Γράφει ο Αθανάσιος Μουστάκης
Ἡ σημερινή ἀνάρτηση ἀποτελεῖ τήν τρίτη συνέχεια τοῦ γενικότερου θέματος ἡ ζωή στήν ἀποστολική ἐποχή, μέ τό ὁποῖο εὐελπιστοῦμε νά συμβάλουμε στήν κατανόηση τῆς ζωῆς καί τῆς καθημερινότητας τότε. Ἡ πρώτη ἀνάρτησηλειτούργησε ὡς μία εἰσαγωγή καί ἡ δεύτερηἀναφέρεται σέ διαφορές στήν καθημερινότητα, τότε καί τώρα, οἱ ὁποῖες, ἄν καί εἶναι πολύ σημαντικές συνήθως περνοῦν ἀπαρατήρητες.
Μέ τό σημερινό κείμενο θά ἐπικεντρώσουμε τήν προσοχή μας σέ κάποια δεδομένα μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας πού σήμερα ἔχουν μεταβληθεῖ, χωρίς βέβαια αὐτή ἡ μεταβολή νά σημαίνει ὅτι ἄλλαξε ἡ Ἐκκλησία ἤ ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου ἤ ἡ πίστη μας.
Ἄς δοῦμε, λοιπόν, μερικά ἀπό αὐτά τά δεδομένα πού έχουν διαφοροποιηθεῖ:
1) Κατά τήν ἀποστολική ἐποχή δέν εἶχαν καταγραφεῖ ἀκόμη τά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί πολύ περισσότερο δέν εἶχαν συγκεντρωθεῖ σέ ἕνα σύνολο, σέ ἕνα σῶμα (corpus), τόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ἡ καταγραφή τῶν κειμένων αὐτῶν ξεκίνησε δέκα μέ δεκαπέντε χρόνια μετά τήν Ἀνάσταση καί ὁλοκληρώθηκε γύρω στό 95 μ.Χ., ἐνῶ ἡ συγκρότησή τους σέ μία ἑνιαία συλλογή, τά 27 βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπαίτησε πολύ περισσότερο χρόνο. Ἡ διαδικασία αὐτή διήρκεσε σχεδόν μέχρι τά τέλη τοῦ 4ου αἰῶνα. Ὅπου γίνεται ἀναφορά σέ Γραφές (π.χ. «κατά τάς Γραφάς», «γέγραπται» κ.λπ.) στήν Καινή Διαθήκη καί στά κείμενα τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων πρόκειται γιά τήν Παλαιά Διαθήκη (κατ᾿ ἀκρίβεια γιά τίς ἑβραϊκές γραφές, καθώς ὁ Κανόνας καί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης παγιώθηκε πολύ ἀργότερα), ἡ ὁποία ἦταν ἡ βασική συλλογή κειμένων τοῦ ἰουδαϊσμοῦ. Τά περισσότερα ἀπό τά κείμενα πού τήν συγκροτοῦσαν εἶχαν γραφεῖ στήν ἑβραϊκή γλῶσσα καί ἐπειδή ἡ γλῶσσα αὐτή εἶχε λησμονηθεῖ ἀπό τούς Ἰουδαίους κυκλοφοροῦσαν διαφόρες μεταφράσεις (π.χ. Συμμάχου, Ἀκύλλα, Θεοδοτίωνος) μέ ἐπικρατοῦσα αὐτή τῶν Ἑβδομήκοντα, ἡ ὁποία ἔγινε κατά τά μέσα τοῦ 3ου π.Χ. αἰῶνα στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου γιά χρήση ἀπό τήν ἐκεῖ πολυπληθῆ ἰουδαϊκή κοινότητα. Τή μετάφραση αὐτή στήριξε καί προώθησε ὁ Πτολεμαῖος Β΄ Φιλάδελφος, πού εἶχε γεννηθεῖ στήν Κῶ, καί τήν κατέθεσε, μαζί μέ πλῆθος ἄλλων ἔργων, στήν περιώνυμη Βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Αὐτό πού ἐδῶ χαρακτηρίζουμε Ἑβραϊκές Γραφές σέ μεγάλο βαθμό ταυτίζεται μέ τήν χριστιανική Παλαιά Διαθήκη. Ὁ Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ συγγραφεῖς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, κυρίως, ἀλλά ὄχι ἀποκλειστικά, χρησιμοποιοῦσαν κατά τή λατρεία, τή μελέτη καί τήν ἀτομική προσευχή τή μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα.
Μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν ἡ Παλαιά Διαθήκη, στήν μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα, συγκροτήθηκε σέ ἕνα σῶμα καί ἐπεκράτησε σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία, ἐνῶ ὁ ἰουδαϊσμός στράφηκε στή χρήση παραφράσεων, ραββινικῶν ἑρμηνειῶν τῶν Γραφῶν καί μέ τούς μασωρίτες (τούς παραδοσιακούς διδασκάλους) στή μελέτη καί καλλιέργεια τῶν βιβλικῶν ἑβραϊκῶν μέ φωνήεντα πού ἦταν πολύ εὐκολότερο νά διδαχθοῦν στούς νέους Ἑβραίους τῆς Διασπορᾶς, καθώς ἡ Παλαιστίνη ἦταν ἀπαγορευμένος τόπος γι᾿ αὐτούς. Ἔτσι, σιγά σιγά τό χάσμα μεγάλωσε καί ἡ μέν Παλαιά Διαθήκη, στή μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα σοφῶν, ἦταν σέ χρήση ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία βασισμένη σέ αὐτό τό κείμενο ἔκανε μεταφράσεις καί σέ ἀλλές γλῶσσες (λατινικά, ἀρμενικά, συριακά κ.λπ.), οἱ δέ Ἑβραϊκές Γραφές, στή μορφή τοῦ μασωριτικοῦ κειμένου, καθιερώθηκαν ὡς τό κείμενο τοῦ παγκόσμιου ἰουδαϊσμοῦ.
2) Τότε δέν ὑπῆρχαν χριστιανικοί ναοί ὅπως τούς γνωρίζουμε καί τούς χρησιμοποιοῦμε σήμερα, τουλάχιστον στήν πατρίδα μας πού ὑπάρχει σέ κάθε γειτονιά σέ πόλεις καί χωριά ἕνας ἐνοριακός ναός καί ἑκατοντάδες παρεκκλήσια καί ἐξωκκλήσια. Οἱ πρῶτες συγκεντρώσεις τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας γίνονταν σέ μεγάλα σπίτια πιστῶν. Ξεχωριστή περίπτωση ἦταν ἡ Ἰερουσαλήμ, στήν ὁποία ὑπῆρχε ὁ Ναός πού εἶχε φτιάξει ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας καί οἱ χριστιανοί προσεύχονταν «ὁμοθυμαδόν», δηλαδή ὅλοι μαζί σέ αὐτόν. Ὁ Ναός αὐτός ἀποτελοῦσε τό κέντρο τῆς ἰουδαϊκῆς λατρείας καί οἱ Ἰουδαῖοι τόν δέχονταν ὡς τόπο κατοικίας τοῦ Θεοῦ. Βέβαια κατά καιρούς εἶχαν ἱδρυθεῖ στά ὅρια τῆς νομιμότητας τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καί ἄλλοι ναοί (π.χ. στήν Αἴγυπτο στήν ἰουδαϊκή κοινότητα τῆς Ἐλεφαντίνης) ἀλλά αὐτό ἦταν ἡ ἐξαίρεση.
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανοί δέν εἶχαν πολλούς ναούς, ἀλλά ξεκίνησαν ἀπό τόν Ναό τῆς Ἰερουσαλήμ καί σιγά σιγά οἰκοδόμησαν τή δική τους, ἰδιαίτερη ναοδομία μέ ὅλα τά χαρακτηριστικά πού ἐμεῖς σήμερα γνωρίζουμε καί ἀπολαμβάνουμε.
3) Τά μυστήρια καί ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, γενικότερα, εἶχαν διαφορετική δομή ἀπό αὐτή πού γνωρίζουμε σήμερα. Τά βασικά στοιχεῖα τῆς Θείας Εὐχαριστίας (π.χ. ἡ Ἁγία Ἀναφορά) ἦταν τά ἴδια ὡς πρός τήν οὐσία τους, ἀλλά δέν ὑπῆρχε ἡ ἴδια δομή μέ αὐτή πού γνωρίζουμε καί χρησιμοποιοῦμε σήμερα.
