Εν πρώτοις θα ήθελα να εκφράσω τις
ευχαριστίες μου για την διοργάνωση του παρόντος Διεθνούς Συνεδρίου, στην πόλη
της Καλαμάτας, και δεύτερον για τη δυνατότητα που μου δίνετε να μιλήσω ενώπιον
ενός τόσο υψηλού και εκλεκτού ακροατηρίου και μάλιστα για ένα θέμα τόσο
επίκαιρο και σημαντικό, το οποίο θα πρέπει να προβληματίζει όχι μόνο τον πολιτικό
κόσμο αλλά και τον θρησκευτικό πολιτισμό μας, αφενός γιατί βρισκόμαστε μπροστά
σε μία πρόκληση διαχρονική, όπως τα ολοκαυτώματα και οι γενοκτονίες, και
αφετέρου γιατί οι Θρησκείες και οι Εκκλησίες καλούνται να αναλάβουν έναν
πρωταρχικό ρόλο στην διαμόρφωση του νέου κοινωνικού μοντέλου, ώστε να
συμβάλλουν εποικοδομητικά και ουσιαστικά στην εδραίωση μιας έμπρακτης
εφαρμογής των αγαθών της ειρήνης, της καταλλαγής, της αλληλεγγύης και της
συνεργασίας μεταξύ των λαών και των πολιτισμών.
Εξαιτίας αυτού
του ρόλου τους οι Θρησκείες και οι Εκκλησίες καλούνται να απαντήσουν σε
ορισμένα ερωτήματα, τα οποία είναι στοιχεία καθοριστικά της ταυτότητάς τους:
α) Οι Θρησκείες και οι Εκκλησίες
μπορούν να καλλιεργούν και να υποστηρίζουν τη βία και τον θάνατο; Μπορούν να
είναι αρωγοί σε κάθε έννοια «ιερού πολέμου»; Μπορούν να μην σέβονται την
διαφορετικότητα και να μην αγωνίζονται για την εδραίωση της ετερότητας;
Αποδέχονται μέσα από την ανεκτικότητα τον θρησκευτικό και εθνικό πλουραλισμό,
ως στοιχεία πολιτισμού;
Η προϋπόθεση για τις απαντήσεις σε όλα
αυτά τα ερωτήματα είναι η απαλλαγή από τα φοβικά σύνδρομα της θρησκευτικής
εσωστρέφειας ή καθαρότητας και του απομονωτισμού, γιατί είναι στοιχεία που
καλλιεργούν την ψευδαίσθηση της υπεροχής και της αυτάρκειας έναντι των άλλων,
και συγχρόνως δίνουν τη δυνατότητα σε κάποιους ηγέτες, πολιτικούς ή και
θρησκευτικούς, να εμφανίζονται και να δρουν ως αυτόκλητοι σωτήρες και
παράγοντες εθνοκάθαρσης με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, δηλαδή την απόρριψη της
διαφορετικότητας, την υιοθέτηση της αποκλειστικότητας, του φονταμενταλισμού,
του νεοσυντηρητισμού και των αποκλεισμών, αλλά και την ανάπτυξη επιχειρησιακών
σχεδιασμών ολοκληρωτικού αφανισμού εθνών και λαών προκειμένου να επιβληθούν
εθνικά και θρησκευτικά.
Έκφραση τέτοιου εθνικού και
θρησκευτικού αφανισμού είναι το ολοκαύτωμα, όπως αυτό σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε
από τους Ναζί, και οι γενοκτονίες του Αρμενικού λαού, του Ποντιακού και του
Μικρασιατικού Ελληνισμού εν ονόματι μιας εθνοκάθαρσης.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το
Ολοκαύτωμα από τους Ναζί προκλήθηκε από Χριστιανούς κατά Εβραίων και οι
γενοκτονίες των Αρμενίων, των Ποντίων και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από
Μουσουλμάνους κατά των Χριστιανών.
Ανάλογη μορφή σύγχρονης έκφρασης γενοκτονίας
και ολοκαυτώματος αποτελούν και τα γνωστά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001
στις ΗΠΑ, και ότι ακολούθησε σε πολιτικό και θρησκευτικό επίπεδο.
Όλα αυτά τα γεγονότα επιβεβαιώνουν ότι
τα συγκεκριμένα θέματα δεν είναι μόνο πολιτικά αλλά ότι έχουν και την θρησκευτική
τους διάσταση και προέλευση.
