Τις λεπτομέρειες αυτές, τις
διηγήθηκε ο ίδιος ο πρωταγωνιστής ιερέας , Διονύσιος Παπανικολοπουλος και
μετέπειτα Μητροπολίτης Ιερισσού , Αγίου Όρους και Αρδαμεριου στον τότε
προϊστάμενο της Θρησκευτικής Υπηρεσίας των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στη Μέση
Ανατολή Μητροπολίτη Παντελεήμονα Φωστίνη. Η εκτενής αυτή διήγηση καταγράφηκε
στο έργο του Μητροπολίτη «Αγώνες για την πατρίδα στην ξενιτειά», ανάμεσα στα
άλλα απομνημονεύματά του από την δράση του στη Μέση Ανατολή.
«17 Απριλίου του 1941. Ο
Θρυλικός Αβέρωφ ήταν αραγμένος στην Ελευσίνα και τριγυρισμένος με
συρματοπλέγματα για να αποφύγει τορπίλες υποβρυχίων. Ερρίφθηκε η γνώμη να τον βουλιάξουν
για να μη πέσει στα χέρια του εχθρού. Τότε ο παπάς του, ο αγωνιστής των πολέμων
της ξηράς ως στρατιωτικός ιερεύς από το 1912 ως το τέλος της μικρασιατικής
καταστροφής, αισθάνθηκε την καρδιά του να σπαράζει. Ένα τέτοιο τέλος το θρυλικό
καράβι; Ο Αβέρωφ; Δεν το βαστούσε η καρδιά του. Ήταν μεγάλη Πέμπτη. Λίγο πριν βραδιάσει
εκκάλεσε γύρω του το πλήρωμα του καραβιού. Η Εκκλησίτσα ήταν έτοιμη για την Ι.
Ακολουθία των Παθών του Κυρίου. Τα μάτια του ήταν βουρκωμένα. Γενική συγκίνησης
σε όλους τους άνδρες. «Παιδιά – είπε – θέλουν να μας βουλιάξουν το θρυλικό μας
καράβι. Το βαστάει αυτό η ψυχή σας; Τέτοιο άδοξο τέλος να έχει το ποιο
δοξασμένο καράβι μας; ο Αβέρωφ; Θα μας καταριούνται από τον ουρανό οι ψυχές των
ηρώων μας ναυτικών, του Μιαούλη, του Κανάρη του Κουντουριώτη, της
Μπουμπουλίνας. Ειδέστε με τα ψυχικά σας μάτια, παιδιά, το Ναύαρχο Παύλο
Κουντουριώτη στον ουρανό. Κλαίει και μας εξορκίζει να δώσουμε τέλος ανάλογο με
τη δόξα του στο καράβι. Τι λέτε παιδιά;”
Οι ναύται και οι αξιωματικοί,
όσοι είχαν απομείνει, εσκέφθησαν λίγο και έπειτα με μια φωνή είπαν «Παπά, θα
κάνουμε ότι μας πεις». Ο παπάς εξακολουθεί. «Πρέπει να πάρουμε τον Αβέρωφ και
να φύγουμε. Πρέπει να σώσουμε την τιμή του». «Σύμφωνοι όλοι», εφώναξε το
πλήρωμα. Εν τω μεταξύ οι θερμασταί άναβαν τα καζάνια και οι μηχανικοί ετοίμαζαν
τις μηχανές. Ο παπάς συνεχίζει «Μα, πρέπει να είμαστε και εξηγημένοι. Θα λάβετε
υπ’ όψι σας ότι πεντακόσια τα εκατό έχουμε να βουλιάξουμε περνώντας το
ναρκοπέδιο. Αν ο Θεός μας περάσει από κει χωρίς να πάθουμε κακό, έχουμε
τριακόσια τα εκατό να βουλιάξουμε το φράγμα της Ψυτταλείας. Αν κι’ εκείνο μας βοηθήσει
ο Θεός να περάσουμε, έχουμε διακόσια τα εκατό να βουλιάζουμε στο δρόμο από τις
βόμβες των αεροπλάνων. Αν και αυτό τον κίνδυνο περάσουμε, τότε θα σώσουμε την
τιμή του Αβέρωφ και του Ναυτικού μας. Αν – Θεός φυλάξοι – βουλιάξουμε, τότε
εμείς μεν θα πάμε δοξασμένοι στον ουρανό να βρούμε αιωνία ανάπαυση, η τιμή δε
του Ναυτικού μας θα μείνει πάντα στην ελληνική ιστορία ένας θρύλος. Τι λέτε,
έπειτα από αυτά, παιδιά;» Οι ναύται και οι αξιωματικοί κλαίνε από συγκίνηση.
