ΕΝΑ
ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Τ. ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ-ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ.
Ο ΟΠΟΙΟΣ
ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΦΙΛΟΣ ΤΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗΣ ΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΜΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΤΡΟΦΗ ΓΙΑ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ …!!!!
ΑΣ ΤΟ
ΔΙΑΒΑΣΟΥΜΕ ………!!!!!!
Μια από τις
απαγορεύσεις του Ιπποκρατικού Όρκου είναι και η άρνηση του γιατρού να χορηγήσει
θανατηφόρο φάρμακο (δηλητήριο), έστω κι αν του ζητηθεί: «Ου δώσω δε ουδέ
φάρμακον ουδενί αιτηθείς θανάσιμον, ουδέ υφηγήσομαι ξυμβουλίην τοιήνδε». Εδώ
εμπίπτει το πολυσυζητημένο και δυσεπίλυτο πρόβλημα της ευθανασίας, ενεργητικής
ή παθητικής ή μη υποβοηθούμενης, όπως τελευταία λέγεται.
Στην
ευθανασία συναντιέται η ιατρική δεοντολογία με την ανθρωπιστική ηθική.
Πρόκειται για ένα πολυδιάστατο πρόβλημα, που η αντιμετώπισή του γίνεται ολοένα
και πιο επιτακτική στη σημερινή εποχή, καθώς ο μέσος όρος ζωής έχει αυξηθεί, με
επακόλουθο και την αύξηση των χρόνιων και ανίατων νοσημάτων της γεροντικής
κυρίως ηλικίας. Το θέμα αφορά ιδιαίτερα τη χώρα μας, που έχει αναλογικά
αυξημένο αριθμό υπερήλικων και πυκνότητα τροχαίων ατυχημάτων, τα οποία
καταλήγουν σε μεγάλες αναπηρίες και σε “φυτική” ζωή μετά από κρανιοεγκεφαλικές
κακώσεις.
Αλλά τί
καλούμε ευθανασία; Ευθανασία (ευ-θάνατος) από ιατρικής πλευράς είναι η πρόκληση
ανώδυνου (σωματικά και ψυχικά) θανάτου από ευσπλαχνία σε ανθρώπους, που
βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο ανίατης αρρώστιας ή βαρύτατου τραυματισμού ή
οξείας δηλητηρίασης, με σκοπό τη λύτρωσή τους και πολλές φορές ύστερα από
προσωπική τους επιθυμία. Ως κίνητρο θεωρείται ο οίκτος, η αγάπη και ο σεβασμός
της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ιατρικό, είναι
κοινωνικό, θεολογικό, φιλοσοφικό και νομικό.
Από πλευράς
νομικής εξέτασης του προβλήματος πρέπει πρώτα να ορίσουμε τί σημαίνει θάνατος.
Θάνατος σημαίνει το τέλος κάθε προσώπου. Η ακριβής στιγμή του θανάτου
ταυτίζεται με την παύση λειτουργιών του εγκεφάλου και συγκεκριμένα με τη
νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους, μας λένε οι γιατροί. Τόσο, λοιπόν, η ιατρική
όσο και η νομική επιστήμη θεωρούν το θάνατο ως την ανεπανόρθωτη απώλεια της
ικανότητας για συνείδηση σε συνδυασμό με την ανεπανόρθωτη απώλεια της
ικανότητας τόσο για αυτόματη αναπνοή όσο και για αυτόματη καρδιακή λειτουργία.
Στο ποινικό
δίκαιο έχουν προκληθεί ζητήματα, καθώς αυτό διακρίνει, με διαφορετικές εκάστοτε
έννομες συνέπειες, τη λεγόμενη ενεργητική ευθανασία, που γίνεται με τη ρητή
συναίνεση του πάσχοντα ή του προσώπου του περιβάλλοντός του και την παθητική
ευθανασία, που γίνεται με παράλειψη παροχής βοήθειας σε επωδύνως θνήσκοντα, ο
οποίος διατηρείται στη ζωή με τεχνητά μέσα. Αντί των όρων ενεργητική-παθητική
ευθανασία ορθότερος σήμερα νομίζω ότι θα ήταν ο όρος: “προθανάτιες αποφάσεις”
(Στεφ. Γερουλάνος).
Ιδιαίτερα
επίσης ζητήματα θέτει και η χορήγηση παυσίπονων συνδυασμών φαρμάκων με σκοπό τη
λύτρωση από τους πόνους, εν γνώσει του ότι μπορεί να επέλθει ή να επιταχυνθεί ο
θάνατος. Η λεγόμενη “ανακουφιστική” αγωγή. Από τις νομικά ενδιαφέρουσες
περιπτώσεις είναι εκείνες του ενδεχόμενου δόλου ή και της ευσυνείδητης αμέλειας
ή ακόμη της εξεύρεσης και λόγων απαλλαγής του εκάστοτε δράστη, αν θεωρηθεί η
χορήγηση φαρμάκων ως θεραπευτική συμπεριφορά, έστω ιδιαίτερης επικινδυνότητας.
Πολλοί νομικοί αρνούνται και τον “άδικο χαρακτήρα” στην ευθανασία, για να μην
τιμωρείται ο δράστης.
Ο
Ευρωπαϊκός Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας, στο άρθρο 12 αναφέρει ότι “ο γιατρός
μπορεί σε περίπτωση ανίατης και μοιραίας ασθένειας να περιορισθεί στην απάλυνση
του πόνου, χορηγώντας στον άρρωστο τις κατάλληλες θεραπείες και εξασφαλίζοντάς
του όσο είναι δυνατό, την ποιότητα μιας ζωής που σβήνει. Έχει καθήκον να
συνδράμει τον ετοιμοθάνατο μέχρι το τέλος, ενεργώντας με τρόπο που να επιτρέπει
στον άρρωστο άνθρωπο τη διατήρηση της αξιοπρέπειάς του”. Αναγνωρίζει, δηλαδή, ο
Ευρωπαϊκός Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας έμμεσα τη δυνατότητα παθητικής
ευθανασίας ή «αξιοπρεπούς» θανάτου, που υπέρ αυτού τάσσεται μεγάλο μέρος των
γιατρών.
Αλλά στο
ελληνικό δίκαιο το ζήτημα αντιμετωπίζεται διαφορετικά. Το Σύνταγμά μας
αποδέχεται κατ’ αρχήν την ευθανασία, αφού στο άρθρο 2 παρ. 1 τονίζει ότι ο
σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου είναι πρωταρχικό μέλημα της
Πολιτείας και στο άρθρο 5 παρ. 5 αναφέρει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην
προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας. Σύμφωνα, όμως, με τον
Ποινικό Κώδικα η ευθανασία μπορεί να αντιμετωπιστεί ως “ανθρωποκτονία με
συναίνεση”, που αποτελεί ποινικό αδίκημα και τιμωρείται με φυλάκιση (άρθρο 300
Π. Κ.). Αδίκημα πάντως που δεν ταυτίζεται με την ευθανασία, αφού νοείται
ανθρωποκτονία από οίκτο χωρίς να είναι ευθανασία, όπως και το αντίθετο. Πρόκειται
εδώ για επάλληλες έννοιες. Το άρθρο 29 παρ. 3 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας
(Νόμος 3418/2005) τονίζει: “Ο ιατρός οφείλει να γνωρίζει ότι η επιθυμία ενός
ασθενή να πεθάνει, όταν αυτός βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο, δεν συνιστά
νομική δικαιολόγηση για την διενέργεια πράξεων που στοχεύουν στην επίσπευση του
θανάτου”. Αλλά το ίδιο άρθρο του ΚΙΔ στην πρώτη παράγραφο δεσμεύει το γιατρό να
ακολουθήσει παρηγορητική και ανακουφιστική αγωγή έως το τέλος της ζωής του
ασθενή. Πρόκειται για τη μοναδική, ρητά αναγνωρισμένη, εκδοχή ευθανασίας στο
θετικό μας δίκαιο. Προβλήματα ξεχωριστά δημιουργεί επίσης η περίφημη “Living
Will” (Διαθήκη Ζωής), δηλαδή το γραπτό αίτημα κάποιου διαθέτη να μην του
παρασχεθεί βοήθεια. Συνηθίζεται σε πολλές χώρες, δεν είναι όμως νομοθετικά
κατοχυρωμένο στην Ελλάδα. Βέβαια ο συνδυασμός των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου
29 του ΚΙΔ και η Σύμβαση του Οβιέδο αποδέχονται προγενέστερες οδηγίες του
ασθενή που δεσμεύουν το γιατρό υπό προϋποθέσεις. Πρόβλημα τίθεται στην
πιθανότητα να αλλάξει γνώμη ο ενδιαφερόμενος όταν βρεθεί στην κρίσιμη
κατάσταση, να μεταβάλει, δηλαδή, την επιθυμία του για ευθανασία. Εδώ απαιτείται
συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση για να υπάρχει ασφάλεια δικαίου.
Ωστόσο
μεγάλος είναι ο αριθμός των γιατρών που θεωρούν την ευθανασία αντίθετη με τη
διδασκαλία του Ιπποκράτη. Πιστεύουν ότι η απαγόρευση της ευθανασίας από τον
Ιπποκρατικό Όρκο αποκαθιστά τη διασαλευόμενη ηθική τάξη, ικανοποιεί τη βούληση
της συντριπτικής πλειοψηφίας των ενσυνείδητων ανθρώπων και αποτρέπει το γιατρό
από το να σκοτώσει από φιλευσπλαχνία. Υπογραμμίζουν ότι με τον Όρκο αυτόν, ο
γιατρός αναλαμβάνει την υποχρέωση να θεραπεύει τους ασθενείς και να ελαφρώνει
τον πόνο τους. Γνωρίζουν επίσης ότι στο “Περί Τέχνης” (ΙΙΙ,5) έργο του ο
Ιπποκράτης αποδέχεται και προτρέπει τους γιατρούς να μην επεμβαίνουν στις
περιπτώσεις ανίατων ασθενειών, που δεν μπορεί πια να αντιμετωπίσει η ιατρική
(“και το μη εγχειρέειν τοίσι κεκρατημένοισιν υπό των νοσημάτων, ειδότας ότι
ταύτα πάντα ου δύναται ιητρική”). Αναγνωρίζουν έτσι οι γιατροί, όπως και ο
Ιπποκράτης, τα ανθρωπίνως εφικτά όρια της επιστήμης, αποκλείοντας, βέβαια, την
παροχή λύτρωσης με τη χρήση θανατηφόρου φαρμάκου, τη λεγόμενη “επιστημονική
δολοφονία”. Μπροστά σ’ αυτό το δίλημμα, οι γιατροί επηρεάζονται συχνά και από
τις θρησκευτικές ή τις φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις. Δεν είναι λίγες οι γνώμες
και τα επιχειρήματα διανοουμένων και επιστημόνων, που διατυπώθηκαν κατά καιρούς
για την ευθανασία. Θα επικαλεστώ την άποψη του αείμνηστου Καθηγητή της
Φιλοσοφίας και Ακαδημαϊκού Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου, ο οποίος μιλώντας το 1961
στην Ελληνική Εταιρεία Ευγονικής είχε αναρωτηθεί: Μπορούμε από οίκτο να
δεχτούμε την ευθανασία; Και η απάντησή του ήταν: ΟΧΙ! Άλλο οίκτος και άλλο
φιλανθρωπία, τόνισε, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος στη γλώσσα της φιλοσοφίας έχει
απόλυτη αξία, συνεπώς είναι απαραβίαστος και στο θάνατό του. Σε αντίθετη
περίπτωση οι συνέπειες είναι φρικτές. Αρκεί, λέει, να σκεφτεί κανείς, τι μπορεί
να γίνει, από τη στιγμή που θα καταργήσουμε την απόλυτη αξία του ανθρώπου. Και
ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ν. Μητσόπουλος στο βιβλίο του: “Η λεγόμενη
ευθανασία” (Αθήνα 1980) επισημαίνει μιαν άλλη διάσταση: “Νομική κατοχύρωση της
ευθανασίας θα σήμαινε δύο τινά. Πρώτον αναγνώριση της ορθότητας και του ηθικού
δικαιώματος της πράξης και δεύτερο διάνοιξη οδού για εύκολη θανάτωση ανθρώπων
ανεπιθύμητων είτε από τους οικείους ή συγγενείς τους, είτε από την πολιτεία,
είτε και από άλλα άτομα ή ομάδες ατόμων”. Τελικά το πρόβλημα της ευθανασίας -
ενεργητικής ή παθητικής - μόνο μέσα στο χώρο της ανθρωπιστικής ηθικής βρίσκει
τη λύση του. Και κύριος εκφραστής της ανθρωπιστικής ηθικής είναι και παραμένει
ο Ιπποκρατικός Όρκος. Μπορεί σήμερα το γράμμα του να παραβιάζεται, το πνεύμα
του όμως μένει αναλλοίωτο. Δεν πρέπει δε να λησμονούμε πως ο κεντρικός άξονας
του Όρκου και η ρητή υπόσχεση του γιατρού που δίνεται μεσ’ από αυτόν
συνοψίζεται με τη φράση: “Αγνώς δε και οσίως διατηρήσω βίον τον εμόν και τέχνην
την εμήν” (Αγνή και καθαρή θα φυλάξω τη ζωή και την τέχνη μου).
O κεντρικός
αυτός άξονας του Ιπποκρατικού Όρκου συναντάται σήμερα και στον Κώδικα Ιατρικής
Δεοντολογίας, ο οποίος στο άρθρο 2 παρ.2 που αναφέρεται στην άσκηση του
ιατρικού λειτουργήματος λέει τα εξής :“Ο ιατρός τηρεί τον Όρκο του Ιπποκράτη,
ασκεί το έργο του σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και πρέπει κατά την άσκηση
του επαγγέλματός του, να αποφεύγει κάθε πράξη ή παράλειψη, η οποία μπορεί να
βλάψει την τιμή και την αξιοπρέπειά του και να κλονίσει την πίστη του κοινού
προς το ιατρικό επάγγελμα. Οφείλει, επίσης, να διατηρεί σε υψηλό επίπεδο την
επαγγελματική του συμπεριφορά, ώστε να καταξιώνεται στη συνείδηση του
κοινωνικού συνόλου και να προάγει το κύρος και την αξιοπιστία του ιατρικού
σώματος…”