Η
Σφαγή των Καλαβρύτων (ή και Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων) αναφέρεται στην εκτέλεση
του ανδρικού πληθυσμού και την ολική καταστροφή της κωμόπολης των Καλαβρύτων
στην Ελλάδα, από στρατιώτες της γερμανικής 117ης Μεραρχίας Καταδρομών, κατά τη
διάρκεια της Κατοχής, στις 13 Δεκεμβρίου του 1943.
Η
«Επιχείρηση Καλάβρυτα» ξεκίνησε την 4η Δεκεμβρίου, ως μαζικά αντίποινα στην
εκτέλεση, από τους αντάρτες, 77 Γερμανών στρατιωτών αιχμαλώτων, οι οποίοι είχαν
συλληφθεί μετά τη νίκη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Κερπινής, την 20η
Οκτωβρίου του 1943. Η επιχείρηση στόχευε στην τρομοκράτηση των ντόπιων με
εκτελέσεις αμάχων και λεηλασίες, πυρπόληση οικιών καθώς και στην ολική
εκκαθάριση του ορεινού όγκου του Χελμού από αντιστασιακές ομάδες και αντάρτες.
Οι σφαγές και οι λεηλασίες ξεκίνησαν από την παράκτια περιοχή της Αχαΐας στη
βόρεια Πελοπόννησο. Τα στρατεύματα της Βέρμαχτ, στην πορεία τους, έκαψαν
δεκάδες χωριά και δολοφόνησαν αμάχους, με τελικό προορισμό τα Καλάβρυτα, όπου
και εισήλθαν την 9η Δεκεμβρίου. Συνολικά, σύμφωνα με τους νεότερους ιστορικούς,
εκτελέστηκαν 677 άμαχοι, από τους οποίους οι 499 στα Καλάβρυτα, και
πυρπολήθηκαν περίπου 1.000 σπίτια σε πάνω από 50 χωριά. Μάλιστα, τα ναζιστικά
στρατεύματα άρπαξαν και υλικά αγαθά, τρόφιμα αλλά και ζώα ώστε, σύμφωνα με την
ηγεσία της Μεραρχίας, να στερήσουν από τους κατοίκους των χωριών τις
προϋποθέσεις διαβίωσης.
Η
σφαγή των Καλαβρύτων αποτελεί την πιο βαριά περίπτωση εγκλήματος πολέμου στην
Ελλάδα, κατά την κατοχική περίοδο. Κανένας από τους υπευθύνους των εγκλημάτων
αυτών δεν λογοδότησε στη δικαιοσύνη ενώ μέχρι και σήμερα ακόμα δεν έχει
καταβληθεί καμιά απολύτως αποζημίωση από τη Γερμανία.
Το ιστορικό
Έναρξη της
γερμανικής επιχείρησης
Το
φθινόπωρο του 1943, ο γερμανικός στρατός κατοχής στην Πελοπόννησο απαρτιζόταν
από την 117η Μεραρχία Καταδρομών, υπό τον στρατηγό Καρλ φον Λε Σουίρ (Karl von
Le Suire), με έδρα του επιτελείου της το Περιγιάλι Κορινθίας. Η μεραρχία αυτή
αποτελείτο από Αυστριακούς και Γερμανούς από την Αλσατία, Λοθαριγγία, Ρουμανία,
Σουδητία (περιοχή της Τσεχοσλοβακίας), Βαρτεγκάου κ.α. Πιο πριν, η μεραρχία
αυτή, ως 717η Μεραρχία Πεζικού και με αρκετά διαφορετική σύνθεση και ηγεσία, είχε
συμμετάσχει σε επιχειρήσεις εναντίον ανταρτών και μαζικές εκτελέσεις χιλιάδων
αμάχων, ως αντίποινα, στη Σερβία.