Μερικοί ξεσπούν σε λυγμούς και όλοι με μια φωνή «Θα φύγουμε, παπά, με τον
Αβέρωφ και ότι πη ο Θεός ας γείνη». Ο παπάς εγύρισε το πρόσωπό του για να σπογγίσει
τα δάκρυά του και έπειτα κάνοντας το Σταυρό του εφώναξε «Ευλογητός ο Θεός! Είδα
σήμερα όραμα, παιδιά! Ένας γέρος ασπρομάλλης παρουσιάσθηκε εμπρός μου. Ενόμισα
ότι ήταν ο γέρος πατέρας μου πεθαμένος εδώ και λίγα χρόνια σε ηλικία εκατό
χρόνων. Πατέρα – του είπα – πού βρέθηκες εδώ; Και εκείνος μου είπε ήρεμος: «Δεν
είμαι ο πατέρας σου. Είμαι ο Άγιος Νικόλαος και ήλθα να σου πω ότι θα είμαι μαζί
σας. Μη φοβόσαστε. Τίποτα δεν θα πάθετε. Πηγαίνετε στο καλό. Θα φθάσετε εκεί
που θέλετε. Ο Θεός είναι μαζί σας». Οι ναύτες ανατριχιασμένοι έκαναν το Σταυρό
τους και εφώναξαν: «Ο Θεός μαζί μας» και έτρεξαν όλοι να ετοιμάσουν το καράβι,
ο παπάς επήγε στο Εκκλησάκι του καραβιού και άρχισε την Ακολουθία των Παθών του
Κυρίου. Είχε νυχτώσει, όταν έβγαλε τον Εσταυρωμένο. Πέρασε όλα τα διαμερίσματα
του πλοίου, τις αποθήκες των πυρομαχικών, τα κανόνια, τους πύργους και επί
τέλους στερέωσε τον Εσταυρωμένο στον πύργο της πρώρας και εφώναξε με όλη τη δύναμη
των πνευμόνων του:
- Παιδιά μου, έχουμε κυβερνήτη
τον ίδιο τον Χριστό!». Οι ναύτες άνοιξαν δίοδο στα συρματοπλέγματα και ο γέρο
Αβέρωφ με κυβερνήτη τον ίδιο τον Χριστό, εμψυχωτή τον παπά και καπετάνιο τον
τιμημένο πλωτάρχη Δαμηλάτην ξεκίνησε. Αληθινά το χέρι του Χριστού οδηγούσε το
καράβι.
Πέρασε το ναρκοπέδιο χωρίς να συμβεί τίποτε
και έφθασε στο φράγμα της Ψυτταλείας. Εκεί ο διοικητής των πυροβολείων έστειλε
σήμα στον Αβέρωφ να μη επιχειρήσει να περάσει το φράγμα, γιατί θα τον βουλίαξη.
Σε δύο στιγμές τα τρομερά κανόνια του καραβιού έστρεψαν τα στόμιά τους στα
πυροβολεία της Ψυτταλείας και απήντησε ο καπετάνιος: “Εάν και μια πιστολιά πέσει,
θα γείνη στάχτη σε λίγα δευτερόλεπτα όλη η Ψυττάλεια”. Ναύτες κατέβηκαν να κόψουν
το φράγμα. Κόπηκε με το πρώτο χτύπημα σαν νάταν από κλωστή! Ο Χριστός οδηγούσε!
Ο θρυλικός Αβέρωφ είχε ξεφύγει πλέον τους τρομερούς κινδύνους και προχωρούσε
προς τις Φλέβες. Εκεί έφθασε μια βενζινάκατος κάνοντας σήματα. Κατέβηκαν στη
σκάλα μερικοί αξιωματικοί και είδαν μέσα στη βενζινάκατο τον πλοίαρχο
Βλαχόπουλο, κυβερνήτη του Αβέρωφ.
- Με τι σκοπό έρχεσαι; του
φωνάζουν.
Και εκείνος με λαχτάρα απαντά:
- Ήλθα μαζί σας, παιδιά, να
φύγουμε μαζί.
Με αλαλαγμούς χαράς και
δακρυσμένα μάτια εδέχθησαν τον κυβερνήτη το πλήρωμα και ο θρυλικός Αβέρωφ
άνοιξε όλη του την ταχύτητα πλέοντας προς την Τσακωνιά. Εκεί ξημέρωσε.
Για να αποφύγει τον βομβαρδισμό
των αεροπλάνων, ζύγωσε κοντά στα πανύψηλα και απότομα όρη της Κυνουρίας και
εκεί πέρασε όλη την ημέρα. Δεν τον ανακάλυψαν τα αεροπλάνα των Γερμανών. Μόλις νύχτωσε,
ξεκίνησε πάλιν για την Κρήτη. Ο παπάς έψαλλε την Ακολουθία του Επιταφίου, τον
οποίον περιέφερε σε όλο το πλοίο. Όση δύναμη είχαν οι μηχανές του ανέπτυξε
ταχύτητα και εξημερώθηκε στη Σούδα της Κρήτης. Και από εκεί έπειτα από λίγες
ημέρες έφθασε στην Αλεξάνδρεια. Έτσι σώθηκε η τιμή του Αβέρωφ, αλλά και ένας
νέος τίτλος προσετέθη στο στέμμα της Ελληνικής Εκκλησίας με τον άθλο του αρχιμανδρίτη
Διονυσίου Παπανικολοπούλου».
Το κείμενο είναι απόσπασμα από
την ομιλία του Διευθυντή Θρησκευτικού του ΓΕΣ , Πανασιολογιωτατου Αρχιμανδρίτη
π. Μελέτιου Κουρακλη , κατά την εκδήλωση
του Συνδέσμου Έφεδρων Αξιωματικών Νόμου Εύβοιας , για το Έπος του 1940 .