Ἡ κοινή σύναξη περιελάμβανε τήν προσφορά τοῦ Ἄρτου καί τοῦ Οἴνου, κήρυγμα ἀπό κάποιον ἀπόστολο ἤ μαθητή ἀποστόλου, ἀνάγνωση κάποιου ἀποστολικοῦ κειμένου (κρατοῦσαν τίς ἐπιστολές πού ἔστελναν οἱ Ἀπόστολοι γιά νά ἀντιμετωπίσουν διάφορα θέματα ἤ νά διδάξουν καί ἡ μία Ἐκκλησία τίς ἔστελνε στίς γύρω της ἤ ὅταν κάποιος πιστός ἐπρόκειτο νά ἐπισκεφθεῖ κάποια ἄλλη πόλη ἔπαιρνε ἀντίγραφά τους μαζί του καί τά παρέδιδε σέ αὐτή) καί εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἐμπλουτισμένα μέ προσευχές (πού ἀνέπεμπαν μέ μία σχετική ἐλευθερία κατά τήν κρίση τοῦ προεστῶτος τῆς συνάξεως) καί βιβλικά κείμενα (ὅπως εἴπαμε ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη) πού διάβαζαν καί ἔψαλλαν (ὅπως κάνουμε σήμερα μέ τούς Ψαλμούς).
Τό πρόγραμμα τῶν ἡμερησίων καί ἐτησίων ἀκολουθιῶν διαμορφώθηκε μέ τό πέρασμα τῶν αἰώνων. Οἱ αἰτίες γιά τήν προσθήκη καί καθιέρωση μίας ἀκολουθίας ἦταν πολλές: θεολογικές, δογματικές, ἱστορικές κ.λπ. Παραδείγματος χάριν, ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ξεκίνησε ἀπό τόν 7ο αἰῶνα καί εἶχε ὡς ἀφορμή ἐπίθεση καί πολιορκία βαρβάρων λαῶν στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅταν κάποτε διεπίστωσε, ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἦταν πολύ μεγάλη γιά καθημερινή χρήση μίκρυνε τίς εὐχές της. Μέχρι τόν 10ο αἰῶνα τό μυστήριο τοῦ γάμου ἦταν ἡ εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου πρός κάποιους πού ἀποφάσιζαν νά ζήσουν μαζί καί ζητοῦσαν τήν εὐχή του γι᾿ αὐτό. Ἐκεῖνος τούς τήν ἔδινε, κοινωνοῦσαν μαζί καί ξεκινοῦσαν μέ τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας τή νέα τους ζωή. Τό κοσμικό τυπικό ὑποχώρησε πρός χάριν τοῦ μοναστικοῦ, τό ὁποῖο χρησιμοποιοῦμε μέχρι σήμερα. Μετά ἀπό σύγκλιση κάθε Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἰσαγόταν ἡ σχετική ἑορτή κ.λπ.
Σήμερα, ὀρθῶς, ἀνησυχοῦμε μήπως κάνουμε λάθος στό τυπικό κατά τήν τέλεση μυστηρίων καί ἀκολουθιῶν. Μποροῦμε ἄραγε νά καταλάβουμε τήν προτροπή τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν «τοῖς δὲ προφήταις ἐπιτρέπετε εὐχαριστεῖν ὅσα θέλουσιν»; Φαντάζεστε ἐάν γινόταν κάτι τέτοιο σήμερα; Θά ἦταν λάθος διότι πλέον ἔχει παγιωθεῖ ἡ τάξη καί τό κείμενο τῶν μυστηρίων, ἀλλά νομίζω εἶναι ἀρκετό νά μᾶς δείξει τή διαφορά τοῦ τότε ἀπό τό σήμερα στή θεία λατρεία.
4) Σχεδόν τό σύνολο τῶν πιστῶν εἶχε βαπτιστεῖ σέ μεγάλη ἡλικία. Ἀνάλογα μέ τό πότε κατηχήθηκε καί ἐπίστευσε. Αὐτό σήμαινε ὅτι, παρά τήν προσεκτική κατήχηση, οἱ νεόφυτοι ἦταν ἀναμενόμενο νά διατηροῦν σέ ἕναν βαθμό συνήθειες καί ἀντιλήψεις τῆς πρόχριστιανικῆς ζωῆς τους, καθώς δέν ἦταν πάντοτε εὔκολη ἡ γρήγορη ἀλλαγή καί ἡ πλήρης ἀπαλλαγή ἀπό αὐτές. Αὐτή ἡ πρακτική συνεχίστηκε γιά πολλά χρόνια ἀκόμη, μέχρι τήν καθιέρωση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ.