Η
κατάσταση στην Ελλάδα, μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών με τους Συμμάχους,
ενέπνεε μεγάλη ανησυχία στους Γερμανούς. Σύμφωνα με γερμανικό στρατιωτικό
έγγραφο εκείνης της εποχής, το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας δεν ελεγχόταν πια από
τη Βέρμαχτ, της οποίας η κυριαρχία περιοριζόταν στις περιοχές γύρω από τις
βάσεις της. Η διοίκηση της μεραρχίας έβλεπε ότι η ανταρτική δραστηριότητα του
ΕΛΑΣ στην περιοχή των Καλαβρύτων απειλούσε τη σιδηροδρομική και οδική
επικοινωνία της Πάτρας με την Κόρινθο και την Τρίπολη. Έτσι έκρινε ως απολύτως
απαραίτητη την εξουδετέρωση αυτών των ανταρτικών ομάδων. Ως επιχείρηση
αναγνώρισης αλλά και προετοιμασίας, ο Λε Σουίρ διέταξε ένα βιαστικά
συγκροτημένο απόσπασμα, αποτελούμενο από 97 άνδρες, να διερευνήσει την
κατάσταση στην περιοχή γύρω από τα Καλάβρυτα. Το απόσπασμα αυτό θα είχε
επικεφαλής τον λοχαγό Χανς Σόμπερ και θα κινιόνταν με τα απολύτως απαραίτητα
εφόδια και πυρομαχικά, με σκοπό να είναι όσο το δυνατόν πιο ευκίνητο. Για τον
ίδιο λόγο, δεν εφοδιάστηκε με ασυρμάτους, επιλογή που αργότερα αποδείχθηκε
μοιραίο σφάλμα. Η επιχείρηση του λόχου Σόμπερ θα διαρκούσε 2 ημέρες, κατά το
Σαββατοκύριακο της 16ης-17ης Οκτωβρίου 1943.
Η μάχη της
Κερπινής και η παράδοση των Γερμανών στρατιωτών
Ωστόσο
το κεντρικό αρχηγείο Πελοποννήσου του ΕΛΑΣ, με βάση τα Δεμέστιχα, ήξερε ήδη από
κατασκόπους του, για την αναγνωριστική επιχείρηση των Γερμανών. Έτσι έδωσε
εντολή σε σώμα 200 ανταρτών να περιμένει τους Γερμανούς στην Κερπινή, για να
τους εμποδίσει να φτάσουν στα Καλάβρυτα. Την 16η Οκτωβρίου, οι Γερμανοί βάδιζαν
αμέριμνοι, μετά από κοπιαστική αλλά χωρίς προβλήματα πορεία όλη την ημέρα, στο
μονοπάτι από τους Ρωγούς προς την Κερπινή, με σκοπό να κατασκηνώσουν το βράδυ
στο χωριό. Στις 16:45, δέχτηκαν
αιφνιδιαστικά επίθεση από όλες τις πλευρές και κατέφυγαν σε ένα ύψωμα όπου
παρέμειναν όλο το βράδυ, αποκρούοντας διαδοχικές επιθέσεις των ανταρτών. Εν τω
μεταξύ οι αντάρτες είχαν ενισχυθεί και από πλέον 200 άνδρες του εφεδρικού ΕΛΑΣ
καθώς και αγρότες από τα γύρω χωριά. Όλοι ήταν αποφασισμένοι να μην αφήσουν
τους Γερμανούς να καταστρέψουν τα Καλάβρυτα, όπως νόμιζαν ότι ήταν η αποστολή
του αποσπάσματος Σόμπερ. Ευρισκόμενος σε δεινή θέση και μη μπορώντας λόγω
έλλειψης ασυρμάτου να επικοινωνήσει με το αρχηγείο του, ο Σόμπερ αποφάσισε να
επιχειρήσει διάσπαση του κλοιού το ξημέρωμα, με σκοπό να φτάσει στο Αίγιο. Η
προσπάθειά του τελικά απέτυχε με αποτέλεσμα ολόκληρο το απόσπασμα του να
αιχμαλωτιστεί, εκτός από 10 στρατιώτες που κατάφεραν να διαφύγουν σε κοντινή
χαράδρα. Το αποτέλεσμα της συμπλοκής χαρακτηρίζεται ως έξυπνη, από τακτικής
απόψεως, επιτυχία που έφεραν σε πέρας με θάρρος οι άντρες του ΕΛΑΣ.
Αποτυχία των
διαπραγματεύσεων και εκτέλεση των Γερμανών στρατιωτών
Τη
στιγμή της αιχμαλώτισης του λόχου Σόμπερ, διοικητής της 117ης μεραρχίας ήταν ο
Αλεξάντερ Ερνστ Μπούρκβεν, εκ πεποιθήσεως ναζιστής που δεν επρόκειτο να
επιδείξει μετριοπάθεια. Η πρώτη του αντίδραση ήταν η σκέψη να χρησιμοποιηθεί η
αεροπορία η οποία θα επέβαλε αντίποινα μέσω της ρίψης εμπρηστικών βομβών. Τρεις
ημέρες μετά, ανέβαλε τη σκέψη για άμεσα αντίποινα.
