Το
ιστορικό πλαίσιο
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και ο αγώνας των
Ελλήνων για την Ανεξαρτησία δεν αποτέλεσε μόνο την έναρξη της διάλυσης της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και την αφορμή για μια αναδιάταξη των
διπλωματικών δεδομένων της Ευρώπης. Έτσι, κατά την διάρκεια της Ελληνικής
Επανάστασης συγκροτήθηκε μια νέα ισχυρή συμμαχία, μεταξύ της Αγγλίας, της
Γαλλίας και της Ρωσίας, που θα διαρκούσε περισσότερο από 100 χρόνια και θα
αποτελούσε την πιο ανθεκτική συμμαχία των νεότερων χρόνων. Μια συμμαχία, που
σύμφωνα με τον ιστορικό Βασίλη Παναγιωτόπουλο, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε
«Συμμαχία του Ναβαρίνου», καθώς εκεί στο Ναβαρίνο, δοκιμάστηκε στην πολεμική
σύρραξη η αντοχή του διπλωματικού εγχειρήματος, καθώς και η υπεροχή του
Ευρωπαϊκού ναυτικού απέναντι στο Ανατολικό. Έτσι, μέσα από τις συμπληγάδες του
ναυτικού πολέμου και της διπλωματίας γεννήθηκε η θεσμική ανεξαρτησία της
Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα σταθεροποιήθηκε και νομιμοποιήθηκε το νέο διπλωματικό
μόρφωμα: «προστάτιδες δυνάμεις».
Ωστόσο, αυτή η σημαντική αλλαγή συσχετισμών στην
Ευρώπη δεν ήταν ούτε ανώδυνη, ούτε αθώα, καθώς αυτή η ισχυρή συμμαχία
εμπεριείχε όλες τις αυτονόητες αντιφάσεις, τις αντιπαλότητες και την καχυποψία
κάθε μέρους. Στα πλαίσια αυτού του νέου Ευρωπαϊκού επεκτατισμού, καμία από τις
τρείς χώρες δεν ήταν διατεθειμένη να δεχτεί την κυρίαρχη παρουσία κάποιου μέρους
στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Έτσι, το θέμα της τριπλής παρουσίας και των
επιρροών στη συγκρότηση του νέου κράτους, αποκτούσε ξεχωριστή σημασία και
σχεδόν δραματικές διαστάσεις, καθώς ο ρόλος των τριών συμμάχων-ανταγωνιστών θα
έπρεπε να είναι συμμετρικός και σχεδόν ομοιόμορφος.
Έτσι, τον Ιούλιο του 1828, επτά μήνες μετά την
άφιξη του Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια στην Ελλάδα, οι τρείς ρυθμίστριες Ευρωπαϊκές
Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) αποφάσισαν με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου
(19 Ιουλίου 1828) την αποστολή στο Μοριά γαλλικού εκστρατευτικού σώματος, το
οποίο θα είχε ως έργο την επιβολή της ανακωχής μεταξύ των εμπόλεμων Τούρκων και
Ελλήνων, καθώς και την επίβλεψη της εκκένωσης της Πελοποννήσου από τον
Αιγυπτιακό στρατό του Ιμπραήμ. Αξίζει να σημειωθεί ότι, το γαλλικό
εκστρατευτικό σώμα δεσμευόταν να μην συμπράξει σε πολεμικές επιχειρήσεις εκτός
Πελοποννήσου και όφειλε να αποχωρήσει μετά την επίτευξη των παραπάνω. Η
διπλωματική αυτή παράμετρος αποτελούσε συνέχεια προηγούμενων διπλωματικών
συμφωνιών για την Ελλάδα και συμβάδιζε με τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των τριών
Δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ ανταποκρινόταν στους πολιτικούς
