Του, ἀρχιμ. Οἰκουμ. Θρόνου Ἐφραὶμ Τριανταφυλλοπούλου, Πρωτοσυγκέλλου
Ἱ. Μητρ.
Φθιώτιδος, Δρ.Θ.
Τὸ θέμα «Ἐκκλησία
καὶ 1821» δὲν εἶναι
ἕνα θέμα ἱστορικό. Ὁ
λόγος ποὺ κάνουμε εἶναι γιὰ
τὸ παρόν, ὄχι γιὰ
τὸ παρελθόν. Εἶναι ἁμαρτία
μεγάλη ἁπλῶς νὰ
μιλᾶμε γιὰ τὸ
παρελθόν, πολλὲς φορὲς μὲ
μιὰ δόση παρελθοντοπληξίας, ἀλλὰ
νὰ ἀπουσιάζουμε ἀπὸ
τὸ παρόν. Ἡ ἀπουσία
ἀπὸ τὸ
παρὸν εἶναι οὐτοπία,
ὀδηγεῖ σὲ
ζωὴ κατὰ φαντασίαν.
Πολλῷ δὲ μᾶλλον,
ὅταν ὁ θεολογικός
μας λόγος δὲν συνδέεται μὲ τὴν
καθημερινότητα, μὲ τὴ ζωή.
Τὸ νόημα τῆς
Ἱστορίας εἶναι νὰ
μαθαίνουμε ἀπὸ τὸ
παρελθόν, γιὰ νὰ προχωρᾶμε
στὸ μέλλον. Νὰ διδασκόμαστε ἀπὸ
τὰ λάθη ποὺ κάναμε στὸ
παρελθὸν γιὰ νὰ
μὴν τὰ ξανακάνουμε.
Τὸ δὶς ἐξαμαρτεῖν
οὒκ ἀνδρὸς
σοφοῦ, μᾶς ἐλέγχει
ὁ ἀρχαῖος
μας πρόγονος. Πόσο μᾶλλον τὸ τρίς, τὸ
τετράκις καὶ τὸ πολλάκις.
Τότε τὰ ἀπανωτὰ
λάθη γίνονται ἢ φάρσα ἢ τραγωδία.
Γιορτάσαμε, ὅπως λέμε, τὴν
Ἐθνική μας Ἑορτή. Μέσα στὴν
Ἐκκλησία, δηλαδὴ παντοῦ,
οἱ Ὀρθόδοξοι ἑορτάζουμε
τὴν ἑορτὴ
τοῦ Εὐαγγελισμοῦ,
ἕναν μόνιμο Εὐαγγελισμό, γιὰ
νὰ ζήσει ὁ Κόσμος καὶ
νὰ γίνει Κόσμημα. Αὐτὸ
ποὺ εὐαγγελίζεται ὁ
Ἀρχάγγελος εἶναι ἡ
ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρωπίνου
γένους ἀπὸ τὸν
ἔσχατο ἐχθρὸ
ποὺ εἶναι ὁ
θάνατος. Γιὰ νὰ θεραπευθεῖ
λοιπὸν τὸ τραῦμα,
ὁ Θεὸς γίνεται αὐτὸ
ποὺ ποτὲ δὲν
ἦταν, δηλαδὴ ἄνθρωπος,
καὶ εἰσβάλλει
μανικά, ἐρωτικά, ἀγαπητικά, στὴ
ζωὴ τοῦ ταλαίπωρου ἀνθρώπου.
Μένει αὐτὴ
τὴν ἀλήθεια, ὁ
καθένας ἀπὸ μᾶς,
συνεργαζόμενος ἐλεύθερα μὲ τὴ
θεία Χάρη, νὰ τὴ ζήσει, ὡς
μία διαρκὴ παλιγγενεσία ὡς τὰ
κατάβαθα τῆς ὕπαρξής του. Ἀλλιῶς,
ὅσο ἀφήνουμε τὸν
Θάνατο νὰ ὁρίζει τὴ
ζωή μας, θὰ εἴμαστε πιόνια
μέσα σὲ μιὰ ἱστορία
ποὺ δὲν τὴν
καταλαβαίνουμε. Μιὰ ἀνοησία, μιὰ
ἀστοχία-ἁμαρτία, μιὰ
τυχαιότητα δίχως νόημα δηλαδή, ὅπου ἐντός
της κινοῦνται κάποιοι ἀνόητοι. Αὐτὴ
ἡ φοβερὴ ματαιότητα ποὺ
κόβει τὰ νεῦρα τῆς
ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ἀπονοηματίζοντάς
την, γίνεται εὐλογία μὲ τὴν
ἔλευση τοῦ Χριστοῦ
στὸν κόσμο, μπαίνουμε ὅλοι μέσα στὴ
Θεανθρωπότητα, μᾶς ἀποκαλύπτεται τὸ
νόημα τῆς ὕπαρξής μας καὶ
στέκουμε παρηγορημένοι, ξαναγεννημένοι, ὅπως οἱ
ἥρωές μας. Μὲ μιὰ
πίστη ποὺ νικοῦσε καὶ
νικάει τὸ θάνατο.
Γιατὶ ἂν
ὁ θάνατος, ὁ ἀφανισμὸς
τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης
εἶναι τὸ τέλος, τότε οἱ
ἄνθρωποι εἴμαστε τραγικοὶ
ἄνθρωποι. Ζοῦμε μιὰ
ζωὴ ψάχνοντας λίγο σανὸ γιὰ
νὰ τραφοῦμε καὶ
καταλήγουμε ἄψυχα κουφάρια ποὺ γρήγορα τὰ
θάβουν γιὰ νὰ μὴ
βρωμίσει ὁ κόσμος. Ἂν εἴμαστε
ὅμως «θεοὶ
κεκελευσμένοι», θεοειδεῖς καὶ θεόκλητοι,
τότε ὁ Θεὸς ἀποτελεῖ
δομικὸ στοιχεῖο τῆς
ὕπαρξής μας καὶ τὸ
πρᾶγμα ἀλλάζει
θεμελιωδῶς. Τότε ἕνα μήνυμα ὀντολογικῆς
ἐλευθερίας εἶναι ἱκανὸ
νὰ ἐμπνεύσει ἀγῶνες
γιὰ τὴν ἐθνικὴ
ἐλευθερία. Ἕνα τέτοιο μήνυμα
ἦταν γραμμένο στὸ νοῦ
καὶ τὴν καρδιὰ
τῶν ἡρώων τοῦ
1821. Τὸ ἴδιο μήνυμα θὰ
ἐξακολουθεῖ νὰ
γράφεται στὸ νοῦ καὶ
τὴν καρδιὰ τῶν
ὅπου γῆς
καλοπροαιρέτων κάνοντάς τους διαρκῶς καινούριους.
Παλιγγενεσία, ξαναγέννημα. Εἴμαστε
ὅλοι προσκεκλημένοι. Μιλῶ
σὲ χρόνο ἐνεστῶτα.
Ὅταν οἱ
Πατέρες μας τότε ἔλεγαν «ἐλευθερία ἢ
θάνατος», δὲν ἔψαχναν σλόγκαν
ὅπως κάνουμε οἱ πλεῖστοι
στὴ σημερινὴ ἐποχή,
ἀλλὰ ἐκφράζανε
αὐτὸ ποὺ
ζοῦσαν. Ζώντας μέσα στὴν Ἐκκλησία
τὴν ἐλευθερία ἀπὸ
τὸ θάνατο, ἦταν ἱκανοὶ
νὰ πεθάνουν γιὰ νὰ
ζήσουν. Ἱκανοὶ ἐπίσης
νὰ πεθάνουν γιὰ νὰ
χαρίσουν τὴ ζωή.
Μὴ ἔχοντας
τέτοια βιώματα, δὲν μπόρεσαν πολλοὶ νὰ
καταλάβουν ἕναν ἀγώνα ποὺ
δὲ στηρίχτηκε σὲ μοντέρνα γιὰ
τὴν ἐποχὴ
ἐκείνη ὁπλικὰ
συστήματα. Ἦταν ἕνας ἀγώνας
μὲ ὅπλο τὴν
ψυχή. Γι’ αὐτὸ καὶ
στὸν περίφημο διάλογο μεταξὺ
τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη
καὶ τοῦ Γάλλου
ναυάρχου Δεριγνύ, εἰδικὰ ὅταν
ὁ ναύαρχος τόνιζε στὸν στρατηγὸ
τὴν ἀσύγκριτη ὑπεροχὴ
τῶν Αἰγυπτίων σὲ
σχέση μὲ τοὺς Ἕλληνες,
ὁ στρατηγὸς τοῦ
ἀπάντησε: «Εἶναι ἀδύνατες
οἱ θέσεις μας καὶ μεῖς,
ὅμως εἶναι δυνατὸς
ὁ Θεὸς ποὺ
μᾶς προστατεύει. Πάντα ἤμασταν
λίγοι, ἀλλὰ ὅλα
τὰ θεριὰ πολεμοῦν
νὰ μᾶς φᾶνε
καὶ δὲ μποροῦνε.
Τρῶνε ἀπὸ
μᾶς καὶ μένει καὶ
μαγιά». Μαγκιὰ λεβέντικη χριστιανικὴ
ὀρθόδοξη τούτη ἡ κουβέντα ποὺ
ἐνῶ σημαίνει πάρα
πολλὰ γιὰ μᾶς,
ἀτυχῶς στὰ
αὐτιὰ τοῦ
Γάλλου ναυάρχου παρήγαγε σιωπή: «Τρὲ μπιέν», ἀπάντησε
μὴ καταλαβαίνοντας τίποτα.
Τί νὰ καταλάβει; Ὅσο
μπορεῖ νὰ καταλάβει μὲ
τὸ μυαλό του μόνο, κάποιος ποὺ
ἀκούει «μελίζεται ἀλλ’ οὐ
διαμερίζεται, ἐσθίεται οὐδέποτε δαπανᾶται…
ὁ ἐσθιώμενος καὶ
μηδέποτε δαπανώμενος…» ποὺ λέμε στὴ θεία
Λειτουργία γιὰ τὸ Χριστὸ
ποὺ τρῶμε καὶ
πίνουμε, ἄλλο τόσο κατάλαβε καὶ ὁ
Δεριγνύ. Τὰ παθαίνεις αὐτά, δὲν
τὰ κατανοεῖς, οὔτε
τὰ ἀναλύεις.
«Μένει καὶ μαγιά», εἶπε ὁ
Στρατηγός. Γιατὶ ὁ Χριστὸς
ποτὲ δὲν τελειώνει,
"μηδέποτε δαπανώμενος".