Εν
τω μεταξύ, δύο νεαροί άνδρες του ΕΛΑΣ από το χωριό Σουδενά είχαν εκτελέσει 3
Γερμανούς τραυματίες που περιθάλπονταν στο νοσοκομείο των Καλαβρύτων μετά τη
μάχη της Κερπινής. Από το χωρίο εκείνο καταγόταν ο 18χρονος Ντίνος Παυλόπουλος,
τον οποίο είχαν κρεμάσει οι Γερμανοί στα Καλάβρυτα, στις 1 Σεπτεμβρίου 1943. Ο
ένας μάλιστα από τους εκτελεστές ήταν μακρινός συγγενής του Παυλόπουλου. Η
απαγωγή και εκτέλεση των αιχμαλώτων αυτών έγινε παρά τις έντονες αντιρρήσεις
του προσωπικού του νοσοκομείου και θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των
γεγονότων.
Οι
αντάρτες, μη διαθέτοντας κατάλληλα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου, κρατούσαν
τους Γερμανούς στο χωριό Μαζέικα (σημ. Κλειτορία). Οι Γερμανοί αιχμάλωτοι είχαν
εντολή από τον διοικητή τους, Σόμπερ να μην επιχειρήσει κανείς να αποδράσει
προκειμένου να μην επιβαρυνθεί η τύχη των υπόλοιπων. Διοικητής του ΕΛΑΣ στην
περιοχή της Αχαΐας ήταν τότε ο Δημήτρης Μίχος. Όταν ο διοικητής της 117ης
μεραρχίας έμαθε ότι υπήρχαν επιζώντες, άσκησε πίεση στους προύχοντες του Αιγίου
και στον Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, Θεόκλητο Παναγιωτόπουλο,
μετέπειτα αρχιεπίσκοπο, να μεταβούν στην περιοχή των ανταρτών με σκοπό τη
μεσολάβηση για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Απείλησε μάλιστα πως, σε
περίπτωση αποτυχίας τους θα προέβαινε σε μαζικά αντίποινα και εκτεταμένη
καταστροφή χωριών. Σύμφωνα με μαρτυρία του Θεόκλητου που μεταφέρει ο Σπύρος
Μελάς, ο Γερμανός διοικητής πρότεινε να βοηθήσει στον επισιτισμό της Αιγιαλείας
και των Καλαβρύτων με αντάλλαγμα την επιστροφή των στρατιωτών. Στην αποστολή
που συγκροτήθηκε συμμετείχαν τελικά ο δήμαρχος του Αιγίου Αλέξανδρος Καζάνης, ο
δικηγόρος Παναγιώτης (Πάνος) Μεντζελόπουλος, ο συμβολαιογράφος Παναγιώτης
(Τάκης) Μεντζελόπουλος (γερμανομαθής), ο πρόεδρος του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου
Αιγίου Παναγιώτης Ευθυμίου και ο αρχιμανδρίτης Κωνστάντιος Χρόνης ο οποίος είχε
διοριστεί για τον σκοπό αυτό από τον μητροπολίτη. Όλοι παρακάλεσαν τον Θεόκλητο
να μπει ο ίδιος επικεφαλής της αποστολής, αλλά αυτός αρνήθηκε παρόλο που
γνώριζε τον Μίχο προσωπικά. Κατά τον ιστορικό Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, το έκανε από
έλλειψη θάρρους.