σχεδιασμούς τους για την επίλυση του Ελληνικού Ζητήματος σε συνδυασμό με τον
ενδεχόμενο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Έτσι, στα τέλη Αυγούστου και στις αρχές
Σεπτεμβρίου του 1828, 15.000 άνδρες υπό τις διαταγές του στρατηγού Maison
αποβιβάστηκαν στην Μεσσηνία. Όμως, ελάχιστες μέρες νωρίτερα (8 Αυγούστου), με
ενέργειες της Αγγλίας, είχε υπογραφεί στην Αλεξάνδρεια συνθήκη που προέβλεπε
την αποχώρηση του αιγυπτιακού στρατού από το Μοριά, γεγονός που μείωνε
σημαντικά την σημασία του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος. Στις 9 Σεπτεμβρίου ο
Ιμπραήμ ανέλαβε επίσημα την υποχρέωση εφαρμογής της συνθήκης και μέχρι τα τέλη
Οκτωβρίου 1828 οι αιγύπτιοι είχαν αναχωρήσει, ενώ οι τουρκικές αρχές είχαν
αποσυρθεί και η Πελοπόννησος είχε απελευθερωθεί. Επίσης, κατά την παραμονή
τους, οι Γάλλοι επισκεύασαν οχυρώσεις (όπως στο φρούριο του Ναβαρίνου),
κατασκεύασαν δρόμους (όπως Ναβαρίνου-Μεθώνης και Άργους-Ναύπλιου), κατασκεύασαν
γέφυρες (όπως στον ποταμό Πάμισο, στο δρόμο Καλαμάτας-Μεθώνης), έχτισαν
στρατιωτικές εγκαταστάσεις (όπως οι στρατώνες στο φρούριο του Ναβαρίνου) κλπ.
Κατόπιν αυτών, το μεγαλύτερο μέρος του γαλλικού στρατιωτικού σώματος επέστρεψε
στη Γαλλία τον Μάιο του 1829, μετά από 8,5 μήνες παραμονής στο Μοριά. Ωστόσο, η
ελληνική κυβέρνηση ζήτησε και πέτυχε να παραμείνει μια γαλλική «υπομεραρχία
κατοχής», ώστε να περιοριστούν οι αρνητικές συνέπειες της αναχώρησης (το σώμα
αυτό αποχώρησε τον Ιούλιο του 1833 οπότε αντικαταστάθηκε από τα βαυαρικά
στρατεύματα).
Η
οργάνωση της Επιστημονικής Αποστολής
Την ίδια χρονική περίοδο, ήρθε να προστεθεί μια
παράλληλη Γαλλική πολιτισμική παρουσία, η γνωστή Γαλλική Επιστημονική Αποστολή
του Μοριά, καθώς η επιστημονική-πολιτισμική παράμετρος είχε σημαντική θέση σε
αυτό τον αδυσώπητο αγώνα των επιρροών, καθώς τα περιθώρια μιας άνισης
διείσδυσης στο πολιτικο-στρατιωτικό και διπλωματικό πεδίο ήταν ουσιαστικά
περιορισμένα. Είχε προηγηθεί η Γαλλική Επιστημονική Αποστολή στην Αίγυπτο που
είχε συνοδεύσει τον Ναπολέοντα στην εκστρατεία του 1798. Έτσι, στις 28 Ιουλίου
1828, ο διευθυντής του Τμήματος Καλών Τεχνών του Γαλλικού Υπουργείου
Εσωτερικών, ο υποκόμης De Simeon, υπέβαλε εκτενές υπόμνημα προς τον Υπουργό
Εσωτερικών Martignac για την οργάνωση μιας επιστημονικής αποστολής, η οποία θα
συγκέντρωνε παντός είδους ύλη για τα εδάφη του υπό δημιουργία Ελληνικού
κράτους, ενώ στη συνέχεια θα δημοσίευε τα ερευνητικά αποτελέσματα. Η εισήγηση
εγκρίθηκε το Νοέμβριο του 1828 και ο Martignac με επιστολή του, προς τις τρεις
Ακαδημίες του Ινστιτούτου της Γαλλίας, ζητούσε να συστήσουν μια επιτροπή
εντεταλμένη να επιλέξει τα μέλη, να συντάξει τις οδηγίες και να μεριμνήσει για
την εκτέλεση των εργασιών της αποστολής.
