Τo τραίνο
ετοιμάζεται δια τας Πάτρας. Η ώρα είναι περίπου 9η πρωινή. Μετ’ ολίγον
ακούονται ολίγα ντιν νταν. Η καμπανίτσα του Σιδηροδρομικού Σταθμού των Καλαμών
ειδοποιεί τους επιβάτας της αμαξοστοιχίας να ετοιμασθώσι. Δεν παρέρχονται πολλά
λεπτά και μια μαλακή φωνή διασχίζει το πρωινό ανοιξιάτικο αεράκι. «Εις τας
θέσεις σας…».
Σφυρίζουσα και
ασθμαίνουσα γοργοκυλά η αμαξοστοιχία. Τέσσαρες – πέντε κυρίαι γελώσαι κάτι
τιτιβίζουν εις ισάριθμους κυρίους. Εις τα πρόσωπα μερικών φαντάρων, που είναι
εις το διπλανό βαγόνι, είναι ζωγραφισμένη η νεανική χαρά. Πηγαίνουν οι καϋμένοι
να κάμουν Πάσχα εις τα σπίτια των, γύρω από τους προσφιλείς ιδικούς των… «Ω,
πόσον είναι αγαπητό το μαγεμένο χώμα της ιδιαιτέρας πατρίδος!».
Τα μάτια μου
δεν ξεκολλούν πέρα από την πρασινοφορεμένη και ανθοστολισμένη φύση. Ίσταμαι,
όρθιος εις το βαγόνι και κυττάζω με χαρά τα πουλάκια που παίζουν και πετούν από
δένδρου εις δένδρον. Λίγο παρέκει το πράσινο ταπέτο των σταφιδαμπέλων
ευρύνεται. Ο τελευταίος παγετός δεν έφερε και πολύ μεγάλες ζημιές. Οι
βασανισμένοι κτηματίαι, οι είλωτες αυτοί της ζωής, που με την τιμίαν εργασίαν
των διατρέφουν πολλά κοινωνικά παράσιτα, ραντίζουν γύρω τα τρυφερά βλασταράκια
που έχουν απομείνει από την θεομηνίαν.
Θουρία. Ωραίαι αναμνήσεις!
Ασλάναγα, ή Μεσοποταμία! Μπάστα ή Πλατύ! Πέντε –
έξι χωρικοί γύρω εις ένα τραπεζάκι ενός μικρού εξοχικού καφενείου. Ιδού και ο
Πάμισος. Με φιδίσια χάρι, τα γαλανά νερά του που έρχονται από τον Άγιο Φλώρο
σιγοκυλούν δια μέσου της Μακαρίας και χύνονται κάτω εις τον Μεσσηνιακόν κόλπον.
Τζεφερεμίνι ή
Βαλύρα! Κατεβαίνω. Δέκα έως δεκαπέντε ξανθοί και ροδαλοί Γερμανοί νέοι
καταλαμβάνουν με τα δισάκια των ένα βαγόνι της αμαξοστοιχίας δια να μεταβούν
εις τα Ολύμπια. Και ενώ εκείνη αρχίζει πάλιν να τρέχη, οι Γερμανοί παίζουν με
τα όργανά των ένα αποχαιρετιστήριον γερμανικό μαρς. Ω, ζηλευτή νεότης!
Και τώρα πλέον
ιππεύων εις ένα ημίονον περνώ με την συνοδείαν μου – ήτο και άλλος ένας – τον
δρόμον που διασχίζει το Τζεφερεμίνι και φθάνει εις την Μονήν Βουλκάνου. Τα
καφενεία γεμάτα. Έξω από το χωριό ένα ποταμάκι κυλά τα νερά του γλυκά – γλυκά
μέσα από τις πράσινες ιτιές και παρέκει μια ντροπαλή βοσκοπούλα βόσκει τα
προβατάκια της.
Καθώς
ανεβαίνομεν για το Μοναστήρι χιλίων ειδών χρωματισμοί απλώνονται τριγύρω μας
από τα ανθισμένα κλαράκια και από τα ανοιγμένα χορταράκια. Ένα γλυκύ και
μεθυστικό μοσχοβόλημα διαχέεται πανταχού. Τα χωράφια με τους αγρούς παρέκει μας
ενθαρρύνουν με την ευφορίαν των καρπών των. Και μέσα απ’ όλα αυτά το πνεύμα
μεταρσιούται εις κόσμους ουρανίους και η ψυχή μαγεύεται.
«Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία
εποίησας».
Εντός ολίγου
φθάνομεν εις την Ιεράν και περιώνυμον Μονήν του Βουλκάνου. Αφιππεύω και ασκεπής
εισέρχομαι δια να προσευχηθώ εις τον ναόν της Θεοτόκου… Ω, Μαρία Παρθένε, χάρις
εις τον Μονογενή Σου υιόν, η δόξα Σου έσται ανυπέρβλητος εις τους αιώνας.
Ανατολή εις το Μοναστήρι
Οι κωδωνίσκοι
του μοναστηριού κτυπούν χαρωπά. Ένας – ένας εξέρχονται οι μοναχοί από την
εκκλησίαν και γλυκά – γλυκά ακούονται να λέγουν το «Χριστός Ανέστη». Οι χωρικοί
με τους ποιμνιοβοσκούς που ήλθαν και αυτοί από την νύκτα για να σηκώσουν
Ανάσταση, χαρούμενοι απαντώσιν «Αληθώς Ανέστη», «Αληθινός ο Κύριος».
Εξέρχομαι
λιγάκι από την περίβολον του Μοναστηριού. Πέρα εις την Ανατολήν φαίνεται να
προβάλη το λαμπρό φως του «Εκηβόλου» ηλίου. Αι χρυσαί ακτίνες του που πίπτουν
επάνω από τα ανθισμένα δένδρα και γύρω από το απέραντο πράσινο τελλάρο της γης
ενούμενος με την δροσούλα της αυγής σχηματίζουν χίλιες δύο ιριδώσεις και μύρια
όσα χρώματα εμπρός εις τα οποία και ο καλύτερος ζωγράφος μένει εκστατικός.
Παρέκει εις το
φουντωμένο δάσος τα πουλάκια ψάλλουν ένα γλυκύτατο άσμα εις τον ουράνιον Πατέρα
για τα καλά που χαρίζει εις τον επίγειο τούτον κόσμον. Καταθέλγεται η ψυχή ν’
ακούη την θαυμασία αυτή και θεία αρμονία.
Τα μελισσάκια
βομβούν και αυτά γύρω από τ’ ανθάκια, ενώ πέρα εις ολίγην απόστασιν βόσκουν τα
αθώα προβατάκια και το κουδούνισμά των μαζί με τον ολόγλυκο ήχο της φλογέρας
του βοσκού αντιλαλούν εις τα πέριξ λιβάδια. Οποία ψυχική μαγεία! Θαρρεί κανείς
πως την ώρα της Ανατολής του ηλίου το παν προσεύχεται και δοξολογεί τον
Πάνσοφον – Πλάστην του. Όλα εκείνα που λέγομεν ημείς οι άνθρωποι ευχαριστούν
τον ύψιστον Θεόν, για την άπειρον καλωσύνην του και μόνον μερικοί από εκείνους
που καυχώνται ότι έχουν λογικόν και γνώσιν θέλουν να είναι ασυναίσθητοι και
πεπωρωμένοι εμπρός εις τα μεγαλεία του Θεού.
Αλλά καιρός να
επιστρέψωμεν εις τον περίβολον της Βουλκανιώτισσας για να προγευματίσωμεν…
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ
Πηγή: Αναδρομές από το αρχείο του “Θάρρους”