Οι
διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν στο χωριό Βυσωκά (σημ. Σκεπαστό) μέσα σε κλίμα
δυσπιστίας. Οι αντάρτες ζήτησαν την απελευθέρωση αιχμαλώτων μαχητών συντρόφων
τους και έγκλειστων κομμουνιστών, ωστόσο οι Γερμανοί εξέφρασαν αντιρρήσεις. Στη
συνέχεια η κατάσταση εκτραχύνθηκε με απειλές των ανταρτών προς τα μέλη της
ελληνικής αντιπροσωπείας, καθώς είχαν εκνευριστεί από τη συμπεριφορά των
Γερμανών. Αργότερα ο Μίχος έγραψε πως οι Γερμανοί δεν ήθελαν να γίνει ανταλλαγή
αιχμαλώτων και πως ήθελαν να επιβάλλουν όρους νικητή σε ηττημένους. Μέσα σε αυτή
τη συγκεχυμένη και απειλητική ατμόσφαιρα, ο Χρόνης επέστρεψε στο Αίγιο και
παρακάλεσε τον μητροπολίτη να μεταβεί ο ίδιος στη Βυσωκά και να ασκήσει την
επιρροή του προς εξεύρεση λύσης. Ωστόσο ο Θεόκλητος αρνήθηκε και πάλι. Έτσι
έστειλε πίσω τον Χρόνη, με άλλα δύο μόνο μέλη της αρχικής αντιπροσωπείας αυτή
τη φορά, καθώς οι υπόλοιποι είχαν φοβηθεί από τις απειλές που είχαν δεχθεί. Η
αποστολή τους απέτυχε και πάλι. Στις 29 Νοεμβρίου, οι Έλληνες αντάρτες
απέστειλαν την τελευταία τους πρόταση, με ονομαστική αναφορά σε Έλληνες
κρατουμένους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας. Πιθανολογείται πως στη
λίστα αυτή περιλαμβανόταν και το όνομα του Νίκου Ζαχαριάδη, έγκλειστου στο
στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου. Επίσης απαιτούσαν την απελευθέρωση 50 Ελλήνων
για κάθε Γερμανό αιχμάλωτο, ακολουθώντας την αναλογία που είχαν ορίσει οι ίδιοι
οι Γερμανοί για τα μαζικά αντίποινα. Επίσης απέτυχε η αποστολή που είχαν
αναθέσει οι Γερμανοί στον ελληνομαθή υπολοχαγό Φραντς Γιούππε, καθώς δεν
επιτεύχθηκε ούτε και τότε συμφωνία για την απελευθέρωση των κομμουνιστών. Μετά
από την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, ο Λε Σουίρ έδωσε εντολή να
απελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι χρησιμοποιώντας βία.
Στις
5 Δεκεμβρίου 1943, έφτασε στα Μαζέικα, όπου κρατούνταν οι Γερμανοί, η είδηση
για τη μάχη στο Παγκράτι, την εκτέλεση αγροτών στο χωριό Δάρα και την πυρπόληση
του χωριού αυτού. Οι Γερμανοί πλησίαζαν στα Μαζέικα. Οι απειλητικές αυτές
ειδήσεις ανάγκασαν τον αρχηγό του αποσπάσματος των ανταρτών, Σωτήρη
Θεοδωρακόπουλο ("Κριαρά") να εγκαταλείψει τα Μαζέικα, μαζί με τους 77
αιχμαλώτους και να καταφύγει στο Πλανητέρο. Η φυγή τους ήταν μάλιστα τόσο
εσπευσμένη που ξέχασαν στο χωριό έναν Γερμανό τραυματία. Στη συνέχεια κατέφυγαν
στο χωριό Μάζι. Το τι επακολούθησε δεν είναι ξεκάθαρο αλλά φαίνεται πως στην
ομάδα Θεοδωρόπουλου έφτασε γραπτή εντολή να εκτελέσει τους αιχμαλώτους. Τα μέλη
της ομάδας αρνήθηκαν να εκτελέσουν τη διαταγή, όπως και ο αρχηγός τους, ο
οποίος την ίδια ημέρα επέστρεψε στο χωριό του. Την εκτέλεση των αιχμαλώτων
ανέλαβε άλλη ανταρτική ομάδα, με επικεφαλής κάποιον Κάραλη από τη νότια Μάνη.
Τελικά
οι Γερμανοί αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν ομαδικά στην άκρη μιας χαράδρας βάθους
80μ., δύο ώρες βορειοανατολικά από το Μάζι. Τα πτώματά τους ρίχτηκαν στη
χαράδρα, όμως δύο αιχμάλωτοι επέζησαν. Ο ένας, μάλιστα, κατάφερε να φτάσει
μόνος στη μονάδα του.
Η σφαγή
Το
εξαγριωμένο γερμανικό απόσπασμα που βρήκε τους νεκρούς ισοπέδωσε το Μάζι και εκτέλεσε
5 Έλληνες. Το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου, ο Λε Σουίρ έστειλε μέσω ασυρμάτου τη
διαταγή «να εκτελεστεί ο ανδρικός πληθυσμός και να πυρποληθούν τα χωριά». Η
«επιχείρηση Καλάβρυτα» ανατέθηκε τελικά στον ταγματάρχη Εμπερσμπέργκερ.
