερών, οι έφοροι είχαν δικαίωμα να κατάσχουν κάθε κινητή και ακίνητη περιουσία του. Αργοπορία τριάντα ημερών σήμαινε τον εκτοπισμό των «οφειλετών» σε ειδικά στρατόπεδα και εκτέλεση καταναγκαστικών έργων. Αποτέλεσμα αυτού του νόμου υπήρξε η δήμευση πολλών περιουσιών (αφού οι ομογενείς εκλήθησαν να πληρώσουν μέχρι και δεκαπλάσια από τα νομίμως αναλογούντα σ’ αυτούς – σε αντίθεση με τους Τούρκους, που πλήρωναν συμβολικά ποσά) ή η πώλησή τους σε Τούρκους έναντι ποσών ευτελέστατων. Επίσης, πάρα πολλοί Έλληνες οδηγήθηκαν στην Ανατολία για καταναγκαστικά έργα. Πολλοί εξ αυτών πέθαναν από τις κακουχίες, ενώ όσοι σώθηκαν επέστρεψαν σε άθλια κατάσταση στις αρχές του 1944, και όταν πλέον άρχισε να διαφαίνεται στον ορίζοντα η ήττα της ναζιστικής Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Βάσει αυτού του νόμου η ελληνική ομογένεια, αν και αποτελούσε λιγότερο από το 0,5% του συνολικού πληθυσμού της Τουρκίας, εκλήθη να πληρώσει το 20% του συνολικού ποσού του φόρου.

          Γενικώς, η τουρκική κυβέρνηση, με τα μέτρα που έλαβε εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως έπληξε καίρια τους κοινωνικούς, πολιτικούς, πολιτιστικούς και οικονομικούς θεσμούς της ελληνικής μειονότητας.

          Μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και ιδίως μετά το 1947, η Τουρκία αναγκάστηκε να χαλαρώσει τα μέτρα κατά της ελληνικής μειονότητας, καθώς η Ελλάδα βρέθηκε με το μέρος των νικητών του πολέμου, ενώ η Τουρκία είχε τηρήσει ευμενή ουδετερότητα προς την ναζιστική Γερμανία και ευρίσκετο σε πολύ δύσκολη θέση, ιδίως έναντι της Σοβιετικής Ένωσης. Εξάλλου, μετά την δημιουργία του Ν.Α.Τ.Ο. και την ένταξη της Τουρκίας και της Ελλάδος στον οργανισμό αυτό το 1952, οι σχέσεις των δύο χωρών έγιναν αρκετά πιο φιλικές.

          Η αναγέννηση της ελληνικής μειονότητας κατά τα έτη 1947 – 1955

          Μετά το 1947 βλέπουμε την ελληνική ομογένεια να αναδιοργανώνεται και να ανακάμπτει, εκμεταλλευόμενη μια αναπάντεχη χαλάρωση των ασφυκτικών όρων και συνθηκών της πολιτικής ζωής στην Τουρκία. Σ’ αυτό συνέτεινε η ίδρυση και λειτουργία κομμάτων εκτός του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, που είχε ιδρύσει ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Μετά το 1946, όταν κατ’ ουσίαν διεξήχθησαν οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές, τα δύο μεγάλα κόμματα (Ρ.Λ.Κ. του Ισμέτ Ίνονου και Δημοκρατικό Κόμμα των Τζελάλ Μπαγιάρ και Αντνάν Μεντερές) έπρεπε να προσεταιρισθούν τις ψήφους των ομογενών. Ο τρόπος δε με τον οποίο ήσαν εγκατεστημένοι οι Έλληνες κατά περιοχές στην Κωνσταντινούπολη, που τότε δεν αριθμούσε πάνω από ενάμισι εκατομμύριο κατοίκων, και το τότε εκλογικό σύστημα, επέτρεπαν και αυτή την εκλογή μειονοτικών βουλευτών στην Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση.