Η συγκεκριμένη λοιπόν θρησκευτική
διάσταση των ολοκαυτωμάτων και των γενοκτονιών φέρνει και πάλι στο προσκήνιο
των συζητήσεων τα παρακάτω βασικά και ουσιαστικά ερωτήματα:
α) «Πότε μία θρησκεία ή θρησκευτική
κοινότητα χαρακτηρίζεται ως υγιής;».
β) «Ποια είναι τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά αυτής της υγιούς θρησκευτικότητας;».
γ) «Το ήθος της Ορθοδοξίας αποτελεί
έκφραση υγιούς θρησκευτικότητας;».
Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα
επιβάλλονται και από τη σπουδαιότητα του θέματος και το σκοπό του παρόντος συνεδρίου.
Χωρίς να παραβλέπουμε την ιστορική
πραγματικότητα, ότι δηλαδή η Ορθοδοξία ανέκαθεν μαρτυρούσε το ήθος της και
μάλιστα σε δύσκολες πολιτισμικά εποχές, αναγνωρίζουμε ότι σήμερα καλείται να δώσει
και πάλι το στίγμα της μέσα σε ένα νέο διεθνοποιημένο περιβάλλον ιδιαιτέρως
ανομοιογενές, πολυθρησκευτικό και πολυπολιτισμικό. Εντός αυτού θα πρέπει να
επισημάνουμε ότι οφείλει να συνδιαλλαγεί, αμετάπτωτη ως προς από τα δομικά
στοιχεία της παράδοσης και του ήθους της, πάντοτε όμως με ειρηνική διάθεση ώστε
να αναδείξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, προκειμένου να καταστεί ωφέλιμη
και αναγκαία στο πλαίσιο της διεθνούς σκηνής και του διαλόγου.
Ορισμένες διευκρινίσεις ως προς το
περιεχόμενο της έκφρασης «Ήθος της Ορθοδοξίας» θεωρώ ότι είναι αναγκαίες.
Α. Το «Ήθος
της Ορθοδοξίας» δεν αποτελεί κάποιο σύστημα ηθικών αξιών, που υπαγορεύει μία
συγκεκριμένη συμπεριφορά, αλλά είναι ένας τρόπος ζωής που περιγράφεται μέσα από
τις προοπτικές των ευαγγελικών αρχών της αγάπης, της ελευθερίας και της
αποδοχής των άλλων, στοιχεία τα οποία υποδεικνύονται όχι μόνο στην Αγία Γραφή,
αλλά και στην Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Με βάση τα στοιχεία αυτά η Ορθοδοξία
μπορεί να αποτελέσει το γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη μιας διαλεκτικής στο
πεδίο των διεθνών σχέσεων, νοηματοδοτώντας τις σχέσεις των λαών χωρίς αποκλεισμούς,
αλλά και των Θρησκειών χωρίς απολυτοποιήσεις.
Β. Η θεώρηση του ανθρώπου αποκλειστικά
και μόνο ως ατόμου, και η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων του με
διακηρύξεις και διεθνείς αποφάσεις μόνο, δεν εδραιώνουν μίαν αυτάρκεια και
δεν αποτελούν συστατικά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης, όταν είναι αποκομμένα
από τη ζωή και την ύπαρξη των άλλων συνανθρώπων μας, γιατί ο άνθρωπος
περιχαρακωμένος στα δικαιώματά του ατομικά και μόνο απολυτοποιείται
θρησκευτικά. Το λάθος αυτό επιτείνεται μάλιστα όταν ο κάθε πολίτης ή κάθε έθνος
αισθάνεται να απειλείται, ολοένα και περισσότερο, από την παρουσία άλλου
έθνους ή πολίτου, γι’ αυτό και απορρίπτει την ετερότητα και δεν αποδέχεται την
διαφορετικότητα, με αποτέλεσμα να οδηγείται σε μία διαλυτική ασυδοσία.
Προφανώς, αυτή η περιορισμένη θεώρηση
του ανθρωπιστικού μοντέλου δεν είναι επαρκής, ακόμη και ως διακριτική αποδοχή
και εγγενή αξιοπρέπεια του ανθρωπίνου προσώπου, γιατί είναι άλλο θέμα η
εκδήλωση σεβασμού στο ανθρώπινο πρόσωπο του οποίου η παρουσία καθίσταται
σημαντική, απαραίτητη και αποδεκτή μόνο στο βαθμό που δεν απειλεί τη ζωή μου ή
στο βαθμό που μου είναι χρήσιμος για την επίτευξη της ατομικής μου ευτυχίας και
των επιδιώξεών μου, ενώ συγχρόνως μου προκαλεί φόβο, και άλλη σημασία έχει ο
άλλος όταν τον θεωρώ ως πλησίον και αδελφό και ως επιβεβαίωση του εαυτού μου, η
οποία εκφράζεται μέσω της έμπρακτης αποδοχής του.
Εδώ νομίζω είναι και το ιδιαίτερα
λεπτό σημείο, το οποίο απαιτεί πολλή προσοχή. Πώς δηλαδή αποδεχόμαστε τον
άλλον; Γιατί και ο τρόπος ακόμη με τον οποίον τον αποδεχόμαστε είναι μία άλλη
έκφραση φόβου προς αυτόν και απόρριψης της ετερότητας. Τι σημαίνει αυτό; Ότι
ακόμη κι αν αποδεχόμαστε κάποιον, τον αποδεχόμαστε υπό τον όρο ότι είναι κάπως
σαν εμάς, αφού η ίδια η διαφορετικότητα, η ετερότητα δηλαδή, μπορεί να
κατανοείται και ως απειλή. Η πρώτη αντίδρασή μας στον άλλον εκδηλώνεται είτε
με έναν τρόπο ήπιο, προβάλλοντας με κάποιο τρόπο το πρότυπο του δικού μας
εαυτού, είτε με έναν τρόπο βίαιο και ακραίο, ο οποίος εκφράζεται με την
απόρριψη ή την βία και την διαίρεση, την απομόνωση ή και τον αποκλεισμό. Αυτό
έχει ως αποτέλεσμα να διαμορφώνει μία συμπεριφορά, σε ανησυχητικό μάλιστα βαθμό
για τις συνέπειές της, με προεκτάσεις μάλιστα κοινωνικές και κοινωνιολογικές.
Συγκεκριμένα, οι κοινωνίες δομούνται
σε μία ισορροπία, η οποία όμως διαρκεί όσο διαρκούν τα αμοιβαία συμφέροντα και
μπορεί εύκολα η ισορροπία αυτή να μετατραπεί σε αντιπαράθεση και σύγκρουση σε
τοπικό και σε διεθνές επίπεδο, εάν δεν ερμηνευθούν σωστά ή εάν δεν κατανοηθούν
ορθά και σύμφωνα προς το «Ήθος της Ορθοδοξίας».
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα αφορά
στην αποδοχή του άλλου μέσα από μία διαδικασία η οποία περιγράφεται ως
ανεκτικότητα, συμπληρωματικότητα, προσαρμοστικότητα, επικουρικότητα, και η
οποία εκδηλώνεται μέσα από μία σχέση κοινωνίας. Τότε κανένας λαός δεν πρέπει να
ζει μόνο για τον εαυτό του. Πρέπει να συνδέεται με την συνεισφορά του, την
ιδιαίτερη δηλαδή συμβολή του, στη ζωή των άλλων λαών και στην συνύπαρξη των
εθνών.
Όλες αυτές οι περιγραφικές εκφράσεις
υποκρύπτουν μέσα τους δύο στοιχεία: την ελευθερία και την αγάπη, τα οποία
αποτελούν το περιεχόμενο του ιδιαίτερου τρόπου ζωής και ύπαρξης, δηλαδή το
πολιτισμικό φορτίο του «Ήθους της Ορθοδοξίας» και το θετικό πρόσημο σε μία
μορφή κοινωνίας, επειδή το συγκεκριμένο ήθος, ως πολιτισμός, επιβεβαιώνεται
μέσα από τις σχέσεις και την εδραίωση της διαφορετικότητας.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει το σωστό
όραμα αυτής της ισόρροπης σχέσης κοινωνίας, και πρέπει, στο πλαίσιο μιας
συνεργασίας, να δώσει τη μαρτυρία της, με την ορθή νοηματοδότηση των παραπάνω
όρων, τονίζοντας την ελεύθερη κατάφαση στην ετερότητα, ως σεβασμό και αποδοχή
του άλλου, του διαφορετικού, στοιχεία τα οποία συνεπάγονται ότι ο άλλος, ο
διαφορετικός, είναι όπως εγώ. Με βάση δηλαδή την αρχή της ισόρροπης κοινωνίας ως
σχέσης, επιτυγχάνεται η κοινωνική συνοχή και συγχρόνως η υπέρβαση του
κοινωνικού διχασμού μεταξύ του εγώ και του άλλου.