Οι
Γερμανοί, με επικεφαλής τον Εμπερσμπέργκερ, στο δρόμο για τα Καλάβρυτα,
εκτέλεσαν 143 άνδρες -και παιδιά σε κάποιες περιπτώσεις-, στα χωριά Ρωγοί,
Κερπινή, Άνω και Κάτω Ζαχλωρού, καθώς και στη Μονή Μεγάλου Σπηλαίου. Επίσης
έκαψαν περίπου 1.000 σπίτια σε πάνω από 50 χωριά, αφού τα λεηλάτησαν
αποκομίζοντας περισσότερα από 2.000 πρόβατα και μεγαλύτερα ζώα και περίπου
260.000.000 δραχμές. Επίσης, καταστράφηκαν και άλλα χωριά και εκτελέστηκε και
άλλος κόσμος από διαφορετικά τμήματα των γερμανικών στρατευμάτων.
Τέσσερις
μέρες μετά την άφιξή τους στα Καλάβρυτα, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν στον προαύλιο
χώρο του Δημοτικού σχολείου τους κατοίκους της κωμόπολης και διαχώρισαν τον
ανδρικό πληθυσμό από τα γυναικόπαιδα και τους υπερήλικες. Στη συνέχεια τα
γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι κρατήθηκαν στο εσωτερικό του σχολείου, ενώ οι
άνδρες και οι έφηβοι άνω των 13 ετών οδηγήθηκαν στην Ράχη του Καππή στις
παρυφές της κωμόπολης. Ο λόφος αυτός ήταν μια τοποθεσία προσεκτικά επιλεγμένη
καθώς ήταν αμφιθεατρική και επικλινής και στην οποία δύσκολα θα γλίτωνε κανείς
από τα πυρά, ενώ παράλληλα είχε πλήρη θέα στα σπίτια των Καλαβρύτων που
φλεγόντουσαν. Εκεί οι Γερμανοί τους εκτέλεσαν με συνεχείς ριπές πολυβόλων,
σκοτώνοντας περίπου 500 (κατά τις νεότερες εκτιμήσεις) άτομα. Άλλες εκτιμήσεις
μιλάνε για 600, 700 ή και πάνω από 800 άτομα· ενώ αναφέρεται πως 13 άτομα
κατάφεραν να γλυτώσουν. Οι γυναίκες και τα παιδιά κατάφεραν να αποδράσουν από
το σχολείο ενώ η κωμόπολη φλεγόταν έπειτα από την πυρπόληση της από τα
ναζιστικά στρατεύματα και οι φλόγες πλησίαζαν απειλητικά το κτίριο. Παράλληλα,
όλα τα πολύτιμα αγαθά, σοδιές και τρόφιμα, είχαν αρπαχτεί και φορτωθεί στον
Οδοντωτό. Την επόμενη ημέρα οι ναζί πυρπόλησαν το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας,
που συνδέεται στενά με την Ελληνική Επανάσταση του 1821, καθώς επίσης και το
όμορο χωριό Βυσωκά.
Στη
θέση του εγκλήματος διατηρείται μνημείο, ως ανάμνηση των πεσόντων και του
φρικτού γεγονότος, και κάθε χρόνο γίνεται αναμνηστική εκδήλωση και επιμνημόσυνη
δέηση.
Κανένας
από τους υπευθύνους των εγκλημάτων αυτών δεν λογοδότησε στη δικαιοσύνη. Παρά το
γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει αναγνωρίσει δημόσια τη
ναζιστική αγριότητα κατά των Καλαβρύτων, ακόμα δεν έχει καταβληθεί καμιά
αποζημίωση. Τον Απρίλιο του 2000, ο τότε Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας
της Γερμανίας, Γιοχάννες Ράου, επισκέφτηκε τα Καλάβρυτα όπου εξέφρασε
συναισθήματα ντροπής και βαθιάς θλίψης για την τραγωδία. Εντούτοις όμως, δεν
ανέλαβε την ευθύνη εξ ονόματος του γερμανικού κράτους και δεν αναφέρθηκε στο ζήτημα
των αποζημιώσεων.