          Μέσα σε μια οκταετία περίπου, και παρά τους οποιουσδήποτε περιορισμούς, η ελληνική κοινότητα κατόρθωσε να αναδιοργανώσει επί νέας βάσεως τους διάφορους πολιτιστικούς και αθλητικούς συλλόγους, ανασυγκρότησε τα νοσοκομεία και τα φιλανθρωπικά της ιδρύματα και αναβάθμισε την λειτουργία των σχολείων, με αποτέλεσμα να διπλασιαστεί μέσα σε λίγα χρόνια ο αριθμός των μαθητών. Οι 106 ελληνικές κοινότητες και τα διάφορα ιδρύματα, που διέθεταν νόμιμο καταστατικό, υπήχθησαν (προς καλύτερο συντονισμό και μεγαλύτερη συνεργασία) στις κεντρικές εφορίες των τριών περιοχών με τον μεγαλύτερο ελληνικό πληθυσμό: του Σταυροδρομίου, του Γαλατά και της Χαλκηδόνος.

          Ένας άλλος τομέας, στον οποίο σημείωσε εντυπωσιακή πρόοδο η ελληνική κοινότητα, ήταν ο οικονομικός. Εκμεταλλευόμενοι οι ομογενείς την απαλλαγή των ομογενειακών ιδρυμάτων από τον κρατικό έλεγχο, την χαλάρωση των μέτρων της τουρκικής κυβερνήσεως, τα οποία στρέφονταν ευθέως κατά των περιουσιών και των επιχειρήσεών τους, αλλά και τους νέους νόμους που επέτρεπαν και σε Έλληνες επιχειρηματίες να συμμετέχουν στις διάφορες αμερικανικές επενδύσεις, κατόρθωσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα να ανακτήσουν ακόμη και περιουσίες που τους είχαν αφαιρεθεί με το varlιk vergisi, να προοδεύσουν οικονομικώς και να αναδειχθούν σε σημαντικότατο οικονομικό παράγοντα της οικονομικής ζωής της Κωνσταντινουπόλεως.

          Όλα τα πιο πάνω, βεβαίως, και κυρίως η οικονομική ανάπτυξη της ομογένειας, επέτειναν τα ήδη έντονα εχθρικά αισθήματα της κυβερνήσεως Μεντερές και των εξαθλιωμένων Τούρκων μουσουλμάνων της Κωνσταντινουπόλεως εναντίον των ομογενών.

          Οι πρώτες ενδείξεις της επερχομένης θύελλας

          Ενώ η κυβέρνηση Μεντερές είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνει μια σαφώς πιο εχθρική στάση έναντι της μειονότητας, προβάλλοντας διάφορα προσκόμματα στις ελληνικές κοινότητες, που επιζητούσαν να ανακτήσουν τις χαμένες περιουσίες τους, ξεκίνησε να επεξεργάζεται ένα μέτρο, το οποίο ονομάστηκε «Γενικοί Κανονισμοί».        Οι κανονισμοί αυτοί είχαν στόχο να αντιμετωπίσουν τα μειονοτικά προβλήματα στο σύνολό τους και κρατήθηκαν μυστικοί για καιρό.

          Εκείνο όμως που έδωσε την ευκαιρία όχι μόνο στην κυβέρνηση, αλλά και στον τύπο και στον τουρκικό όχλο να στραφεί απροκάλυπτα εναντίον των Ελλήνων ήταν η ανακίνηση του Κυπριακού ζητήματος από τον Στρατάρχη Παπάγο το 1954. Με την υποκίνηση της Μεγάλης Βρετανίας η Τουρκία ενεπλάκη ενεργώς στο Κυπριακό ζήτημα, θέτοντας θέμα αν όχι επιστροφής της νήσου στην ίδια, τουλάχιστον διχοτομήσεως, για την προστασία, δήθεν, της μουσουλμανικής μειονότητας, η οποία βαφτίστηκε «τουρκική» και αναβαθμίστηκε σε «κοινότητα».