Το δικαίωμα στην ετερότητα αναγνωρίζει
τον υγιή ανταγωνισμό, χωρίς αποκλεισμούς ή αποκλειστικότητες, γιατί με τον
τρόπο αυτό μετατρέπεται η ανισότητα σε διαφορετικότητα, χωρίς να δημιουργεί
φοβίες για μετασχηματισμό ή αλλοίωση της ταυτότητάς μας.
Κατά τούτο, η Ορθοδοξία προσκαλεί και
τις άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες να πραγματοποιήσουν την δική τους έξοδο από
τον εγκλωβισμό τους, τον εσωστρεφή απομονωτισμό τους, την ψευδαίσθηση του
κοινωνικού ακτιβισμού τους, και να προτείνουν τις δικές τους αρχές και θεωρίες
ζωής, δηλαδή ήθους, οι οποίες θα αποτελέσουν μία πραγματικά δυναμική συμβολή
για καταλλαγή και ολοκληρωμένη ανάπτυξη, δηλαδή μιας κοινωνίας ανθρώπινης και
χρηστικής προς τους άλλους. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, ότι αναζητείται ο
προσδιορισμός του περιεχομένου των θεμελιωδών αρχών της κοινωνίας σήμερα από
την διεθνή κοινότητα, η οποία αντιμετωπίζει οξύ πνευματικό υπαρξιακό πρόβλημα
με επιπτώσεις στην ενότητά της. Οι ειδήμονες αναγνωρίζουν ότι δεν θα μπορέσει
να σταθεί για πολύ ακόμη χωρίς ενιαίο πνευματικό προσανατολισμό, χωρίς κάποιο
είδος κοσμοθεωρίας.
Στο «Ήθος της Ορθοδοξίας» η ύπαρξη των
διαφορών δεν σημαίνει και διαίρεση, γιατί η διάκριση δεν φέρνει διάσπαση και η
ενότητα στηρίζεται στην αποδοχή της ετερότητας και όχι στην ισοπεδωτική
ταύτιση. Αυτή η αρχή έχει κάποιες συνέπειες με ιδιαίτερη σημασία για την
σύγχρονη κοινωνία των λαών, των πολιτών, των πολιτισμών, για τη λειτουργία του
διαλόγου και την αποφυγή του απομονωτισμού. Είναι το πνευματικό υπόβαθρο της
πολιτισμικής αλληλοπεριχώρησης και της συνύπαρξης.
Κάθε έθνος, κάθε λαός, κάθε Θρησκεία
έχει ορισμένα και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, με τα οποία δομείται. Είναι αυτά τα
στοιχεία με τα οποία διακρίνεται από τους λαούς και εκφράζει την ιδιοπροσωπία
του. Αυτό πρέπει να το κατέχει και το διατηρεί κάθε λαός, κάθε έθνος και κάθε
Θρησκεία χωρίς όμως να το εγκλωβίζει ή να δημιουργεί τείχη απομονωτισμού και
αποξένωσης. Η θεώρηση αυτή σημαίνει απόρριψη κάθε μορφής συγκεντρωτισμού και
ατομοκεντρικής θεώρησης της ίδιας της ζωής και της κοινωνίας.
Η θεώρηση αυτή των διαπροσωπικών
σχέσεων πρέπει να νοηματοδοτήσει δυναμικά την θεώρηση της λειτουργίας των
κοινωνικών δομών.