Η κεντρική επιτροπή του Ινστιτούτου εξέλεξε ειδική
εξαμελή επιτροπή για το Μοριά, που αποτελείτο από στελέχη προερχόμενα από τις
τρεις Ακαδημίες, ενώ πρότεινε την σύσταση τριών τμημάτων: Φυσικών Επιστημών,
Αρχαιολογίας και Αρχιτεκτονικής-Γλυπτικής, που αντιστοιχούσαν στις τρεις
Ακαδημίες του Ινστιτούτου. Το σχέδιο έγινε δεκτό από τον υπουργό Εσωτερικών και
στις 26 Δεκεμβρίου 1828 εκδόθηκε η σχετική απόφαση. Σε κάθε τμήμα ορίστηκε ένας
Διευθυντής επικεφαλής μιας ομάδας συνεργατών, χωρίς όμως να οριστεί κεντρική
διοίκηση υπεύθυνη για τον συντονισμό, γεγονός που προκάλεσε κατά την εφαρμογή
προστριβές και ανταγωνισμούς. Η στελέχωση της κρατικής αυτής αποστολής έγινε
από 20 περίπου επιστήμονες και καλλιτέχνες, ενώ για την επιλογή τους, οι
επίτροποι των Ακαδημιών έλαβαν υπόψη τις ειδικότητες, την ικανότητα και την
εμπειρία των υποψηφίων, αλλά και τις διασυνδέσεις που διατηρούσαν με την κυβέρνηση,
το στρατό και το Ινστιτούτο. Το τμήμα Φυσικών Επιστημών περιέλαβε οκτώ πρόσωπα
και Διευθυντής του ήταν ο συνταγματάρχης Bory de Saint Vincent (1778-1846),
σημαντικός φυσιοδίφης, γεωγράφος και μέλος του Ινστιτούτου της Γαλλίας. Το
τμήμα Αρχαιολογίας περιέλαβε έξι πρόσωπα και Διευθυντής του ήταν ο αρχαιολόγος
Leon-Joseph Dubois (1780-1846), έφορος αιγυπτιακών αρχαιοτήτων στο μουσείο του
Λούβρου. Τέλος, το τμήμα Αρχιτεκτονικής και Γλυπτικής περιέλαβε πέντε πρόσωπα
με Διευθυντή τον αρχιτέκτονα Guillaume Abel Blouet (1795-1853).
Σε σχέση με την υλική προετοιμασία της αποστολής
και την διασφάλιση των μετακινήσεων στο εσωτερικό της χώρας την υποστήριξη
ανέλαβε ο γαλλικός στρατός. Tο ποσό με το οποίο πιστώθηκε κάθε τμήμα για την
ολοκλήρωση των εργασιών ανερχόταν στο ποσό των 3.000 φράγκων, ενώ ανάλογο ποσό
αντιστοιχούσε στην αξία του υλικού εξοπλισμού. Στη συνέχεια, στις 13 Ιανουαρίου
1829, οι επίτροποι έδωσαν γενικές εντολές και αναλυτικές επιστημονικές οδηγίες
στα στελέχη των τμημάτων, ενώ προβλεπόταν ότι, το σύνολο του πληροφοριακού
υλικού και των αντικειμένων που θα προκύψουν από τα μέλη της Αποστολής θα
άνηκαν στην Γαλλική Κυβέρνηση, η οποία στη συνέχεια θα τα διαβίβαζε στην
επιτροπή του Ινστιτούτου της Γαλλίας.
Η
Επιστημονική Αποστολή στο Μοριά
Η Επιστημονική Αποστολή ξεκίνησε από το Παρίσι
στις αρχές Ιανουαρίου 1829, συγκεντρώθηκαν στην Τουλόν και αναχώρησαν για την
Ελλάδα στις 10 Φεβρουαρίου με τη φρεγάτα «Κυβέλη». Μετά από ένα δύσκολο
χειμωνιάτικο ταξίδι, φθάνουν στον όρμο του Ναβαρίνου στις 2 Μαρτίου 1829 και
αποβιβάζονται την επόμενη μέρα. Με σαφείς οδηγίες, σε σχέση με τον εντοπισμό
αρχαιολογικών ερειπίων και τις θέσεις που παραδίδονται από τον Στράβωνα, τον
Παυσανία αλλά και από τα ταξιδιωτικά έργα των Pouqueville και Gell, καθώς και
με την σύνταξη χαρτών, τοπογραφικών σχεδίων, παρατηρήσεων για τους κατοίκους
και το περιβάλλον, αναλυτικών δρομολογίων, αρχαιολογικών αποτυπώσεων και
τεκμηριώσεων πάνω στα αρχαία υλικά κατασκευής, τα μέλη της ομάδας ξεκινούν την
επιστημονική αποστολή τους.
