Η νίκη
Ερντογάν και στα δύο μέτωπα προεδρικών και βουλευτικών εκλογών, δημιουργεί ένα
πολιτικό σκηνικό σταθερότητας, καθόσον σε διαφορετική περίπτωση ένας πρόεδρος ο
οποίος δεν ελέγχει το τουρκικό κοινοβούλιο, με απεριόριστες εκτελεστικές
εξουσίες μεταξύ των οποίων τη δυνατότητα να κλείνει τη βουλή και να προκηρύσσει
εκ νέου εκλογές, δεν θα ήταν καλή εξέλιξη για την Ελλάδα.
Απόλυτος
κυρίαρχος στις πρόσφατες εκλογές στην Τουρκία ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος
κατάφερε να επανεκλεγεί πρόεδρος και είδε το κόμμα του να αναδεικνύεται πρώτο.
Η
εκλογική διαδικασία όμως διεξήχθη σε κλίμα βαθειάς πόλωσης κάτω από καθεστώς
έκτακτης ανάγκης, με υποψίες για νοθεία και υποψηφίους στη φυλακή, γεγονός που
επιβεβαιώνει την έλλειψη συνεκτικού κοινωνικού ιστού και των μεγάλων διαφορών
που υπάρχουν στο εσωτερικό της τουρκικής κοινωνίας. Ο Ερντογάν μετά την τελευταία εκλογική
επιτυχία του έχει 16 χρόνια ανίκητος σε εκλογικές αναμετρήσεις, έχει
επικρατήσει στο δημοψήφισμα που του επέτρεψε τη συνταγματική αναθεώρηση, έχει
καταστείλει ένα πραξικόπημα, και τα έχει βάλει με ένα τριπλό
μέτωπο τους οπαδούς του Γκιουλέν, το κοσμικό κατεστημένο και τους Κούρδους και
τα έχει καταφέρει ικανοποιητικά.
Το
γεγονός αυτό τον κάνει πανίσχυρο και το επόμενο διάστημα θα διαπιστώσουμε να
ξεδιπλώνεται ο μεγαλοϊδεατισμός του.
Αυτό
βέβαια δεν σημαίνει ότι θα ήταν προτιμότερο για την Ελλάδα αν επικρατούσε
κάποιος άλλος εκ των υπολοίπων υποψηφίων. Όπως γνωρίζουμε, οι κεμαλιστές είναι
εκείνοι που αναφέρονται συχνά στα 18 νησιά που έχει καταλάβει η Ελλάδα και στις
κρίσεις της χώρας μας στο παρελθόν με την Τουρκία, κεμαλιστές ήταν στο τιμόνι
της γειτονικής χώρας. Όπως διαπιστώσαμε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου,
όλοι οι υποψήφιοι προτίμησαν τις εθνικιστικές κορώνες εναντίον της Ελλάδας,
κάποιοι μάλιστα ξεπέρασαν κατά πολύ τον Ερντογάν. Η ρητορική αυτή βρήκε
ανταπόκριση στο μεγαλύτερο μέρος της τουρκικής κοινής γνώμης.
Η νίκη
Ερντογάν και στα δύο μέτωπα προεδρικών και βουλευτικών εκλογών, δημιουργεί ένα
πολιτικό σκηνικό σταθερότητας, καθόσον σε διαφορετική περίπτωση ένας πρόεδρος ο
οποίος δεν ελέγχει το τουρκικό κοινοβούλιο, με απεριόριστες εκτελεστικές
εξουσίες μεταξύ των οποίων τη δυνατότητα να κλείνει τη βουλή και να προκηρύσσει
εκ νέου εκλογές, δεν θα ήταν καλή εξέλιξη για την Ελλάδα.
Μια
κατάσταση αστάθειας στο εσωτερικό της Τουρκίας ενδεχομένως θα οδηγούσε σε
αύξηση της προκλητικότητας και η Ελλάδα την παρούσα φάση αυτό που επιθυμεί
είναι μια Τουρκιά πολιτικά σταθεροποιημένη, προσκολλημένη στη Δύση και με
ευρωπαϊκό προσανατολισμό.
Αυτό
όμως που δημιουργεί ανησυχίες είναι ότι σύμφωνα με τους μεγαλεπήβολους στόχους
που έχει θέσει ο Ερντογάν με έτος σταθμό το 2023, η Τουρκία θα επιχειρήσει να καταστεί
περιφερειακή υπερδύναμη ακολουθώντας μια αυτόνομη πορεία από τη Δύση. Η
ευρωπαϊκή προοπτική της έχει παγώσει και ίσως δεν ενδιαφέρει πλέον την Τουρκία
η ένταξή της στην Ε.Ε. που προϋποθέτει μια σειρά μεταρρυθμίσεων που ενδεχομένως
θα οδηγήσουν στην αποσταθεροποίηση της.
Το μόνο
που απομένει στην Άγκυρα είναι να αποκομίσει τα μέγιστα δυνατά οικονομικά οφέλη
από την Ε.Ε., με όπλο την απειλή του προσφυγικού-μεταναστευτικού.
Σε ότι
αφορά τη στάση της Τουρκίας απέναντι στη χώρα μας δεν μπορούμε να περιμένουμε
διαφοροποίηση. Από το 1974 και εντεύθεν, η Άγκυρα εφαρμόζει σταθερά μια
αναθεωρητική στρατηγική απέναντι στην Ελλάδα, ανεξάρτητα εσωτερικών πολιτικών
διακυμάνσεων και πάντα προαναγγέλλει αυτά που ετοιμάζεται να πράξει.
Ο
Νταβούτογλου στο βιβλίο του «Στρατηγικό βάθος/Η διεθνής θέση της Τουρκίας»
αναφέρει ότι : Στόχος και πάγια επιδίωξη της Άγκυρας είναι η διατήρηση ή ο
έλεγχος της νήσου Κύπρου, παράλληλα με τη συμμετοχή της στην εκμετάλλευση των
ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου. Η Τουρκία έχει εξαγγείλει ότι το
επόμενο χρονικό διάστημα θα επιχειρήσει να διεξάγει έρευνες στην Ν.Α. Μεσόγειο.
Αυτό λοιπόν που πρέπει να περιμένουμε είναι ότι το αμέσως επόμενο χρονικό
διάστημα θα επανέλθουμε στη φάση της έντασης με αφορμή τα ενεργειακά κοιτάσματα
στην ΑΟΖ της Κύπρου.