5) Τό σῶμα τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶχε, ἀκόμη, λάβει τή δομή πού ἔχει σήμερα. Πολύτιμες πληροφορίες γι᾿ αὐτή τήν πορεία ἀντλοῦμε ἀπό τίς Πράξεις. Παραδείγματος χάριν, στό 6ο κεφάλαιο μαθαίνουμε ὅτι οἱ ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοί διαμαρτυρήθηκαν διότι δέν φρόντιζαν τίς χῆρες καί τά ὀρφανά τους ὅπως ἔπρεπε. Τότε οἱ Ἀπόστολοι ξεκαθάρισαν ὅτι τό ἔργο πού τούς εἶχε παραδώσει ὁ Χριστός δέν ἦταν νά φροντίζουν νά τακτοποιοῦν τραπέζια καί νά μοιράζουν μερίδες φαγητοῦ κατά τά γεύματα. Γι᾿ αὐτό μέ προσευχή καί ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ ἐπέλεξαν ἑπτά ἱκανούς ἄνδρες, τούς Διακόνους, γιά νά ἀναλάβουν μέ δικαιοσύνη νά φροντίζουν γιά τίς ἐπισιτιστικές ἀνάγκες τῶν μελῶν τῆς κοινότητας. Διαπιστώνουμε δηλαδή, ὅτι ἀρχικά, οἱ διάκονοι, ἦταν ἕνα εἶδος φροντιστῶν/ἐπιμελητῶν γευμάτων. Μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν αὐτά τά πρακτικά καθήκοντα ἔλαβαν καί τελετουργικό-λειτουργικό χαρακτῆρα ὅπως τόν γνωρίζουμε σήμερα.
6) Οἱ Ἀπόστολοι ἦταν ἐπιφορτισμένοι μέ ἱεραποστολικό ἔργο. Γιά νά πετύχουν αὐτόν τόν στόχο τους ἔπρεπε νά μετακινοῦνται συνεχῶς. Ὁ ἀπ. Παῦλος γιά παράδειγμα, πού γνωρίζουμε τίς ἱεραποστολικές ἐξορμήσεις του λίγο καλύτερα, σέ σπάνιες περιπτώσεις ἔμεινε μεγάλο χρονικό διάστημα σέ μία πόλη (π.χ. στήν Κόρινθο παρέμεινε γιά δεκαοκτώ μῆνες περίπου καί στή Ρώμη ὑπό ἐπιτήρηση γιά δύο περίπου ἔτη) γιά νά διδάξει καί νά κατηχήσει. Γι’ αὐτό φρόντιζε νά ἐπισκέπτεται καί πάλι τίς Ἐκκλησίες πού εἶχε ἱδρύσει γιά νά στερεώνει τούς πιστούς καί νά ἀντιμετωπίζει τά διάφορα προβλήματα. Σιγά σιγά οἱ Ἀπόστολοι τοποθέτησαν κάποιους ἀπό τούς μαθητές τους στίς διάφορες τοπικές Ἐκκλησίες, ὡς ποιμένες καί διδασκάλους καί αὐτοί μέ τή σειρά τους χειροτόνησαν ἄλλους κληρικούς γιά νά διακονοῦν μόνιμα σέ αὐτές. Ἔτσι, μετά ἀπό τό 70 μ.Χ. ἄρχισε νά διαμορφώνεται μία παρόμοια μέ τήν ἐποχή μας δομή τοῦ κλήρου στίς πόλεις καί τά χωριά τῆς Αὐτοκρατορίας καί σύντομα κάποιες ἐπισκοπές ξεχώρισαν καί ἔγιναν τά πέντε (μέ τῆς Ρώμης) Πατριαρχεῖα.
7) Ὑπῆρχαν ἐκκλησιαστικά διακονήματα, τά ὁποῖα πλέον ἔχουν χαθεῖ: π.χ. τοῦ «προφήτη». Τό ἀξίωμα αὐτό δέν εἶχε σχέση μέ τούς «ναβί» (ὅπως ὀνομάζονταν στά ἑβραϊκά), τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἐπρόκειτο γιά ἕνα σύνθετο διακόνημα, τό ὁποῖο εἶχε διδακτικά καί ἱεραποστολικά καθήκοντα. Προφῆτες χαρακτηρίζονται καί οἱ κορυφαῖοι ἀπόστολοι Βαρνάβας καί Σαῦλος (Παῦλος) στήν Ἀντιόχεια μαζί μέ ἄλλους τρεῖς: τόν Συμεών, πού τόν ἔλεγαν καί Νίγηρα, τόν Λούκιο ἀπό τήν Κυρήνη καί τόν Μαναήν, πού εἶχε μεγαλώσει μαζί μέ τόν Ἡρῴδη τόν τετράρχη (Πρ.13:1). Μάλιστα, αὐτό τό διακόνημα συνοδεύεται καί ἀπό τόν προσδιορισμό «διδάσκαλος». Φαίνεται ὅτι ἡ ὁμάδα τῶν «προφητῶν» ἦταν ὁ κρίκος ἀνάμεσα στούς ἀποστόλους καί στούς μονίμως ἐγκατεστημένους ποιμένες σέ κάθε πόλη. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀπ. Παῦλος, πού γνώριζε καλά αὐτό τό σύστημα, καθώς καί ὁ ἴδιος ἦταν μέλος του, τό περιγράφει ἐμμέσως στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του ὡς ἑξῆς «Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, ἔπειτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήμψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν μὴ πάντες ἀπόστολοι; μὴ πάντες προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι; μὴ πάντες δυνάμεις; μὴ πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; μὴ πάντες γλώσσαις λαλοῦσιν; μὴ πάντες διερμηνεύουσιν;» (Α΄ Κορ. 12:28-30). Δυστυχῶς, δέν μποροῦμε μέ ἀκρίβεια νά προσδιορίσουμε τό ἔργο καί τήν ἀποστολή ὅλων αὐτῶν τῶν ἀξιωμάτων, καθώς τά περισσότερα ἀπό αὐτά ἔχουν ἐκλείψει, ἀφοῦ ἀπό κάποια στιγμή καί ἔπειτα δέν εἶχαν λόγο ὑπάρξεως.
8) Οἱ πιστοί, στίς περισσότερες πόλεις, ἰδιαίτερα στίς ἀνατολικές περιοχές τῆς Αὐτοκρατορίας, ζοῦσαν μεταξύ «σφύρας καί ἄκμονος»: ἀπό τήν μία πλευρά εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν τήν ἐχθρότητα, τό μῖσος καί τό διαρκές κυνηγητό ἐκ μέρους τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καί ἀπό τήν ἄλλη τήν δυσπιστία, τήν ἀδιαφορία ἤ συνηθέστερα τόν ἀπροκάλυπτο διωγμό ἐκ μέρους τῆς ρωμαϊκῆς διοίκησης. Σέ αὐτό τό ἐχθρικό περιβάλλον ἔπρεπε νά ἀναπτυχθοῦν, νά ἐργασθοῦν, νά μορφωθοῦν καί νά ζήσουν ἰσορροπώντας βάσει τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου : «Ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ» (Ματθ. 22:21).
Αὐτά καί πολλά ἄλλα πρέπει νά ἔχουμε στό μυαλό μας, ὅταν ἀναφερόμαστε στήν Ἀποστολική ἐποχή. Ἦταν μία ἐποχή σκληρή, δύσκολη, μέ προβλήματα (γιά τά ὁποῖα θά μιλήσουμε σέ κατοπινή ἀνάρτησή μας) ἀλλά καί τή Χάρι τοῦ Κυρίου νά στηρίζει τόν Λαό Του καί νά τόν ὁδηγεῖ μέσα ἀπό τίς δυσκολίες καί τά προβλήματα τοῦ αἰῶνος τούτου πρός νέα κατάπαυση, ὅπως τονίζει ὁ ἀπ. Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του (Ἑβρ. 3:1-4:13).
Ἡ Χάρι τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε παροῦσα καί δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Μᾶς στηρίζει, μᾶς ἀνακαινίζει, μᾶς ἁγιάζει, μᾶς ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Κι ὅλα αὐτά μέσα ἀπό καθημερινά προβλήματα, ἀνθρώπινες διαφωνίες καί, μικρότερες ἤ μεγαλύτερες, ἀναπόφευκτες ἀντιπαραθέσεις πού ὄχι μόνο δέν μειώνουν τήν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά τήν κάνουν πιό οἰκεία, πιό ἀνθρώπινη, πιό ζεστή, πιό δική μας.