          Με τις ευλογίες της τουρκικής κυβερνήσεως ιδρύθηκαν και ενισχύθηκαν οικονομικά διάφορες «εθνικές» οργανώσεις, που ευρίσκονταν υπό τον άμεσο έλεγχό της. Οι οργανώσεις αυτές επρόκειτο να έχουν ενεργό συμμετοχή σε «λαϊκές» και «αυθόρμητες» διαδηλώσεις υπέρ των Τουρκοκυπρίων και εναντίον των Ρωμιών της Κωνσταντινουπόλεως. Η κυριότερη οργάνωση ήταν η «Κιbrιs Türktür Cemiyeti» (ΚΤC – Οργάνωση «Η Κύπρος είναι Τουρκική» με ιδρυτή τον ντονμέ (=απόγονο εξισλαμισμένων Εβραίων) Χικμέτ Μπιλ.

          Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο δύσκολη για τους Έλληνες με την έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνος της Ε.Ο.Κ.Α. την 1η Απριλίου 1955. Ο τύπος δημοσίευε εμπρηστικά άρθρα, εστηλίτευε τον Πατριάρχη Αθηναγόρα, επειδή δεν καταδίκαζε δημοσίως τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., διέσπειρε ψευδείς ειδήσεις περί δήθεν εράνων που διεξήγαν οι ομογενείς υπέρ των αγωνιζομένων Ελλήνων της Κύπρου και περί επικείμενης γενικής σφαγής που περίμενε τους Τουρκοκυπρίους στις 28 Αυγούστου 1955. Στις 24 Αυγούστου, εξάλλου, ο Α. Μεντερές προέβη σε εμπρηστικές δημόσιες δηλώσεις ενώπιον υπουργών, βουλευτών, επιχειρηματιών και δημοσιογράφων, υιοθετώντας όλα τα μυθεύματα εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως και της Κύπρου. Όλα αυτά ήταν επόμενο να εξερεθίζουν έτι περαιτέρω τον τουρκικό όχλο.

          Στις 28 Αυγούστου συνέβη ένα γεγονός, το οποίο μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε το προανάκρουσμα των όσων επρόκειτο να ακολουθήσουν. Την ώρα της Θείας Λειτουργίας είκοσι Τούρκοι, υπό τα απαθή όμματα της αστυνομίας, όρμησαν και λεηλάτησαν τις εκκλησίες Παναγίας Νεοχωρίου και Αγίων Ταξιαρχών Στένης.

          Εν τω μεταξύ είχε συγκληθεί, στις 29 Αυγούστου, στο Λάγκαστερ Χάουζ του Λονδίνου η Τριμερής Διάσκεψη μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδος και Τουρκίας, στην οποία παρέστη τουρκική αντιπροσωπία υπό τον Υπουργό Εξωτερικών Φ. Ρ. Ζορλού.

          Τα προηγηθέντα των γεγονότων της 6ης – 7ης Σεπτεμβρίου 1955

          Στις 3 Σεπτεμβρίου η γυναίκα του Τούρκου Προξένου στην Θεσσαλονίκη κάλεσε Έλληνα φωτογράφο και του ζήτησε να φωτογραφήσει τον περίβολο του Προξενείου, το οποίο στεγάζεται δίπλα σε παλιό σπίτι, στο οποίο υποτίθεται ότι γεννήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ. Τις φωτογραφίες τις ζήτησε ως «ενθύμιο», διότι την επομένη επρόκειτο να αναχωρήσει για την Τουρκία.

          Τα μεσάνυκτα της 5ης προς 6η Σεπτεμβρίου εξερράγη βόμβα στον κήπο του τουρκικού Προξενείου, η οποία προκάλεσε μικρές μόνον ζημιές σε υαλοπίνακες στην παρακείμενη «οικία του Κεμάλ». Η βόμβα, όπως εξακριβώθηκε από τις έρευνες που διεξήγαγαν οι ελληνικές αρχές και όπως απεδείχθη αργότερα στην δίκη των πρωταιτίων των γεγονότων το 1961 στην νήσο Yassιada (Πλάτη), μεταφέρθηκε από την Τουρκία από Τούρκο πράκτορα (Έλληνα υπήκοο από την Κομοτηνή) και τοποθετήθηκε από τον Τούρκο κλητήρα του Προξενείου.

          Στις 4:00 το απόγευμα η τουρκική εφημερίδα İstanbul Ekspres κυκλοφόρησε σε έκτακτη έκδοση και δημοσίευσε τις φωτογραφίες της συζύγου του Τούρκου Προξένου φρικτά παραποιημένες, εις τρόπον ώστε να δίδεται η εντύπωση ότι στο σπίτι του πατέρα των Τούρκων είχε σημειωθεί μια τεράστια έκρηξη από βόμβα που είχαν τοποθετήσει οι Έλληνες. Το γεγονός αυτό έδωσε το έναυσμα για την έναρξη των πρωτοφανούς αγριότητος οργανωμένων ανθελληνικών ταραχών στην Κωνσταντινούπολη, γνωστών με το όνομα «Σεπτεμβριανά του 1955».

          Το ανθελληνικό πογκρόμ της 6ης – 7ης Σεπτεμβρίου 1955

          Μόλις δόθηκε το σύνθημα, ο μαινόμενος τουρκικός όχλος ξεχύθηκε στους δρόμους της Πόλης και άρχισε να λεηλατεί κάθε τι το ελληνικό. Ασφαλώς, όμως, οι «αγανακτισμένοι» Τούρκοι πολίτες δεν έδρασαν αυθόρμητα. Το σχέδιο είχε σχεδιαστεί προσεκτικότατα και με απόλυτη μυστικότητα. Είναι χαρακτηριστικό το ότι, ενώ πολλοί απλοί Τούρκοι ασφαλώς δεν ενέκριναν τα όσα διεπράχθησαν εναντίον των Ελλήνων, εν τούτοις, ουδείς Τούρκος πρόδωσε λεπτομέρειες του σχεδίου σε Ρωμιό φίλο του, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπου γενικώς και αορίστως ανέφεραν για «κάτι άσχημο που επρόκειτο να συμβεί εκείνες τις ημέρες».

          Το σχέδιο είχε άρτια οργανωθεί, αφού μέρες ή και εβδομάδες πριν στρατολογήθηκαν άτομα από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη – εκτός των Κωνσταντινουπολιτών Τούρκων, μεταφέρθηκαν με σιδηροδρόμους, ταξί, λεωφορεία και πλοία, εφοδιάστηκαν με ρόπαλα, αξίνες, λοστούς, βενζίνη, δυναμίτιδα, ενώ παρεσχέθη στους επίδοξους ταραχοποιούς τροφή και κατάλυμα για μία ή δύο ημέρες. Ακόμη συντάχθηκαν οι κατάλογοι των επικείμενων στόχων σε κάθε συνοικία και σημαδεύτηκαν την κατάλληλη στιγμή τα ελληνικά κτήρια. Τέλος, εκπαιδεύτηκαν οι αστυνομικοί και στρατιώτες με πολιτικά που θα ελάμβαναν μέρος στη λεηλασία και θα κατηύθυναν το πλήθος, ενώ αργότερα θα έπαιζαν τον ρόλο των ειρηνοποιών.

          Σύμφωνα με δημοσίευμα της 12 Αυγούστου 2008 της εφημερίδας Ραντικάλ, τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στις 6-7 Σεπτεμβρίου 1955 εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης είχαν οργανωθεί από το Γραφείο Ειδικού Πολέμου (Özel Harp Dairesi), το οποίο αποτελούσε τον μηχανισμό, που είχε στηθεί από το ΝΑΤΟ για την αποτροπή του κομμουνιστικού κινδύνου.

          Οι πρώτες συγκεντρώσεις και ομιλίες ξεκίνησαν κατά τις 4:30 το απόγευμα, ενώ οι πρώτες ταραχές πρέπει να ξεκίνησαν γύρω στις 5:30. Φυσικά, η ώρα ενάρξεως των τουρκικών επιθέσεων ποίκιλλε από συνοικία σε συνοικία. Επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων και των περιουσιών τους έλαβαν χώρα και στην ευρωπαϊκή και στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και στις νήσους Χάλκη και Πρίγκηπο, από Τούρκους που μεταφέρθηκαν εκεί με πλοιάρια.

          Με στρατιωτική πειθαρχία κινούμενος ο τουρκικός όχλος, ο οποίος ανερχόταν σε δεκάδες χιλιάδες άτομα, κινήθηκε κατά παντός ελληνικού στοιχείου. Μέσα σε εννέα περίπου ώρες (διότι σε πολλά σημεία οι βανδαλισμοί συνεχίστηκαν και μετά την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου μετά τα μεσάνυκτα) καταστράφηκαν ολοσχερώς 1004 σπίτια, ενώ άλλα περίπου 2500 υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές. Καταστράφηκαν επίσης 4348 καταστήματα, 27 φαρμακεία, 26 σχολεία, 5 πολιτιστικοί σύλλογοι, οι εγκαταστάσεις 3 εφημερίδων, 12 ξενοδοχεία, 11 κλινικές, 21 εργοστάσια, 110 ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια, 73 εκκλησίες, ενώ συλήθηκαν πάρα πολλοί τάφοι σε 2 κοιμητήρια, καθώς και οι τάφοι των πατριαρχών στην Μονή Βαλουκλή.

          Επίθεση δέχτηκαν και ένας μικρός αριθμός αρμενικών και εβραϊκών περιουσιών, ορισμένες αρμενικές εκκλησίες και μια εβραϊκή συναγωγή.

          Τουλάχιστον 30 Έλληνες σκοτώθηκαν και εκατοντάδες άλλοι κακοποιήθηκαν βάναυσα. Σε δύο περίπου χιλιάδες υπολογίζονται από τους κύκλους της ομογένειας οι βιασμοί, αν και επισήμως καταγγέλθηκαν μόνο 200.

          Ιδιαίτερο μίσος επεδείχθη κατά των ιερωμένων, αφού πολλοί απ’ αυτούς ξυλοκοπήθηκαν αγριότατα, άλλοι γυμνώθηκαν και διαπομπεύθηκαν, εξαναγκαζόμενοι να φωνάζουν: «Η Κύπρος είναι τουρκική», ενώ υπάρχουν μαρτυρίες ότι σε κάποιο ιεροδιάκονο έγινε αναγκαστική περιτομή. Ο Επίσκοπος Παμφίλου Γεράσιμος και ο ηλικιωμένος μοναχός Χρύσανθος Μαντάς ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου, ενώ ο Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Γεννάδιος παραφρόνησε από τους ξυλοδαρμούς και ύστερα από λίγο χρόνο απεβίωσε.

          Η οικονομική πτυχή των ταραχών

          Μέσα σε λίγες ώρες η ελληνική οικονομική δραστηριότητα καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς, αφού τα σπίτια και οι περιουσίες των περισσότερων Ελλήνων και τα ιδρύματα της ομογένειας λεηλατήθηκαν. Χιλιάδες Έλληνες έμειναν κυριολεκτικώς μόνο με τα ρούχα που φορούσαν, αφού στα σπίτια τους καταστράφηκαν με πρωτοφανή μανία ή εκλάπησαν τα πάντα• από οικιακά σκεύη και τρόφιμα μέχρι κρεβάτια, καναπέδες και ακριβά κοσμήματα. 8.700 περίπου άτομα έμειναν άνεργα, αφού οι επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονταν είχαν καταστραφεί.

          Αν και οι πρώτες εκτιμήσεις τουρκικών και ξένων τραπεζών μιλούσαν για ζημιές της τάξης του ενός ή δύο δισεκατομμυρίων τουρκικών λιρών, τον Φεβρουάριο του 1956 η τουρκική κυβέρνηση μείωσε κατά πολύ το ποσό, υπολογίζοντας τις συνολικές ζημιές σε 69.578.744 λίρες Τουρκίας, δηλ. περίπου 25 εκατομμύρια δολάρια.

          Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών υπολόγισε ότι μόνο οι ζημιές που υπέστησαν οι εκκλησίες ξεπερνούσαν τα 150 εκατομμύρια δολάρια της εποχής. Βρετανοί διπλωμάτες υπολόγισαν τις ζημιές σε περίπου 200 εκατομμύρια δολάρια, ενώ σύμφωνα με εκτίμηση της ελληνικής κυβερνήσεως οι ζημιές ανήρχοντο σε 500 εκατομμύρια δολάρια. Ο Γάλλος συγγραφέας και καθηγητής στην Σορβόννη Francois Crouzet στο βιβλίο του Le Conflit de Chypre (Η διένεξη της Κύπρου) υπολογίζει τις ζημιές σε 300 εκατομμύρια δολάρια της εποχής, δηλαδή πολύ περισσότερα του ενός δισεκατομμυρίου σημερινών (2008) δολαρίων.

          Από το ποσό που υπολόγισε και ενέκρινε η τουρκική κυβέρνηση κατέβαλε τελικώς ποσό μικρότερο των 10 εκατομμυρίων Λ.Τ., και μάλιστα ύστερα από πολλούς μήνες, όταν η αξία της τουρκικής λίρας είχε υποτιμηθεί δραματικά. Δηλαδή, δόθηκαν αποζημιώσεις μικρότερες του 1% της αξίας των καταστροφών. Πάρα πολλοί δικαιούχοι δεν εισέπραξαν καμία απολύτως αποζημίωση, ενώ υπήρξαν και περιπτώσεις επιχειρηματιών που, ενώ έχασαν τα πάντα – και άρα είχαν ζημιά την χρονιά εκείνη – υποχρεώθηκαν να πληρώσουν και φόρο κερδών.

          Η αντίδραση της ελληνικής Κυβέρνησης

          Η αντίδραση της Ελληνικής Κυβερνήσεως στα γεγονότα της 6ης – 7ης Σεπτεμβρίου 1955 υπήρξε από χλιαρή έως ανύπαρκτη. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι ο τότε πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος νοσούσε βαρύτατα και ουσιαστικώς η κυβέρνηση ήταν ακέφαλη. Από την άλλη, υπήρξαν έντονες συμμαχικές πιέσεις, ιδίως από τον Αμερικάνο Υπουργό Εξωτερικών Τζων Φόστερ Ντάλλες, ο οποίος κάλεσε και τις δύο πλευρές να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση και να συμφιλιωθούν.

          Μετά την ανάδειξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην πρωθυπουργία στις 6 Οκτωβρίου 1955 και την αποχή της Ελλάδος από γυμνάσια του Ν.Α.Τ.Ο. στην Μεσόγειο, η Άγκυρα υποχρεώθηκε να αποδώσει μια στοιχειώδη ηθική ικανοποίηση στην Ελλάδα. Στις 24 Οκτωβρίου τίμησε σε ειδική τελετή στο στρατηγείο του Ν.Α.Τ.Ο. στην Σμύρνη την ελληνική σημαία, την οποία ύψωσε ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών. Ταυτόχρονα με την έναρξη των ανθελληνικών γεγονότων στην Κωνσταντινούπολη, ο τουρκικός όχλος στην Σμύρνη επετέθη και κατέστρεψε το εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής, που λειτουργούσε στο στρατηγείο του Ν.Α.Τ.Ο. για τις ανάγκες των Ελλήνων αξιωματικών, λεηλάτησε τα σπίτια τους, ενώ προπηλάκισε αρκετούς απ’ αυτούς.

          Η αντιμετώπιση των χαμηλόβαθμων πρωταγωνιστών των επεισοδίων από την τουρκική δικαιοσύνη

          Μετά τις ανθελληνικές ταραχές η τουρκική κυβέρνηση προσπάθησε να επιρρίψει την ευθύνη της οργανώσεως των επεισοδίων σε «κομμουνιστές πράκτορες», ενώ η αστυνομία συνέλαβε 3.151 άτομα. Τελικώς, παρέμειναν υπό κράτηση τεσσάρων έως έξι μηνών 17 άτομα: εννέα μέλη της Κιbrιs Türktür, έξι φοιτητές και δύο συντάκτες της İstanbul Ekspres. Στην δίκη που ακολούθησε δικάστηκαν και έξι μέλη του παραρτήματος Σμύρνης της Κιbrιs Türktür. Στις 24 Ιανουαρίου 1957 το ποινικό δικαστήριο Κωνσταντινουπόλεως αθώωσε και τους 23 κατηγορούμενους.

          Η τύχη των πρωταιτίων του πογκρόμ

          Από τα μέλη της κυβερνήσεως Μεντερές, συμμετοχή στην διοργάνωση του ανθελληνικού πογκρόμ φαίνεται να είχαν, εκτός από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, οι Μαχμούτ Τζελάλ Μπαγιάρ, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Μεχμέτ Φουάτ Κιοπρουλού, πρώην Υπουργός Εξωτερικών, Φατίν Ρουστού Ζορλού, Υπουργός Εξωτερικών, Ναμίκ Γκεντίκ, Υπουργός Εσωτερικών, Ετχέμ Μεντερές, Υπουργός Αμύνης και Φαχρεττίν Κερίμ Γκιοκάυ, βαλής (κυβερνήτης) της Κωνσταντινουπόλεως.

          Στις 27 Μαΐου 1960 ομάδα αξιωματικών υπό τον στρατηγό Τζεμάλ Γκιουρσέλ κατέλαβε την εξουσία και οδήγησε σε δίκη 592 μέλη και συνεργάτες του Δημοκρατικού Κόμματος. Πολλοί απ’ αυτούς δικάστηκαν σε περισσότερες της μιας δίκες. Μια από τις σημαντικότερες δίκες ήταν αυτή για το Πογκρόμ της 6ης – 7ης Σεπτεμβρίου 1955. Ο Γκεντίκ αυτοκτόνησε λίγο μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος. Οι Μπαγιάρ και Ετχέμ Μεντερές δεν δικάστηκαν καθόλου για την συμμετοχή τους στην διοργάνωση του πογκρόμ, ενώ ο Κιοπρουλού αθωώθηκε. Ο Γκιοκάυ απλώς στερήθηκε των πολιτικών του δικαιωμάτων. Ένοχοι ευρέθησαν μόνον οι Μεντερές και Ζορλού, γι’ αυτό και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 6 ετών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για άλλη, πολύ πιο ασήμαντη υπόθεση, αυτή της καταχρήσεως κεφαλαίων, ο Μεντερές καταδικάστηκε σε φυλάκιση 14 ετών και 2 μηνών. Αν και οι Αντνάν Μεντερές και Ζορλού καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών και απαγχονίστηκαν στην νήσο Ιμραλί, τον Σεπτέμβριο του 1961, εκείνο που βάρυνε στην θανατική καταδίκη τους ήταν οι κατηγορίες για παραβίαση του Τουρκικού Συντάγματος.

          Οι Τούρκοι πρόξενοι της Θεσσαλονίκης, ο θυρωρός του Προξενείου που τοποθέτησε την βόμβα και ο φοιτητής Οκτάυ Εγκίν που μετέφερε την βόμβα στην Θεσσαλονίκη αθωώθηκαν. Ο Εγκίν αργότερα διορίστηκε Γενικός Διευθυντής Κρατικής Ασφαλείας και αργότερα Νομάρχης στην Νεάπολη (Nevşehir) της Καππαδοκίας.

          Ο πρόεδρος του Σωματείου «Η Κύπρος είναι Τουρκική» Χικμέτ Μπιλ κατέθεσε στο δικαστήριο ως μάρτυρας κατηγορίας. Αργότερα απεστάλη από την τουρκική κυβέρνηση ως ακόλουθος τύπου στην Τουρκική Πρεσβεία στην Βηρυτό.



















 

Νεότερη Παλαιότερη