Η Πελοπόννησος, μετά από τις δοκιμασίες του
επταετούς αγώνα, ήταν ένας τόπος σε αναταραχή, με πληγές και ερείπια σε όλους
τους τομείς. Κατεστραμμένοι οικισμοί, καμένη και ερημωμένη ύπαιθρός, απίστευτη
ένδεια και φτώχεια, δυσκολία στις μετακινήσεις, άθλιες συνθήκες υγιεινής,
ανύπαρκτες έως αδύναμες διοικητικές αρχές, φόβος και καχυποψία του
ταλαιπωρημένου πληθυσμού, συνθέτουν το πολυτάραχο σκηνικό που έχουν να
αντιμετωπίσουν. Οι περισσότεροι συνταξιδιώτες, σύντομα ή μη, προσβλήθηκαν από
ασθένειες και δεν κατάφεραν να συμμετάσχουν σε πολλές επιτόπιες έρευνες, ενώ
δεν έλειψαν οι προστριβές και οι διαφωνίες που οδήγησαν σε αποσκιρτήσεις και
αυτονομήσεις. Το σύνολο των αντιξοοτήτων αυτών συντέλεσε στον περιορισμό των
εργασιών σε διάστημα τριών έως έξι μηνών (δηλαδή από τον Απρίλιο μέχρι τον
Ιούλιο ή τον Οκτώβριο του 1829), παρότι ο αρχικός σχεδιασμός όριζε ότι η
εξερεύνηση σε όλο το Μοριά θα διαρκούσε ένα έτος. Ωστόσο, οι εργασίες και οι
εξερευνήσεις εφαρμόστηκαν στο μέτρο του δυνατού για την κάθε ομάδα.
Σε σχέση με την συνεργασία των μελών της
Επιστημονικής Αποστολής με το γαλλικό στρατό, δεν εμφανίστηκαν ιδιαίτερα
προβλήματα, καθώς οι ρόλοι ήταν διακριτοί και το επιστημονικό έργο είχε
αυτονομία απέναντι στο στρατιωτικό. Ωστόσο, στην περίπτωση της χαρτογράφησης,
όπου ο Bory de Saint Vincent επιδίωξε να επεκτείνει την εξουσία του,
διατυπώθηκαν αιτιάσεις από τους επιτελικούς γεωγράφους. Παράλληλα, η κυβέρνηση
του Καποδίστρια στήριξε την Αποστολή μέσω της παροχής σημαντικών διευκολύνσεων,
όπως αδειοδοτήσεων και διευκολύνσεων στις μετακινήσεις, αναγνωρίζοντας της αξία
του έργου της. Ωστόσο, οι σχέσεις με τους κατοίκους ήταν περιορισμένες και
συχνά προβληματικές, ενώ μόνο σε τόπους με κάποια αστική διάρθρωση, όπως η
Πάτρα, συνάντησαν φιλογαλλικά αισθήματα. Παρόλα αυτά, τα μέλη της Αποστολής
συναναστράφηκαν με απλούς ανθρώπους, τοπικούς αξιωματούχους, κληρικούς και
χωρικούς, ενώ παρακολούθησαν εκκλησιαστικές λειτουργίες, θρησκευτικά πανηγύρια
και λαϊκές εορτές και συζήτησαν με επίσημα πρόσωπα, όπως τον Καποδίστρια, τον
Κολοκοτρώνη κ.α.