Η Ορθοδοξία προτείνει σεβασμό στην
αξία της ανθρώπινης ζωής, όχι ηθικιστικά και πολιτισμικά, γεγονός το οποίο
σημαίνει την έμπρακτη αναγνώριση της προσωπικής αξίας της ίδιας της ζωής και
του ανθρώπου, σε αναφορά πάντοτε προς τον άλλον άνθρωπο και το περιβάλλον και
όχι αποκλειστικά και μόνο προς τον εαυτό του. Αυτό συνεπάγεται υπέρβαση κάθε
μορφής χρησιμοθηρισμού, ωφελιμισμού και σκοπιμότητας, και όχι στασιμότητα και
απραξία, αλλά πραγμάτωση κοινωνικής δυναμικότητας και ανάπτυξης Ο άνθρωπος δεν
κατέχει τίποτε, συμμετέχει όμως παντού σε όλες τις δραστηριότητες της
κοινωνικής δράσης και της ζωής. Μέσα από αυτή τη συμμετοχή αξιολογεί και
αξιολογείται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο κίνδυνος των γενοκτονιών και
των ολοκαυτωμάτων ακόμη και σήμερα, στις σύγχρονες κοινωνίες, τον οποίο θα
μπορέσουμε να αποτρέψουμε, μόνον όταν κατανοήσουμε την ριζοσπαστική αξιολογική
θεώρηση της διαφορετικότητας, ως στοιχείο ανάπτυξης και κυριαρχίας του δώρου
της ίδιας ζωής προς όλους και για όλους. Τότε μόνο μπορούμε να ομιλούμε για
υγιές ήθος κάθε Θρησκείας ή Εκκλησίας, γι’ αυτό και το «Ήθος της Ορθοδοξίας»
είναι υγιές γιατί δεν αντιμάχεται τους άλλους, αλλά καλλιεργεί την συνύπαρξη
στα πλαίσια της διαφορετικότητας, αντλώντας μέσα από τον τρόπο αυτό την
ισόρροπη σχέση με τους άλλους, με τον έμπρακτο σεβασμό προς την ελευθερία και
την προσωπικότητα του άλλου.
Η Ορθοδοξία καλλιεργεί την σχέση αυτή
διαλεκτικά με τον άλλον όσο διαφορετικός και αν είναι, και συμβάλλει με τον
τρόπο αυτό στην ενότητα και όχι στην διαίρεση, στην ελευθερία και όχι στην
καταπίεση, στην συνέπεια και όχι στην ασυδοσία. Απορρίπτει κάθε μορφή
εθνοκάθαρσης, γενοκτονίας και ολοκαυτώματος, και αγωνίζεται για την διατήρηση
της ενότητας και της ειρήνης μεταξύ των λαών.
Σήμερα η έλλειψη μιας αποτελεσματικής δράσης, ικανής να εμπνεύσει ουσιαστικά τον τρόπο διαχείρισης της ίδιας της ζωής, ως κοινωνία σχέσης, καθιστά την ίδια την κοινωνία ηθικά ελλειμματική, γι’ αυτό και συνεχίζονται οι γενοκτονίες και τα ολοκαυτώματα. Η Ορθοδοξία μπορεί να προσφέρει πολλά. Η επιτυχία της έγκειται στον τρόπο με τον οποίο η ίδια αντιλαμβάνεται την λειτουργία των θεσμών, με σκοπό την πραγμάτωση ενός βιώσιμου μοντέλου κοινωνίας εμποτισμένου από τις αρχές του ήθους της. Το εξέφρασαν έμπρακτα με τον ανυπέρβλητο αγώνα τους οι Ορθόδοξοι Έλληνες κληρικοί όλων των βαθμίδων της ιεροσύνης για τη σωτηρία Ελλήνων Εβραίων από τη θηριωδία του γερμανικού ναζισμού στα κρεματόρια, όπου οδηγούνταν ως «πρόβατα επί σφαγήν» γενόμενοι «ολοκαύτωμα» θυσίας στο βωμό της αρρωστημένης ρατσιστικής και σοβινιστικής ιδεολογίας και κοσμοθεωρίας, και γι’ αυτό δικαίως όλοι αυτοί οι κληρικοί χαρακτηρίστηκαν ως «οι Καλοί Ποιμένες». Τότε και μόνο τότε οι γενοκτονίες και τα ολοκαυτώματα θα πάψουν να υπάρχουν, όταν απορρίψουμε έμπρακτα κάθε είδους ρατσισμό, ξενοφοβία και φονταμενταλιστικό απομονωτισμό, στοιχεία ξένα προς το «Ήθος της Ορθοδοξίας» και προς κάθε υγιή θρησκευτικό πολιτισμό.