Εἶναι ποὺ
οἱ λόγοι τους καὶ τὰ
ἔργα τους, τῶν ἡρώων,
τεμαχίζουν τὴ σάρκα τους
καὶ μοιράζουν τὸ αἷμα
τους γι' αὐτὸ καὶ
κάτι λένε. Τότε ὁ ἄνθρωπος
γίνεται κατὰ Χάριν Χριστός, ποὺ μελίζεται, δὲν
διαμερίζεται, ἐσθίεται δὲν δαπανᾶται,
τρέφει τοὺς ἄλλους, τρέφεται
καὶ αὐτός, καὶ
"μένει καὶ μαγιά" μᾶς λέει ὁ
Στρατηγός. Τότε παράγει ὁμιλούσα ἱστορία. Ἐδῶ
"κουμπώνει" θὰ λέγαμε καὶ ἡ
γνωστὴ ρήση τοῦ Κωστὴ
Παλαμᾶ "δὲν ἔχω
ἄλλο λόγο νὰ σᾶς
πῶ κανένα, μεθύστε μὲ τὸ
ἀθάνατο κρασὶ τοῦ
21".
Καὶ
οἱ Πατέρες μας καί τὸ 1821 ἀλλὰ
καί τὸ 1940 μέθυσαν μὲ αὐτὸ
τὸ ἀθάνατο κρασὶ
καὶ γι' αὐτὸ
ἔκαναν τὸν γνωστὸ
διάσημο πολιτικὸ τῆς ἐποχῆς
τοῦ 40 νὰ πεῖ:
"μέχρι τώρα λέγαμε ὅτι οἱ Ἕλληνες
πολεμοῦν σὰν ἥρωες,
ἀπὸ δῶ
καὶ πέρα θὰ λέμε ὅτι
οἱ ἥρωες πολεμοῦν
σὰν Ἕλληνες",
καλύπτοντας φυσικὰ καὶ τὸ
φρόνημα τῶν ἀγωνιστῶν
τῆς Παλιγγενεσίας.
Στὴν ἐποχή
μας, ἂς μὴν κρυβόμαστε, ὅλα
αὐτὰ τὰ
πράγματα φαντάζουν στὴν τραγικὴ πλειοψηφία τῶν
ἀνθρώπων εἰρωνία καὶ
φάρσα, ὄχι χωρὶς δικές μας εὐθῦνες.
Αὐτὸ συμβαίνει
διότι τὶς τελευταῖες δεκαετίες
σ' αὐτὸν ἐδῶ
τὸν τόπο γεννήθηκε μιὰ νοοτροπία ποὺ
δὲν ἔχει σχέση μὲ
τὴν Ἑλλάδα. Εἶναι
ἡ λεγόμενη νοοτροπία τοῦ
Ἐθνομηδενισμοῦ. Στόχος εἶναι
νὰ μηδενιστοῦν καί ὁ
τόπος καί ἡ ἱστορία του.
Νοοτροπία καὶ συμπεριφορὰ ποὺ
σκοπεύει νὰ νεκρώσει ὅλα τὰ
ζωντανὰ κύτταρα στὸν ἰστὸ
τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας καὶ
νὰ ὑποτάξει τὴ
ζωὴ στὴν ἰδεολογία.
"Οἰ ἰδέες
προφέρονται [ἀηδίες] στὰ ἀγγλικά,
γι' αὐτὸ καὶ
δὲν εὐδοκιμοῦν
στὰ ἑλληνικά"
προσφυέστατα σημείωνε ἕνας ἀπὸ
τοὺς μεγαλύτερους θυμοσόφους τοῦ
Νέου Ἐλληνισμοῦ, ὁ
Νῖκος Γαβριὴλ Πεντζίκης.
Ἔτσι, ἡ
ἰδεολογία λειτουργεῖ δίκην
προκρούστειας κλίνης, πάνω στὴν ὁποία
ἀπλώνεται ἡ ἱστορία
καὶ ὅ,τι περισσεύει
κόβεται, ἢ ὅ,τι λείπει, τραβᾶμε τὸν
κανβᾶ τῆς ἱστορίας
γιὰ νὰ χωρέσει καὶ
νὰ τὴ φέρουμε στὰ
ἴσα. Ἔτσι φτιάχνουμε
μιὰ ἰστορία ποὺ
δὲν ἔχει σχέση μὲ
τὴν Ἑλλάδα.
Αὐτὴ
τὴν ἐποχὴ
λοιπόν, ζοῦμε τοὺς καρποὺς
τοῦ Ἐθνομηδενισμοῦ
στὸν τόπο τὸ δικό μας καὶ
εἶναι περίεργο ποὺ κάποιοι ποὺ
δούλεψαν γιὰ νὰ φτάσουμε ἐδῶ
ποὺ φτάσαμε σήμερα, ἐκπλήσσονται.
Δὲν εἶναι
ἡ πρώτη φορά.
Ὁ Ἐθνομηδενισμὸς
δὲν ὑπηρετεῖ
οὔτε τὴν Ἑλλάδα,
οὔτε τὸν πολιτισμό
της, οὔτε τὴν ἱστορία
της. Ἄλλος μέγας θυμόσοφος τοῦ
Νέου Ἑλληνισμοῦ, ὁ
Γιάννης Τσαρούχης, τὸν ὁποῖο
συχνὰ μνημόνευε ὁ μακαριστὸς
Σισανίου καὶ Σιατίστης κυρὸς Παῦλος
διαπίστωνε συχνὰ πὼς «ἡ
Ἑλλάδα πέρασε πολλὲς κατοχές,
χειρότερη εἶναι ἡ ἑλληνική».
Μὲ τὴν ἔννοια
ὅτι ὁ Ἐθνομηδενισμὸς
θέλει νὰ συντρίψει καί πατρίδα καί Ὀρθοδοξία
καί οἰκογένεια, ὄχι μὲ
ἀφελὴ τρόπο, ἀλλὰ
θέλει νὰ ἀκυρώσει αὐτὸ
τὸ τρίπτυχο ὡς τρόπο ζωῆς,
ὡς ὀντολογικὴ
πρόταση, ὡς ὀντολογικὴ
ἀλήθεια ποὺ πηγαίνει πέρα
ἀπὸ τὸ
θάνατο.
Ἐνῶ
ὁ θάνατος νικήθηκε κατὰ
κράτος ἀπὸ τούτη κιόλας
τὴ ζωή, καὶ ὁ
τάφος ἔγινε νυφικὸς θάλαμος, καὶ
τοῦτο τὸ ζοῦσαν
ὡς διαρκὴ Εὐαγγελισμὸ
καί ὁ Κολοκοτρώνης καί ὁ Καραϊσκάκης
καί ὁ Παπαφλέσσας καί ὁ Μακρυγιάννης
ποὺ προαναφέραμε, γι’ αὐτὸ
καὶ ἔγραψαν ὄντως
ἱστορία, μὲ μιὰ
πίστη ποὺ νικοῦσε τὸ
θάνατο, ὡς τέκνα τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, οἱ Ἐθνομηδενιστὲς
ζοῦνε ἀνυποψίαστοι καὶ
μᾶς λένε μαζὶ μὲ
τὸν Σοπενάουερ, τὸ ὅτι
«ἡ ζωὴ εἶναι
ἁπλῶς θάνατος ποὺ
διαρκῶς ἀναστέλλεται».
Τί κέφι νὰ ἔχεις
γιὰ νὰ ζήσεις μετά;
Στοὺς ἀντίποδες,
αὐτὸ ποὺ
ζοῦσαν οἱ περισσότεροι
τῶν ἡρώων τοῦ
1821, ἦταν τὸ ὅτι
ἡ ζωὴ εἶναι
ποτάμι ποὺ ἐκβάλλει στὴν
αἰωνιότητα ἀλλὰ
καὶ ἤδη τώρα
διαποτίζεται ἀπὸ αὐτὴν
καὶ γι’ αὐτὸ
ἀνακαινίζεται.
Μὲ τὸν
Ἐθνομηδενισμὸ νὰ
πρυτανεύει ὡς πολιτικὴ σκέψη, τὸ
Κράτος μὲ Πρόσωπο, μὲ ταυτότητα,
μετατρέπεται σὲ Κράτος «νούμερο», ποὺ
ἐνδεχομένως νὰ αὐξάνει
τὸν ἀριθμὸ
τῶν Κρατῶν τῆς
Εὐρώπης.
Κάποτε προσπάθησαν κάποιοι -τηλεοπτικῶς
μάλιστα- νὰ ἀποδομήσουν τὸ
1821. Νὰ γκρεμίσουν ὅσα ἔχουμε
μάθει στὴν ἱστορία μας. Νὰ
σβήσουν τὴν Ψυχὴ ποὺ
κράτησε ὄρθιο τὸ Γένος, παρὰ
τὶς πολλὲς ἀδυναμίες
μας. Αὐτοὺς ποὺ
θαυμάζαμε σὰν ἥρωες, φτάσαν νὰ
μᾶς τοὺς παρουσιάζουν
περίπου σὰν ἀλῆτες
ποὺ ἦρθαν νὰ
διαταράξουν τὸν ὄμορφο τρόπο ποὺ
ζούσαμε στὰ χρόνια τῆς
τουρκοκρατίας. Ξεσηκώθηκαν κάποιοι ἀλῆτες
Ἕλληνες καὶ πῆγαν
νὰ τὰ βάλουν μὲ
τὴν Αὐτοκρατορία.
Ἄλλοι πάλι, ἀφελῶς
μαρξίζοντες, μᾶς λένε πὼς τὸ
κριτήριο τῆς Ἐπανάστασης ἦταν
ἁπλῶς οἰκονομικό.
Τοὺς ἀπαντοῦμε
μέσα ἀπὸ τὸ
δικό τους τρόπο σκέψης πὼς ἂν συνέβαινε
κάτι τέτοιο, θὰ εἶχαν συνασπιστεῖ
οἱ φτωχοὶ Ἕλληνες
καὶ Τοῦρκοι ἀπὸ
τὴ μιά, ἐναντίον τῶν
πλουσίων Ἑλλήνων καὶ Τούρκων ἀπὸ
τὴν ἄλλη. Κάτι
τέτοιο δὲ συνέβη.
Ἄλλοι ἀποδομοῦν
τὸ «Κρυφὸ Σχολειό»,
λέγοντας ὅτι δὲν ὑπῆρχαν
νυχτερινὰ σχολειά, διότι ὑπῆρχαν
αρκετὰ ἡμερήσια. Τοὺς
ἀπαντοῦμε ὅτι
τότε τὸ λαϊκὸ ἀσμάτιο
«Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου νὰ περπατῶ,
νὰ πηγαίνω στὸ σχολειό, νὰ
μαθαίνω γράμματα, τοῦ Θεοῦ τὰ
πράματα», ἐννοώντας προφανῶς ὡς
«Θεοῦ πράματα» κάποια ἀπὸ
ἐκεῖνα ποὺ
καὶ ὁ Ἅγιος
Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς
ἐννοοῦσε, ὅταν
μιλοῦσε γιὰ τὰ
σχολεῖα, θὰ ἔπρεπε
νὰ λέει γιὰ τὴν
ἴδια ἐποχή, «ἥλιε
μου λαμπρέ, λούζεις ὅλη τὴ γῆ
καὶ ἀπολαμβάνουμε τὰ
σύγχρονα μαθήματά μας στὰ σχολεῖα μας», ὄχι
βέβαια τὴν Ὀκτώηχο καὶ
τὸ Ψαλτήρι! Τέτοιο ἆσμα ἀκόμη
δὲν ἀκούσαμε.
Ἄλλοι πάλι ἐπιπόλαια
ταυτίζουν τὴν Ἑλληνικὴ
μὲ τὴ Γαλλικὴ
Ἐπανάσταση λησμονώντας πὼς
ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση
εἶναι ἐμφύλια
διαμάχη, μὲ σαφῆ ἀντιχριστιανικὸ
προσανατολισμὸ καὶ ἀντικληρικαλιστικὸ
μένος, παρ’ ὅλες τὶς σεβαστὲς
ὄντως διακηρύξεις της περὶ
ἐλευθερίας, ἰσότητας καὶ
δικαιοσύνης -τὸ γνωστὸ τρίπτυχο- ἐνῶ
στὴν Ἑλληνικὴ
Ἐπανάσταση ἔχουμε Ἕλληνες
ἐναντίον Τούρκων. Θεμελιώδης ἡ
διαφορά.
Τὸ
«ψαροκόκκαλο», τὸ "ἀγκάθι" ποὺ
κάθησε στὸ λαιμὸ τῶν
ἀποδομιστῶν εἶναι
τὸ «ὑπὲρ
πίστεως καὶ πατρίδος», τὸ «ὑπὲρ
βωμῶν καὶ ἐστιῶν»
καὶ τὸ «γιὰ
τοῦ Χριστοῦ τὴν
πίστη τὴν Ἁγία καὶ
τῆς Πατρίδας τὴν ἐλευθερία»,
τῶν ἀγωνιστῶν,
ὄχι μόνο τοῦ 1821, ἀλλὰ
καὶ τῶν ἀρχαίων
προγόνων μας, καὶ τῶν ἀγωνιστῶν
στὰ βουνὰ τῆς
Πίνδου καὶ τῆς Ἀλβανίας
τὸ 1940, ὅταν
προεξάρχουσα καὶ πολλὲς φορὲς
ἐμφανιζόμενη ἡ Παναγία μας
προσυπέγραψε τὴν νίκη κατὰ τῶν
ὑπεροπτῶν Ἰταλῶν
τοῦ Μουσσολίνι, ἐπαναλαμβάνοντας
τήν, σὲ προγενέστερο χρόνο, ἐμφάνισή
της πάνω στὰ τείχη τῆς Βασιλεύουσας
κατὰ τὴν πολιορκία
της ἀπὸ τοὺς
Ἀβάρους, ἢ τὴν
διαβεβαίωσή της τῆς Θεομήτορος στὸ Γέρο τοῦ
Μοριὰ μετὰ ποὺ
προσευχήθηκε στὸ Χρυσοβίτσι τῆς Ἀρκαδίας,
πὼς ὁ Χριστὸς
ὑπέγραψε τὴν ἀπελευθέρωση
τῆς Ἑλλάδος καὶ
δὲν παίρνει τὴν ὑπογραφή
του πίσω.
-Ποῦ νὰ
συμβαίνουν ὅλα αὐτά; Σὲ
ποιόν χωροχρόνο;
-Μέσα στὸ Σῶμα
καὶ τὸ Αἷμα
τοῦ Χριστοῦ ποὺ
εἶναι ὁ λειτουργικὸς
Χρόνος τῆς Όρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ
Χριστοῦ, ὅπου παρὸν
παρελθὸν καὶ μέλλον
συμποσοῦνται σὲ μία στιγμή, ἡ
ὁποία ἐκρήγνυται μέσα
στὴν αἰωνιότητα τοῦ
Ἀγαπῶντος Χριστοῦ.
Καὶ διερωτᾶσαι
μετὰ ἀπὸ
ὅλα τοῦτα: Ξέρουν Ἱστορία
αὐτοὶ ποὺ
λένε αὐτὰ τὰ
περίεργα; Διάβασαν ποτὲ τὰ ἀπομνημονεύματα
τῶν ἡρώων τοῦ
21, ὅσα τοὐλάχιστον
σώζονται, καὶ εἶναι καὶ
ἀρκετά;
Ἀλλὰ
τὸ ζητούμενο γι’ αὐτοὺς
δὲν εἶναι ἡ
πραγματικὴ ἀλήθεια. Τὸ
ζητούμενο εἶναι πῶς οἱ
ἰσχυροὶ θὰ
καταντήσουν τοὺς λαοὺς εὔκολα
διαχειρίσιμες μάζες.
Ὅλους αὐτοὺς
τὸ 21 τοὺς ἐνοχλεῖ
ἀφάνταστα.
Ἀλλὰ
τὸ κυρίως ἐρώτημα γιὰ
ἐμᾶς εἶναι,
γιατί νὰ ἰσοπεδωθεῖ
ἡ ἰδιοπροσωπία αὐτοῦ
τοῦ Γένους;
Σὰν Ἕλληνες
ἔχουμε ὄντως μιὰ
ἰδιοπροσωπία. Ἔχουμε μιὰ
μακρότατη ἱστορία ποὺ συνεχίζεται. Ἔχουμε
μιὰ παλαιὰ παράδοση ποὺ
ἔρχεται νὰ ἀποδεχθεῖ
τὸ φῶς τῆς
Ἀληθείας, καὶ νὰ
δημιουργήσει ἕναν καινούριο πολιτισμό, τὴ
Ρωμιοσύνη.
Αὐτὸν
τὸν πολιτισμὸ ποὺ
κάποτε οἱ δικοί μας πανεπιστημιακοὶ
τὸν εἰρωνεύονταν σὰν
σκοταδισμό, κι ὅταν ἄρχισαν διεθνῶς
τὰ πανεπιστήμια νὰ ἱδρύουν
ἕδρες γιὰ τὴ
μελέτη τοῦ Βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ,
ἀρχίσαμε λίγο νὰ ντρεπόμαστε
διότι οἱ ξένοι μᾶς ἐξευτέλιζαν
γιὰ τὴν ἄγνοιά
μας.
400 χρόνια σκλαβιᾶς.
Γιατί δὲν ὑποταχθήκαμε;
Γιατί δὲν ἀλλοιωθήκαμε;
Γιατί δὲν συνθηκολογήσαμε; Γιατί δὲν
χωνέψαμε τοὺς κατακτητές μας; Τί μᾶς
προφύλαξε; Ποιός μᾶς συγκράτησε;
Ὑπῆρχε
ἕνα ὅριο
πνευματικό, ἕνα σύνορο, κι ἂς μὴν
ὑπῆρχαν γεωγραφικὰ
σύνορα: ἡ ὀρθόδοξη πίστη
καὶ ἡ ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία. Τὸ εἶπαν
καὶ τὸ κατανόησαν καὶ
οἱ ἴδιοι οἱ
Τοῦρκοι. Τί ζητοῦσαν ἀπὸ
ἕναν ραγιὰ γιὰ
νὰ τουρκέψει; Ν’ ἀλλάξει τὴν
πίστη του. Ἡ γλῶσσα δὲν
τοὺς ἀπασχολοῦσε.
Ἂν ἄλλαζες πίστη,
γινόσουν Τοῦρκος καὶ ἂς
μιλοῦσες Ἑλληνικά. Ὅπως
συνέβη γιὰ παράδειγμα μὲ τοὺς
Βαλαάδες τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας. Ἂν
ἔμενες Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος,
θὰ ἤσουν καὶ
Ἕλληνας. Οἱ Νεομάρτυρες
ποὺ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν
Ὀρθόδοξη πίστη στὰ χρόνια τῆς
Τουρκοκρατίας ἀπὸ τὴν
ἅλωση καὶ μετά, εἶναι
τὸ πνευματικὸ σύνορο, μὲ
σάρκα καὶ ὀστᾶ.
Ὁ φούρναρης, ὁ τσαγκάρης, ὁ
κηπουρός, ὁ κουρέας, οἱ ἁπλοὶ
ἄνθρωποι τῆς γειτονιᾶς,
ποὺ ποτέ τους δὲν διανοήθηκαν ὅτι
θὰ ὑπάρξουν σὰν
μάρτυρες.
Μόλις τοὺς προτείνει ἢ
πάει νὰ τοὺς ἐπιβάλει
ὁ Τοῦρκος νὰ
ἀλλάξουν τὴν πίστη τους,
τοῦ λένε ὅτι μὲ
αὐτὴ τὴν
πίστη ἔχουν ζυμωθεῖ, αὐτὴ
ἡ πίστη τοὺς ἔχει
ἀγκαλιάσει, τοὺς ἔχει
σώσει, μὲ τὴν Ἐκκλησία
ἔχουν περιχωρηθεῖ, τί τοὺς
ζητάει; Νὰ πάψουν νὰ εἶναι
ὁ ἑαυτός τους;
Γι’ αὐτὸ καὶ
ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία δὲν
ἀλλάζουν τὴν πίστη τους, ὅσα
κι ἂν τοὺς τάζουν, μὲ
ὅσα κι ἂν τοὺς
ἀπειλοῦν.
Τί νὰ νοιώσουν οἱ
ἀποδομιστὲς ἀπὸ
ὅλα αὐτά; Γιατί
πασχίζουν; Μήπως λακτίζουν πάνω στὰ καρφιά;
Ἂν
δὲν ὑπῆρχε
ἕνας ἅγιος Κοσμᾶς
νὰ ὀργώσει ὅλη
τὴν Ἑλλάδα θὰ
εἴχαμε τουρκέψει. Δὲν θὰ
ἤξεραν ἑλληνικὰ
νὰ μᾶς ποῦν
ὅλα ὅσα μᾶς
λένε σὲ -μετριότατα- ἑλληνικά. Θὰ
ψάχνανε ἀλλοῦ τὴν
καταγωγή τους.
Ἄρα, τὸ
πνευματικὸ σύνορο ποὺ δὲ
χάθηκε ἦταν καὶ εἶναι
ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὸ
τὸ πνευματικὸ σύνορο μᾶς
ἐξασφάλισε ΚΑΙ τὸ γεωγραφικὸ
σύνορο, ὅποιο κι ἂν εἶναι.
Ὅλοι οἱ
ἅγιοι Νεομάρτυρες πατώντας στὸ
«σκαμνάκι» τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ
ποὺ ὁ ἴδιος
τὸ ὀνόμαζε δόξα καὶ
τάφο του ζώντας τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ τοῦ
Γένους ὡς προσγείωση στὸν πυθμένα τοῦ
τάφου, συναντοῦσαν ὅπως κι ὁ
Ἅγιος, τὸν Ἀναστάντα
Χριστὸ καὶ
συνανασταίνονταν. Μαζί, συνανασταινόταν καὶ ἡ
ἐλπίδα τοῦ ὑπόδουλου
γένους.
Ἔτσι οἱ
σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας στὴν
Ἑλλάδα δὲν
κατασκευάστηκαν σ’ ἕνα γραφεῖο, ἀλλὰ
δομήθηκαν στὸ χρόνο, μὲ αἷμα
καὶ δάκρυα γι’ αὐτὸ
καὶ δὲ μποροῦν
νὰ διαρραγοῦν. Τότε θὰ
καταντούσαμε διχασμένες προσωπικότητες. «Γενικῶς ὁ
Ἕλληνας παρ’ ὅλα τὰ
λάθη του, δὲν εἶναι διχασμένη
προσωπικότητα. Ἁμαρτωλὸς καὶ
ἀποτυχημένος ὑπῆρξε.
Σχιζοφρενὴς ποτέ», σημείωνε ὁ μακαριστὸς
Σιατίστης κυρὸς Παῦλος. Εἴμαστε
λοιπὸν σὲ κάποια ἐποχή,
ποὺ κάποιοι θέλουν νὰ μᾶς
κάνουν σχιζοφρενεῖς.
Ἡ Ἐκκλησία
ὡς Κιβωτὸς τοῦ
Γένους θεμελιώνεται στὸ αἷμα μαρτύρων, ἐπισκόπων,
ἱερέων καὶ ἁπλῶν
πιστῶν.
Ἂν αὐτὸς
ποὺ ἀποκαλεῖ
τὴ μικρασιατικὴ τραγωδία στὶς
προκυμαῖες τῆς Σμύρνης
«συνωστισμὸ» δὲν εἶναι
προδότης μὲ στόχο νὰ ἀλλάξει
τὴν Ἱστορία, τότε
ποιός εἶναι;
Ἔχουμε τὴν
ἰδιοπροσωπία μας.
Ἕνα ἀπὸ
τὰ χαρακτηριστικά της εἶναι
καὶ ἡ φιλοξενία.
Φιλόξενοι εἴμαστε. Πολλοὺς αἰχμαλώτους
αἴφνης τὸ 1940, τοὺς
ταΐζαμε κιόλας.
Αὐτὴ
ἡ ἰδιοπροσωπία μᾶς
κάνει καὶ ξεχωρίζουμε, ὄχι ὑπεροχικά,
ἀλλὰ
διαφοροτρόπως. Κάθε λαὸς ἔχει τὴν
ἰδιοπροσωπία του. Μιὰ καὶ
τονίζουμε τόσο τὴ διαφορετικότητα σήμερα, γιατί νὰ
μποῦμε στὴ χοάνη τοῦ
μαζοπολτοῦ, ὅπου ὅλα
ἀλέθονται γιὰ νὰ
προκύψει μιὰ ἀσυναρτησία; Γιὰ
τοῦτο καὶ γινόμαστε
στόχος τῶν κάθε λογῆς ἐκσυγχρονιστῶν
οἱ ὁποῖοι
εἶναι ἀντίθετοι στὶς
ἰδιοπροσωπίες ὅλων τῶν
λαῶν τῆς οἰκουμένης
στὸ ὄνομα τῆς
μαζοποίησης.
Ἐννοεῖται
πὼς ἡ Ἐκκλησία
δὲν ἀντλεῖ
τὴν ταυτότητά της ἀπὸ
τὴν ταυτότητα τοῦ ἔθνους
στὸ ὁποῖο
παρεπιδημεῖ, διότι ὁ Χριστὸς
δὲν ἐξαντλεῖται
πολιτισμικά. Ἀλλιῶς ὀδηγούμαστε
στὴν αἵρεση τοῦ
Ἐθνοφυλετισμοῦ ἡ
ὁποία πρόσφατα μᾶς ξύπνησε ἀπὸ
τὸ μεγάλο λήθαργο μιᾶς θεολογικῆς-θολολογικῆς
αὐτάρκειας πολλῶν δεκαετιῶν.
Αὐτὴ
ἡ συνύπαρξη, συναλληλία καὶ
συμπόρευση Ἐκκλησίας καὶ Γένους, μὲ
γνήσιο κοινοτικὸ πνεῦμα, φυλάει τὰ
πνευματικά μας ὅρια. Ἀκόμη καὶ
ἡ πολυάριθμη ὁμογένειά μας,
γύρω ἀπὸ τὶς
ἐκκλησίες συναντιέται καὶ
δηλώνει τὴν ὕπαρξή της. Ἐκεῖ
ποὺ δὲν ὑπάρχουν
σαφῆ γεωγραφικὰ ὅρια,
μᾶς διατηρεῖ ἑνωμένους
τὸ πνευματικὸ ὅριο.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς
καθιστᾶ ἱκανοὺς
καὶ νὰ
προσλαμβάνουμε τὰ ἀφομοιώσιμα
δεδομένα τῆς περιρρέουσας κοινωνικοοικονομικῆς
καὶ πολιτισμικῆς ἀτμόσφαιρας,
ἀλλὰ καὶ
νὰ μὴ χάνεται ἡ
διαφορετικότητα, ἡ ἰδιοπροσωπία
μας.
Παλιά, ἦταν εὐχῆς
ἔργο καὶ ἀρετὴ
τὸ «ἀμύνεσθαι περὶ
πά-τρης». Σήμερα ἐγκωμιάζεται τὸ «ἀμύνεσθαι
περὶ πά-ρτης». Κοίτα τὴν πάρτη σου καὶ
ἄσε τὰ ὑπόλοιπα.
Πῶς νὰ
συναντήσεις τὸ πνεῦμα τῆς
Παλιγγενεσίας ὅταν ἀπολύονται πχ
20.000 ὑπάλληλοι-συνάνθρωποί μας, γιὰ
νὰ εὐημεροῦν
οἱ ἀριθμοί; Πῶς
νὰ στηριχθεῖ κανεὶς
σὲ μία ἀφιλάνθρωπη οἰκονομία,
ποὺ μεταχειρίζεται τοὺς ἀνθρώπους,
ὄχι σὰν πρόσωπα ἀγάπης,
ἀλλὰ σὰν
ἀντικείμενα χρήσης;
Κομπάζουμε οἱ
σημερινοὶ νεοέλληνες γιὰ τὶς
γνώσεις μας, χωρὶς νὰ μᾶς
ἀπασχολεῖ τὸ
ἂν συνδέονται αὐτὲς
μὲ ἐνάρετη βιοτή.
Μᾶς ἐλέγχει ὅμως
ἕως καὶ ὀ
ἀρχαῖος μας
πρόγονος ποὺ λέει ὅτι κάθε ἐπιστήμη
ὅταν χωρίζεται ἀπὸ
τὴν ἀρετή, εἶναι
πανουργία, ὄχι σοφία.
Ὑπάρχουν σήμερα
πεπαιδευμένοι ἄνθρωποι ποὺ ἐμπαίζουν
τὴν ἀρετή. Νὰ
ρωτάει μαθητὴς κάποτε στὸ σχολεῖο
ἂν θὰ γίνει προσευχὴ
καὶ νὰ λαμβάνει ἀπάντηση
ἀπὸ τὸν
καθηγητή: αὐτὲς τὶς
βλακεῖες σοῦ μαθαίνει ἡ
μάνα σου; Νὰ φωνάζουμε νὰ καταργηθοῦν
οἰ παρελάσεις καὶ νὰ
βλέπουμε τοὺς ὀμογενεῖς
μας νὰ τὶς χαίρονται
μεταφέροντας τὸ στίγμα μας παντοῦ; Ποιά σχέση
μπορεῖ νὰ ἔχουν
αὐτὰ μὲ
τὸ πνεῦμα τῆς
Παλιγγενεσίας; Μπορεῖ νὰ λειτουργήσει
σήμερα ἡ οἰκογένεια ὡς
ἀνάχωμα στὴν πάσης μορφῆς
λαίλαπα ποὺ μᾶς κατακλύζει;
Ποιά εἶναι τὰ πνευματικά
μας ἀντισώματα; Γιατί παραπαίουμε ἀνάμεσα
σὲ μιὰ θνήσκουσα
Δύση ποὺ δὲ γίνεται δική
μας -ὅπως εἶναι φυσικό- καὶ
σὲ μιὰ ἀειθαλὴ
Παράδοση ποὺ δὲν ξέρουμε πιὰ
πῶς νὰ Τὴν
ἀκούσουμε;
Διαβάζουμε, ἀναφέρει ὀ
μακαριστὸς Σιατίστης Παῦλος σὲ
ἐπιστολὴ τοῦ
ἀγωνιστῆ Ὀδυσσέα
Ἀνδρούτσου πρὸς συγγενή του
ποὺ σκέφτεται νὰ παντρευτεῖ:
"Υἱέ μου ἀγαπητέ, εἶσαι
σὲ θέση; Εἶσαι ἄξιος;
Ἔχεις ἐφόδια νὰ
ἀναλάβεις μιὰ τέτοια εὐθύνη";
Ποιός ρωμηὸς μιλάει ἔτσι σήμερα στὰ
παιδιά του; Τὸ μόνο ποὺ φροντίζουμε εἶναι
νὰ τοὺς κληροδοτοῦμε
σπίτια, ποὺ ὅμως γίνονται
τάφοι τους γιατὶ αὐτοὶ
ποὺ θὰ κατοικήσουν σὲ
αὐτὰ δὲν
ἔχουν τὶς πνευματικὲς
προϋποθέσεις.
Αὐτὸ
ποὺ δὲν πέτυχε ἡ
σκλαβιὰ τοῦ 1821, τὸ
πέτυχε ἡ σημερινὴ "ἐλευθερία"
τῆς Ἑλλάδος. Γι' αὐτὸ
καὶ ὀ μεγάλος
Μακρυγιάννης διαπίστωνε μὲ πίκρα πὼς "ἂν
ἐπρόκειτο νὰ παλεύαμε γιὰ
τέτοια ἐλευθερία, καλύτερα νὰ μέναμε
σκλαβωμένοι".
Θὰ κλείσουμε ὅμως
αἰσιόδοξα, λέγοντας ὅτι μιὰ
στάση ἐκ βαθέων προσοχῆς, μὲ
πολλὰ δάκρυα μετάνοιας εἶναι ἱκανὰ
νὰ ἀλλάξουν ἄρδην
τὸ σκηνικό, ὁδηγώντας μας σὲ
μιὰ ὄντως
Παλιγγενεσία, δικαιώνοντας τοὺς ἥρωές
μας ποὺ τὴν ὁραματίστηκαν,
τὴν ὀνειρεύτηκαν, πῆραν
δύναμη καὶ κατόρθωσαν πολλά, ἀφήνοντάς μας ἐμᾶς
τὰ ὑπόλοιπα...