Έτσι, οι 20 περίπου επιστήμονες και καλλιτέχνες,
καθώς και οι 28 συμπράττοντες, αξιωματικοί τοπογράφοι του Γενικού Επιτελείου
Στρατού και του Μηχανικού σώματος, έφεραν σε πέρας ένα σύνθετο επιστημονικό,
καλλιτεχνικό, χαρτογραφικό και εκδοτικό έργο που αποτελεί μια ισχυρή μαρτυρία
για την ανθρωπογεωγραφία κατά την ιδιαίτερη αυτή εποχή που θεμελιωνόταν το
νεοελληνικό κράτος. Χάρη στο ζήλο των καταρτισμένων και εξασκημένων μελών της
Αποστολής, παρά τις δυσμενείς συνθήκες και τις κακουχίες, πραγματοποιήθηκαν οι
επιτόπιες διερευνήσεις, καταγραφές, αποτυπώσεις και συλλογές ποικίλου υλικού.
Στη συνέχεια, στη Γαλλία, συνεχίστηκαν οι αναλύσεις και οι επεξεργασίες του
υλικού και οι προετοιμασίες για την κύρια επιστημονική σειρά των εκδόσεων.
Έτσι, σταδιακά εκδόθηκαν, μεταξύ των ετών 1831 και 1838, τα πορίσματα των
μελετών τους, που δημοσιεύτηκαν σε οκτώ τόμους με 2.420 σελίδες και 405
πίνακες.
Έχει ιδιαίτερη σημασία στο σημείο αυτό να
αναφέρουμε ότι, ο Bory de Saint Vincent, ο Διευθυντής της ομάδας των Φυσικών
Επιστημών, μεταξύ άλλων γράφει σχετικά με την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής της
Πελοποννήσου: το φυσικό ανάγλυφο μιας ορεινής χώρας, όπως η Πελοπόννησος, έχει
δώσει απομονωμένες λεκάνες, που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, με συνέπεια τη
διαφοροποίηση των ανθρώπων κάθε τόπου, ώστε να έχει ριζωθεί στους κατοίκους μια
ιδιομορφία εθίμων, βασισμένων σε πολύ διαφορετικές ανάγκες και συμφέροντα.
Ολοκληρώνοντας την μελέτη, μπορούμε να πούμε ότι,
η Επιστημονική Αποστολή στο Μοριά υπήρξε τομή και ένα σύνθετο εγχείρημα για τη
μελέτη του ελληνικού χώρου καθώς αποτέλεσε την απαρχή της ομαδικής και
οργανωμένης συστηματικής σπουδής. Αξιοποίησε την δυνατότητα που δόθηκε στους
τομείς της φυσικής ιστορίας, της χαρτογραφίας, της αρχιτεκτονικής και της
αρχαιολογίας, καθώς βρήκαν στην Πελοπόννησο ένα εξαιρετικό πεδίο εφαρμογής,
αφήνοντας μια πλήρη και ζωντανή όψη της χώρας που δεν απαντά σε κανένα άλλο
εικονογραφικό εγχείρημα του 19ου αιώνα. Η άρτια χαρτογράφηση του ελληνικού
χώρου ξεπέρασε κάθε προηγούμενη προσπάθεια, ενώ συνδέθηκε άμεσα με τη
στρατιωτική και πολιτική ιστορία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, καλύπτοντας
επείγουσες και ουσιαστικές ανάγκες της ελληνικής διοίκησης.
Ωστόσο, παρά την αξία και την επιτυχία, η Γαλλική
Επιστημονική Αποστολή του Μοριά δεν έχει αποτιμηθεί στις πραγματικές τις
διαστάσεις, καθώς δεν έχει αναδειχθεί πλήρως το δημοσιευμένο υλικό και δεν
έχουν αξιοποιηθεί τα αδημοσίευτα στοιχεία των χαρτογραφικών εργασιών αλλά και
των μαρτυριών, των υπομνημάτων και των ημερολογίων της Αποστολής που βρίσκονται
στην Γαλλία και την Ελλάδα.
Δημοσθένης Κορδός
Υποψήφιος Διδάκτωρ Πολιτισμικών
Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου