Είχε πει το
«Δεύτε λάβετε φως», το χαιρόταν. Θυμόταν που πάλευε μικρός να πάρει πρώτος τη
φλόγα. Τώρα παπάς, ξέρει πως δεν είναι αυτό το φως, άλλο φως έχουμε ανάγκη να
πάρουμε, τώρα το ξέρει, αλλά συνεχίζει να χαμογελά με το πάθος των μικρών
παιδιών που θέλουν να είναι πάντα πρώτοι. Κι ύστερα γέμισε φώτα η Εκκλησία.
«Πάμε, Χρηστάκο» είπε στον γιο του που ήταν δίπλα του. Χαιρόταν ο Χρηστάκος,
μπορεί κάπως να λέγανε για τον παπά πατέρα του τα πρωτάκια από το δημοτικό,
αλλά σήμερα… σήμερα ήταν άλλο. Φορούσε τη χρυσή στολή με τα κόκκινα και του
πήγαινε.
Αυτός, που
ούτε στιγμή δεν μπορούσε να μείνει ήσυχος, σήμερα καθόταν δίπλα στον πατέρα του
περήφανος. Τον κοίταζε ο πατέρας του: Μωρέ, σαν να ψήλωσε ο μπόμπιρας! «Πάμε,
Χρηστάκο, πάρε το εξαπτέρυγο». Βγήκαν έξω στο προαύλιο όπου ήταν η εξέδρα, ήταν
λίγο πριν από τις 12. Ο παπά-Διονύσης τη φοβόταν αυτή τη στιγμή. Τα τελευταία
χρόνια στη Δροσιά, την ώρα που έλεγε «Χριστός Ανέστη», γινόταν πόλεμος,
ναυτικές φωτοβολίδες, όπλα. Προσπάθησε κάποια στιγμή να τους πει να
σταματήσουν, «δεν είναι αυτό η Ανάσταση» τους έλεγε. Το ίδιο έλεγαν και οι
επίτροποι, αλλά τι να κάνουν; Μια φορά τόλμησε ένας να το πει στον αστυνόμο.
«Μην τα βάζεις με τα έθιμα» του είπε. Πού να απευθυνθείς;
«Διαγενομένου
του Σαββάτου», διάβασε ο παπά-Διονύσης, «και ουδενί ουδέν είπον. Εφοβούντο
γαρ», Τελείωσε το ευαγγέλιο. Εψαλε το πρώτο «Χριστός Ανέστη», άναψε ο πόλεμος.
Κρότοι και φώτα παντού. Ο κόσμος φοβήθηκε. Ο Χρηστάκος σήκωσε τα μάτια του και
κοίταξε τον πατέρα του. Έτοιμος ήταν να πει: «Τέλος! Αν δεν σταματήσετε, δεν θα
κάνουμε Ανάσταση σήμερα». Την ώρα εκείνη ο Κ., γείτονας, 25 χρονών παιδί, είχε
πάρει ένα πιστόλι ναυτικό κι έριξε. Η φωτοβολίδα χτύπησε σε ένα δέντρο, γυρνάει
και χτυπάει τον Χρηστάκο στο πρόσωπο. Πάγωσε ο παπά-Διονύσης… «Παιδί μου»,
είπε, «παιδί μου!» Αυτό ήταν το «Χριστός Ανέστη» που άκουσαν στη Δροσιά εκείνη
την Ανάσταση.
Έτρεξαν το
παιδί στο νοσοκομείο, στην εντατική. Πέντε μέρες ο παπά-Διονύσης κρατούσε το
χεράκι, όπως το κρατούσε πάντα όταν αρρώσταινε, και παρακαλούσε για ένα θαύμα,
να σωθεί το παιδί, ο Χρήστος, ο Χρηστάκος του. Οι φίλοι του έλεγαν: «Να τον
κρεμάσουμε τον φονιά, σκότωσε το παιδί!» Τους είπε να σωπάσουν.
«Αφήστε τον, σας
παρακαλώ, δεν θέλω ούτε να διωχθεί, εμείς φταίμε που τόσα χρόνια το ανεχτήκαμε
και κοροϊδεύαμε τον Χριστό με τα βεγγαλικά και δεν προσπαθήσαμε να τους
σταματήσουμε. Εμείς φταίμε. Ας τιμωρηθεί το παιδί με την αγάπη μας. Τι θα έκανε
ο Χριστός στη θέση μας; Αυτό να ρωτάτε». Τέσσερα μερόνυχτα παρακαλούσε. Την
τέταρτη νύχτα δεν ξέρουμε τι έγινε, ήταν στην εκκλησία, στο Ιερό, τον είδαν το
πρωί κίτρινο αλλά γαληνεμένο. Λίγο πριν από τις 11 ήρθαν από το νοσοκομείο.
«Δυστυχώς κάναμε ότι μπορούσαμε» είπαν. Ο παπά-Διονύσης κοίταξε τον ουρανό κι
ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του στο χώμα.
Η άλλη μέρα, η
αναστάσιμη, ήταν για τη Δροσιά μεγάλη Παρασκευή. Άσπρο το φέρετρο. Κι ο παπά-Διονύσης,
χλομός, δίπλα να του κρατάει το χεράκι, όπως έκανε πέντε μέρες τώρα στην εντατική.
Τον κρατούσε και περνούσε μπροστά του όλη η μικρούλα ζωή του Χρηστάκου. Η
εγκυμοσύνη, «μην κουνιέσαι, θα τα κάνω όλα εγώ», η ώρα της γέννησης, η χαρά
μόλις ήρθε κι όλα πήγανε καλά. Θυμήθηκε την ώρα που έβγαζαν τον γιο του από την
αίθουσα τοκετού κι άνοιξε τα ματάκια του και τον κοίταξε: «Γεια σου, Χρηστάκο».
Θυμήθηκε τα πρώτα ξενύχτια, αυτός σηκωνόταν με το πιο μικρό του κλάμα, και μετά
δεν μπορούσε να κοιμηθεί, τον έπιανε λιγάκι ο ύπνος στον όρθρο, εκεί κοντά στην
Αγία Τράπεζα. Θυμήθηκε την πρώτη μέρα στο δημοτικό πριν από λίγους μήνες. Είχε
πάρει μια τσάντα μεγαλύτερη από το μπόι του και πήγαινε με το κεφάλι ψηλά,
περήφανος, κρατώντας το χέρι του.
Όταν τέλειωσαν
τα της κηδείας, τον πίεσαν να κάνει μήνυση. Αυτός και πάλι αρνήθηκε. Την άλλη
μέρα πήγε στον Κορυδαλλό. Τον έψαξε. Αυτόν που τον έλεγαν φονιά. Μόλις είδε τα
μάτια, δάκρυσε και του έπιασε το χέρι. Κλαίγανε και οι δύο. «Σώπα», του είπε,
«αυτός που δίνει τη ζωή γνωρίζει». Και τον συγχώρεσε.
ΥΓ. Πρόκειται
για μια αφήγηση ενός πραγματικού περιστατικού που συνέβη το Πάσχα του 2011.
Νεκρός ήταν ο Χρήστος Σούτζιος, επτά χρονών, γιος του εφημέριου Διονυσίου
Σιούτζιου στο χωριό Δροσιά της Εύβοιας.
Το δάκρυ στο Άγιο Ποτήριο
Μια Κυριακή
του Ιουνίου ήταν το μνημόσυνο. Στο «σα εκ των σων» κοίταξε τον σταυρό στην Αγία
Τράπεζα. Δεν ήταν ο Χριστός αυτός, ο Χρηστάκος του ήταν, ο Χρηστάκος που τον
κοίταζε. Δάκρυσε ο πατέρας. Όταν ξανακοίταξε τον σταυρό, είδε στο πρόσωπο του
Χριστού το παλικάρι που ήταν ακόμα στη φυλακή που τον είχαν για φονιά του γιου
του. Όταν ξανασήκωσε τα μάτια, είδε το πρόσωπο του Χριστού να δακρύζει και το
δάκρυ να πέφτει στο Άγιο Ποτήρι.
Κείνη τη μέρα
κοινώνησε όλη την πίκρα του κόσμου. Κείνη τη μέρα κοινώνησε ‘όλη τη χαρά της
Ανάστασης που υπερβαίνει το χρόνο και αγγίζει τις καρδιές των ανθρώπων που
μπορούν ακόμα να αγαπήσουν. «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και
πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» άκουσε στην καρδιά του… «Δεύτε».