Αυτές τις ημέρες και εξ αφορμής
σχετικής απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ επανήλθαν εντονότερα -στον
δυτικοευρωπαϊκό κυρίως χώρο θέματα σχετιζόμενα µε τις αμβλώσεις και την
οικογένεια, θεωρούμενα μάλιστα υπό το ιδεολογικό πρίσμα του δικαιωµατισµού, ο
οποίος για πολλούς συνιστά το σύγχρονο και ιδανικό μοντέλο λειτουργίας της
κοινωνίας.
ΧΩΡΙΣ να
αμφισβητείται η ευαγγελικά διατυπωμένη ελευθερία της επιλογής, οφείλουμε να
διατυπώσουμε τις ισχυρές ενστάσεις µας, όταν το «σύγχρονο» ατομικό δικαίωμα
αποπειράται να κατισχύσει χωρίς αντίλογο σε κάθε κοινωνικό σύνολο, έστω και αν
«καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του» υπό την
αίρεση ότι «δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων».
Αυτή η λογική
και συνταγματικά περιοριστική αρχή του σεβασμού οιουδήποτε στα δικαιώματα των
άλλων είτε λησμονείται είτε παραθεωρείται από τους θιασώτες του δικαιωµατισµού,
ενδεχομένως μέσα στην έμμονη προσπάθειά τους να διεκδικήσουν το περισσότερο από
το ήδη δεδομένο του κοινωνικού χώρου και χρόνου.
ΠΛΕΟΝ η
σχετική δικαστική απόφαση επανάφερε στον δημόσιο διάλογο κυρίως από
ακτιβιστικές οργανώσεις προτάσεις για σύγχρονα σχήματα και ζητήματα οργάνωσης
της ιδιωτικής σφαίρας και ζωής µε την πρόταση εφαρμογής εναλλακτικών µορφών
οικογένειας, και τα θέματα υιοθεσίας ή «τεκνοθεσίας» στο πλαίσιο του συμφώνου
συμβίωσης. Κι εδώ βεβαίως η σχετική επιχειρηματολογία ενταγμένη στη θεωρία των
ατομικών δικαιωμάτων φαίνεται να τα ειδωλοποιεί και µάλλον να τα εναντιώνει
«πολεμικά» προς κάθε άλλη έκφραση κοινωνικού ήθους, όχι µε την έννοια ενός
κοινωνικού ηθικισµού, αλλά ενός «άλλου» τρόπου ζωής, ύπαρξης και κοινωνίας.
ΜΕ ΑΠΛΑ ΛΟΓΙΑ
οι παραπάνω οργανώσεις κατανοούν το δικαίωμα ως ένα γεγονός ατομικό, εσωστρεφές
και αυτοβεβαιωτικό, το οποίο οδηγεί σε έναν απόλυτα δικαιωματικό ωφελιμισμό και
ευδαιμονισμό, µε αποτέλεσμα η ζωή να περιορίζεται στα κλειστά όρια του
«εαυτού», του ατομικού «εγώ», και να µην μπορεί να κατανοηθεί ως αποτέλεσα μίας
σχέσης διανθρώπινης ή διαπροσωπικής.
Η ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ
μάλιστα προοπτική στο ευαίσθητο θέμα των αμβλώσεων, δηλαδή, η μονομέρεια της
επιβουλής και ενίσχυσης του λεγόμενου ατομικού δικαιώματος της γυναίκας, ισχυροποιεί βεβαίως τη θέληση της γυναίκας
έναντι του δικαιώματος διαχείρισης της ίδιας της ζωής, αποµειώνει όμως το
δικαίωμα του εμβρύου για ζωή.
Η ΣΧΕΣΗ όμως
μητέρας και εμβρύου, η οποία ξεκινά από τη στιγμή της σύλληψης στη βάση μιας
συμπόρευσης ζωτικής σημασίας και συμβίωσης, επιβεβαιώνεται καθ’ όλη την περίοδο
της κύησης, αφού είναι αποδεδειγμένο και ιατρικά ότι η ζωή της μητέρας
εξαρτάται από τη ζωή του κυοφορούμενου εμβρύου, όπως και η ζωή του εμβρύου
εξαρτάται απόλυτα από τη ζωή της μητέρας του, γι’ αυτό και δεν υφίσταται
δικαίωμα αυτόνομης στάσης της γυναίκας ως μητέρας έναντι του εμβρύου, όπως και
η ζωή του ίδιου του εμβρύου είναι συνυφασμένη σε µία σχέση συμβίωσης µε την
μητέρα του.
ΣΗΜΕΙΩΤΕΟΝ ότι
σε αυτή τη σχέση έχει συμβάλει και ο πατέρας, συνεπώς και για εκείνον η σχέση
πατέρα, μητέρας και εμβρύου είναι µία ανάλογη σχέση αλληλοπεριχωρούµενη και
συµπληρούµενη, όπου καµία έννοια ατοµικού δικαιώµατος δεν χωρεί. Η ιδιαιτέρως
ζωτική σχέση πατέρα, µητέρας και εµβρύου δεν κατανοείται µόνο ως ένα στιγµιαίο
γεγονός ή ως ένα βιολογικό αποτέλεσµα µιας φυσικής έλξης, ως έκφραση δηλαδή
µιας κατάστασης ατοµικής επιβεβαίωσής τους ως «ζεύγους» και µόνο. Η ιδιαιτέρως
ζωτικής σηµασίας σχέση πατέρα, µητέρας και εµβρύου δημιουργεί υποχρεώσεις και
δικαιώµατα τόσο για τους «γονείς»- «συζύγους» όσο και για το έµβρυο. Κανένας
παράγοντας ή οποιαδήποτε αιτία, παρεκτός της ιατρικής επιστήµης, δεν µπορούν να
αποφασίσουν για τη διακοπή αυτής της ζωτικής σχέσης, ούτε και οι ίδιοι οι
«γονείς» – «σύζυγοι», γιατί µε τον τρόπο αυτόν ένα µέρος από τη σχέση τους αυτή
χάνεται και είναι αυτό το οποίο σχετίζεται προς το έµβρυο.
ΥΠ’ ΑΥΤΗ ΤΗ
ΘΕΩΡΗΣΗ είναι απόλυτα δικαιολογημένη η
άρνηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην αποδοχή οποιασδήποτε µορφής έκτρωσης ή
άµβλωσης, όταν αυτή ως πράξη διακοπής της ζωτικής σχέσης πατέρα, µητέρας
και εµβρύου συνιστά µια µονοµερή διακοπή της ίδιας της ζωής του εµβρύου µε
σκοπό και µόνο την ατοµικιστική ικανοποίηση δήθεν δικαιωµάτων των γονέων, του
οικογενειακού περιβάλλοντος ή εξαιτίας κάποιας άλλης «κοινωνικής» αιτίας. Κατά
τούτο, το θέµα των αµβλώσεων είναι πρώτιστα θέµα στο πλαίσιο µιας οντολογίας
σχέσεων γονέων-«συζύγων» και εµβρύου και όχι µόνο νοµικό ή δικανικό.
ΕΠΙΣΗΣ, στην
ίδια θεώρηση τίθεται και κάθε εναλλακτική µορφή οικογένειας µε πράξεις
υιοθεσίας ή «τεκνοθεσίας», η οποία δεν είναι «συµβατή» προς αυτή την ίδια τη
ζωή, ως µορφή σχέσης συνεισφοράς και συνέργειας σε κάθε φάση της ζωτικής
ανάπτυξης και προόδου του εµβρύου και του τέκνου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ λόγους καµία πράξη «τεκνοθεσίας»
δεν κατανοείται από την Ορθόδοξη Εκκλησία, όσο δηµοκρατικό και αν
ακούγεται αυτό, όσο δικαιωµατικό και αν θεωρείται, όσο κι αν νοµοθετικά
κατοχυρώνεται στις σύγχρονες πολιτείες (αναφαίρετο δικαίωµα της νοµοθετικής
εξουσίας είναι άλλωστε). Οι διαφυλικές σχέσεις των γονέων, ως ανδρός και ως
γυναικός, και οι ρόλοι τους είναι ρόλοι συµπληρούµενοι όχι µόνο µεταξύ τους,
αλλά και σε σχέση προς τα παιδιά τους και προσεγγίζονται πάντοτε µέσα στο
οικογενειακό περιβάλλον στην προοπτική της διακριτότητας των φύλων. Ολα τα
παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι εξαιτίας του δικαιωµατισµού, ως απολυτοποιηµένου
ατοµικού τρόπου επιβεβαίωσης της φιλαυτίας, αναπτύσσεται µία εσφαλµένη λογική
αυθαιρεσία.
ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ,
δηλαδή, νέο κοινωνικό εφεύρηµα βαπτιστεί «δικαίωµα» µπορεί να επιβληθεί στο
όνοµα αυτού του δικαιώµατος προς το κοινωνικό σύνολο και να προβληθεί ως
µοντέλο ζωής, χωρίς έλεγχο, χωρίς αξιολόγηση και κυρίως χωρίς ώριµο
προβληµατισµό, επειδή δηµιουργείται η ψευδαίσθηση ότι αυτή η έννοια του
«δικαιώµατος» µας προστατεύει αντιδραστικά από την αυθαιρεσία κάθε µορφής
εξουσίας και επιβεβαιώνει δήθεν τον προοδευτισµό της κοινωνίας µας.
ΟΜΩΣ ∆ΕΝ
ΜΠΟΡΕΙ να απαντήσει ορθά στα υπαρξιακά προβλήµατα του ανθρώπου, τα οποία
σχετίζονται µε τη ζωή, το νόηµά της και βεβαίως µε το δικαίωµα για ζωή σε κάθε
επίπεδο, παρόλη τη ριζοσπαστικότητα των απόψεων και των θέσεων της «µετακοσµικής»
(post secular) πραγµατικότητας.