Η ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ;
Του Δρ. Ιωάννου Π. Μπουγά, Θεολόγου
Όταν
απουσιάζει ο ζωντανός θεολογικός-πατερικός λόγος, τότε οι χριστιανοί
καταφεύγουν στην δεισιδαιμονία χρησιμοποιώντας τις λατρευτικές πράξεις της
Εκκλησίας και όχι μόνο, με μαγικό τρόπο και τελικά εξαρτούν την σχέση τους με
την Εκκλησία από τον φόβο και όχι από την αγάπη.
Δυστυχώς καταλήγουν και σε ευτράπελες
ενέργειες, ίσως και πράξεις κερδοφόρου σκοπιμότητας, όπως προσφάτως
συνέβη με τον ιερέα εκείνον, ο οποίος χρησιμοποιώντας τον Σταυρό του Χριστού
«εξεβίαζε» τους πιστούς για να τους θεραπεύσει. «Ο Δεισιδαίμων φοβείται εν οις ουκ εστι φόβος, και ταράσσεται ένθα
ώφειλε να εύρη ειρήνην. Φαντάζεται εαυτόν διωκόμενον πάντοτε υπό του Θείου και
επιζητεί σωτηρίαν εκ περιάπτων, άτινα αναρτά από του τραχήλου του. Πιστεύει εις
πλάνους και δέχεται ως αληθείας απλά μωρολογήματα» (Αγίου Νεκταρίου, «Το
γνώθι σ’ αυτόν» Αθήνα 1992, σελ. 94).
Η
δεισιδαιμονία πολλών, κατά τα άλλα ευσεβών χριστιανών, στηρίζεται στην απιστία
προς τον αληθινό Θεό και είναι συνέπεια της θρησκειοποίησης της πίστεως. Η
σχέση μας με τον Θεό είναι ατομική και έχει σκοπό την προσωπική ωφελιμότητα.
Απιστούμε στον Θεό της αγάπης που αγκαλιάζει όλους με πατρική στοργή.
Φαινόμενα
μαγικής συμπεριφοράς συναντούμε καθημερινά στον εκκλησιαστικό χώρο. Αρκετοί
κληρικοί πιστεύουν ότι έχουν κυριαρχική-εξουσιαστική δύναμη, που πηγάζει
«μαγικώ τω τρόπω» από την χειροτονία τους και όχι διακονική που προέρχεται από
την σχέση τους με τον Επίσκοπο και από τον πνευματικό τους αγώνα και που φυσικά
η δύναμη αυτή είναι η υπακοή στην Εκκλησία.
Για
οποιοδήποτε πρόβλημα ακούμε συχνά την συμβουλή: να κάνουμε ευχέλαιο ή αγιασμό,
παρ’ ότι η Εκκλησία καθορίζει συγκεκριμένες αιτίες τέλεσεώς τους. Άλλοτε δε
μοιράζουμε βαμβακάκια εμποτισμένα με το λάδι του ευχέλαιου για να το πάει ο
πιστός όπου αυτός νομίζει για θεραπεία, αγνοώντας ότι μονό οι πρεσβύτεροι
πρέπει να αλείφουν με έλαιον.
Με
ευκολία χαρακτηρίζουμε ένα ψυχολογικό πρόβλημα ως δαιμονική πείραξη και έτσι
δεν θεραπεύεται ποτέ μία απλή ψυχική διαταραχή, αντιθέτως οδηγούμε ανθρώπους σε
σοβαρότερες παθήσεις.
Όταν με
πόνο προσέρχεται κάποιος στην Εκκλησία, τού απαντάμε: Θα κάνεις τρία ευχέλαια,
εξαντλώντας έτσι όλη την θεραπευτική της Ορθοδοξίας.
Μοιράζουμε
σε πολλά μοναστήρια λάδι από το καντήλι σε μπουκαλάκια για να θεραπευθεί πάσα
νόσος και πάσα μαλακία. Πουλάμε τριάντα τρία κεριά και διδάσκουμε ότι, αν
κάψουμε ένα σε κάθε στενοχώρια, θα φύγει η στενοχώρια.
Το
κομποσκοίνι πιστεύεται ότι είναι αντικείμενο ιερό, που έχει μέσα του μία δύναμη
για γούρι, ενώ οι ασκητές δεν το φορούν απλώς, αλλά το χρησιμοποιούν ως
εργαλείο προσευχής.
Συνιστούμε
Λειτουργία για τον άρρωστο συγγενή, αγνοώντας ότι δεν υπάρχουν ιδιωτικές
λειτουργίες στην Εκκλησιαστική μας Λατρεία. «
Στήν Ευχαριστία έχουμε ένα γεγονός κοινωνίας όχι μόνον με τόν Θεό( κατακόρυφα,
αλλά καί με τους άλλους ανθρώπους, οριζόντια. Είναι γνωστή (καί συχνή) ή
περίπτωση κατά τήν οποία στις μέρες μας ή Ευχαριστία τελείται από μικρές ομάδες
ή ακόμα καί από μεμονωμένα άτομα – ιδιωτικές Λειτουργίες ή Ευχαριστίες γιά
παιδιά, φοιτητές, πλούσιους, φτωχούς, τις συζύγους, τους μαύρους, κλπ. Κάτι
τέτοιο δέν συνέβαινε στήν αρχαία Εκκλησία καί είναι εκκλησιολογικά
απαράδεκτο. Η Ευχαριστία οφείλει να
συνάζει όλους τους χριστιανούς ενός τόπου. Διαχωρισμοί ηλικίας, φύλου, συρμού,
φυλής, κοινωνικής τάξης καί λοιπά αντανακλούν τήν τάξη του κόσμου, όχι τη φύση
τής Εκκλησίας. Η Ευχαριστία, καίρια δομημένη καί συγκροτημένη ως κοινότητα,
είναι ευκαιρία πάνω στήν οποία όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί υπερβαίνονται μέσα
στήν ενότητα του ενός σώματος του Χριστού » ( Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου
Ζηζιούλα, ΕΡΓΑ Α΄ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ, Αθήνα 2016, Εκδόσεις Δόμος,
σελ.101)
Τελούμε και σαρανταλείτουργο πριν από την
Κοίμηση της Θεοτόκου, τονίζοντας μάλιστα ότι: πιάνει πιο πολύ, απορρίπτοντας
έτσι την κανονική τάξη της Εκκλησίας.
Παρακολουθούμε την Θεια Λειτουργία σε
μισοφωτισμένους ναούς, χωρίς μικροφωνική εγκατάσταση και από ιερείς που δεν
έχουν επισκεφθεί ποτέ κουρείο και δεικνύουν έτσι την ταπεινοφροσύνη τους,
αγνοώντας ότι η Θεια Λειτουργία είναι αναστάσιμο –εσχατολογικό γεγονός. «Ό αναστάσιμος και εσχατολογικός αυτός χαρακτήρας τής Ευχαριστίας έχει
και μια άλλη συνέπεια: η Εκκλησία κατά την τέλεση τής Ευχαριστίας λούζεται στο
φως και περιβάλλεται όλη την λαμπρότητα που διαθέτει. Ευχαριστία σε μισοφωτισμένες εκκλησίες γιά λόγους, δήθεν, κατανύξεως
είναι αντίθετη προς την ίδια τη φύση της. Δυστυχώς, ο ευσεβισμός, ο όποιος
πέρασε κρυφά στη συνείδηση και τη λατρεία μας, μας παρέσυρε στην εσφαλμένη
αντίληψη ότι η πολυτέλεια των αμφίων και του διακόσμου των ναών είναι κάτι το
κακό… στην Ευχαριστία κινούμεθα στο χώρο του μέλλοντος αιώνος, τής Βασιλείας.
Εκεί βιώνουμε «την άπαυστον ημέραν, την ανέσπερον, την αδιάδοχον, τον αληκτον
εκείνον καί άγήρω αιώνα», κατά τους λόγους του Μ. Βασιλείου. Έχομε όλη τη
δυνατότητα να ασκήσουμε την ταπείνωσή μας έξω από την Λειτουργία. Την Ευχαριστία δεν έχουμε δικαίωμα να τη
μετατρέψουμε σε ευκαιρία επιδείξεως τής ταπεινοφροσύνης μας, ούτε σε μέσο
ψυχολογικών εμπειριών κατανύξεως. Άλλωστε «ο προσφέρων και προσφερόμενος», ό
αληθινός λειτουργός, είναι ό Χριστός, και μάλιστα ο αναστάς Χριστός, όπως θα
έλθει στη δόξα Του «έν τη εσχάτη ημέρα», καί αυτοί που τελούν την
Λειτουργία δεν είναι παρά εικόνες του εσχατολογικού αυτού Χριστού.» στο (Ι.
ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού, περιοδικό Σύναξη τεύχος 51,σελ.90).
Τρέχουμε
να «στηρίξουμε» την πίστη μας σε εικόνες που δακρύζουν. Προστρέχουμε σε
αγιορείτες γέροντες, που περιφέρονται εκτός μονής ως «γκουρού», μεταφέροντας
λείψανα και εικόνες, διασπώντας έτσι την ενότητα του Εκκλησιαστικού σώματος.
Πολλές
άλλες στρεβλώσεις της Εκκλησιαστικής μας Λατρείας μπορούν να καταγραφούν
ιδιαιτέρως σε εποχή πνευματικής κρίσης, φαινόμενο που χρήζει ιδιαιτέρας
μελέτης.
Όταν τα
πάντα γίνονται χωρίς συνειδητή συμμετοχή, τότε ξεπέφτουμε στο επίπεδο της
μαγείας. Τον τελευταίο δε καιρό, φαίνεται να «περιθωριοποιείται» και ο Χριστός
και ομιλούμε συνεχώς για τους προσφάτως ανακηρυχθέντες Αγίους, μάλιστα δε και
για τους εκ Ρωσίας, ωσάν να μην υπάρχουν οι από τόσους αιώνος τιμώμενοι Άγιοι.
Επίσης ανακαλύπτουμε διαφόρους γέροντες ή
γερόντισσες, οι όποιοι μάλλον χρήζουν γενικής ιατρικής ερεύνης και τους
παρουσιάζουμε ως υπό «κατασκευή» Αγίους. Μάλιστα γίνεται και προσπάθεια, από
εκκλησιαστικούς κύκλους δυστυχώς, να αγιοποιηθεί πρεσβύτερος-Καθηγητής
Πανεπιστημίου κοιμηθείς εδώ και αρκετά έτη, ο οποίος ως πρεσβύτερος δεν τελούσε
μυστήρια, ούτε λειτουργούσε.
Κατηγορούμε
τους αδελφούς μας Χριστιανούς της Εκκλησίας της Ρώμης, ως μη αποδεκτούς από τον
Χριστό, επειδή έχουμε ουράνια θεοσημεία (η ψυχιατρική επιστήμη τα ονομάζει
διαφορετικά) κατά τους λόγους Ελλαδίτη Επισκόπου, ο οποίος συνήθως αποφαίνεται
ως ο μέγας Μάγος της Ελληνικής φυλής.
Όμως
προϋπόθεση για να ξεφύγει ο άνθρωπος από κάθε αλλοτριωτική-μαγική συμπεριφορά
είναι η πίστη του ανθρώπου στον Χριστό. Χωρίς αυτή δεν υπάρχει κανένα
αποτέλεσμα. Παράλληλα, χρειάζεται μια πνευματική προετοιμασία. Όπως η προσευχή,
η νηστεία, η μελέτη του λόγου του Θεού, η εξομολόγηση και όλα αυτά εντός της
Εκκλησίας.
Η
Εκκλησία είναι πάντοτε το μέτρο της πίστης μας, το μέτρο, που από το παρελθόν
μέχρι τα παρόντα και τα έσχατα αποκαλύπτει την αγάπη του Θεού. Αποκαλύπτει μια
μεταμόρφωση όχι ατομική ή μαγική ή θρησκευτική ή ηθική, αλλά μια μεταμόρφωση
ζωής, μια μεταμόρφωση οντολογική, ένα άλλον Πνευματικό πολιτισμό. Το Πνεύμα της
Αλήθειας μέσα στην Εκκλησία είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον κάθε πιστό, όχι με
μαγικό υποκειμενικό, ατομικό τρόπο, αλλά με τον τροπο καθορισμού της ύπαρξης
μας από τον άλλον, στο μέτρο που στεκόμαστε με ταπείνωση, χωρίς δικαιώματα
απέναντι στον άλλον, ακόμη και στον ευρισκόμενο «εκτός» της Εκκλησίας και τότε
το Άγιο Πνεύμα λειτουργεί με ελευθερία, ο
δε καρπός του Πνεύματος εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη μακροθυμία, χρηστότης,
αγαθωσύνη, πίστις πρᾳότης, εγκράτεια και κατὰ των τοιούτων ουκ έστι νόμος
(Γαλ. 5,22-23).