Από
το Πλατύ Καλαμάτας Μεσσηνίας στην κορυφή
της ελληνικής επιβατηγού ναυτιλίας! Η μυθιστορηματική ζωή του Έλληνα Κροίσου
θυμίζει σενάριο χολιγουντιανής ταινίας. Απλός, σοβαρός, δίκαιος και με
ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, κατάφερε από το απόλυτο μηδέν να χτίσει μια
αυτοκρατορία και να κερδίσει επάξια τον τίτλο του «πατριάρχη» της σύγχρονης
ελληνικής ακτοπλοΐας.
Τα
όνειρά του, τα επαγγελματικά του βήματα, άγνωστες οικογενειακές στιγμές και
αναμνήσεις μιας ζωής ξεδιπλώνονται -με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο- μέσα στην
αυτοβιογραφία του, που κυκλοφόρησε μόλις πριν από λίγες ημέρες από τις εκδόσεις
«Επτάλοφο».Σε ηλικία έξι μηνών στα χέρια της μητέρας του στο πατρικό του στην
Καυταντζόγλου
Ο
Περικλής Παναγόπουλος σε 512 σελίδες
μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, τους γονείς του, τις σπουδές του και τη μοίρα
που τον έφερε «φτωχό συγγενή μιας πλούσιας οικογένειας. «Όλα άρχισαν μια
χειμωνιάτικη Κυριακή. Ήταν 29 Δεκεμβρίου
1935. Προπολεμικά, σε έναν μαιευτικό θάλαμο της Κλινικής Θεοφιλάκη στα Πατήσια,
στην πλατεία Κολιάτσου, σε ένα γωνιακό κτίριο της οδού Πάτμου, ιδιοκτησίας του
δήμου Αθηναίων» αναφέρει ο ίδιος για τη γέννησή του.
Ο
πατέρας του Περικλή, Σταύρος Παναγόπουλος, καταγόταν από τον νόμο Μεσσηνίας. Το
Πλατύ ήταν η γενέτειρά του. Έμεινε χήρος σε ηλικία μόλις 40 χρόνων με δύο μικρά
αγόρια: τον Λυκούργο και τον Νίκο. Τότε ήταν που μπήκε στη ζωή του η μητέρα του
Περικλή. Σύντομα η Ειρήνη έγινε η δεύτερη σύζυγος του Σταύρου. Το ζευγάρι παντρεύτηκε
στις 31 Ιανουαρίου 1935. Ο πατέρας του Περικλή Παναγόπουλου όμως το καλοκαίρι
του 1942 έπεσε θύμα των Γερμανών στο ξενοδοχείο του, όπου τον χτύπησαν
ανελέητα. Πέθανε λίγους μήνες αργότερα.
Ο
Ευγένιος Ευγενίδης, συγγενής της γιαγιάς του Περικλή, διαμέσου της αδελφής του
Μαριάνθης Σίμου έκανε την εξαιρετική πρόταση στη μητέρα του και τον ίδιο να
πάνε στην Ελβετία, όπου ο Περικλής θα συνέχιζε τις σπουδές του. Συνάντησε τον
θείο Ευγένιο για πρώτη φορά το 1949. Ο Περικλής Παναγόπουλος θυμάται: «Μεγάλωσα
μέσα σε μια εφοπλιστική οικογένεια. Ήμουν ο φτωχός συγγενής μιας πλούσιας
οικογένειας, του Ευγένιου Ευγενίδη. Ο άνθρωπος αυτός και η αδελφή του δεν
απέκτησαν παιδιά κι έψαχναν να βρουν τη συνέχεια για τις επιχειρήσεις τους».
Παιδί ακόμα, τα καλοκαίρια και στη διάρκεια των σχολικών διακοπών άρχισε να
μπαρκάρει με τα πλοία του Ευγενίδη. «Σαν τον πολυταξιδεμένο Οδυσσέα, ο οποίος
πολλών ανθρώπων είδε χώρες και έμαθε γνώμες και πολλά στα πέλαγα βρήκε βάσανα»
αναφέρει ο κ. Παναγόπουλος.
Μετά
τον ξαφνικό θάνατο του Ευγενίδη, ο Περικλής στάλθηκε από το γραφείο του θείου
του στη Γένοβα, όπου δούλευε για ενάμιση
χρόνο στο λογιστήριο μέχρι τα μεσάνυχτα χωρίς σταματημό. Ο Π. Παναγόπουλος το 1961 στο τέλος της
στρατιωτικής του θητείας.
Έπειτα
ήρθε στην Ελλάδα για το στρατιωτικό του. Υπηρέτησε στο 502ο Τάγμα Πεζικού, όπου
τον είχαν καταγράψει ως αγράμματο, παρ' ότι γνώριζε τέσσερις γλώσσες.
«Κατατασσόμενος έπρεπε να απαλλαγώ από όλες τις τρίχες της κεφαλής μου, το
οποίο με μεγάλη χαρά έκανα την προηγούμενη της κατατάξεώς μου, δηλαδή στις 11
Οκτωβρίου 1960... Βέβαια, αφού κατετάγην, ανακάλυψα ότι η στρατιωτική
πραγματικότητα ήταν διαφορετική από εκείνην που είχα οραματιστεί... Η καραβάνα
η οποία μου εδόθη, μέσα στην οποία παίρναμε και τρώγαμε το φαγητό, ήταν γρασαρισμένη.
Έπρεπε να την πλύνουμε με χώμα και νερό» θυμάται ο ίδιος.
Μετά
το στρατιωτικό του επέστρεψε στη Γένοβα, όπου τον περίμενε η κοπέλα με τον
οποία είχε συνάψει δεσμό. Η Μπρούνα, μια πολύ ωραία Ιταλίδα που έμελλε στη
συνέχεια να γίνει σύζυγος του Περικλή και μητέρα των παιδιών του, του Αλέξανδρου και της Ειρήνης. Χώρισαν το 1987
και το Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012 άφησε την τελευταία της πνοή. Τον Φεβρουάριο
του 1990 γνωρίζει την Κατερίνα Ναυπλιώτου και την ερωτεύεται από την πρώτη
στιγμή. Τα δύο πρώτα χρόνια της σχέσης τους γύρισαν σχεδόν όλο τον κόσμο. Όπως
λέει ο ίδιος: «Ταξιδεύαμε οι δυο μας και για σαράντα συνεχόμενες ημέρες.
Γυρίζαμε παντού, από την Αλάσκα μέχρι την Αυστραλία».
Η
πορεία προς την κορυφή
Το
1965, έχοντας περάσει από τις περισσότερες διευθυντικές θέσεις της Home Lines,
αποφασίζει να εγκαταλείψει τον Όμιλο Ευγενίδη και έτσι φτάνει για πρώτη φορά
στον Πειραιά, προκειμένου να αναλάβει γενικός διευθυντής της εταιρείας
κρουαζιερόπλοιων Sun Line του εφοπλιστή Μπάμπη Κιοσέογλου.
Έξι
χρόνια αργότερα, το 1971, αποχωρεί από τη Sun Line με σκοπό να δημιουργήσει για
πρώτη φορά δική του εταιρεία. Έτσι ιδρύεται η εταιρεία-φαινόμενο Royal Cruise
Line. Πάνω της χτίστηκε ο παγκόσμιος μύθος του Περικλή Παναγόπουλου, του
εφοπλιστή που είναι έτοιμος να πουλήσει τα πάντα ανά πάσα ώρα και στιγμή. Στην
καθέλκυση του πρώτου πλοίο του «Golden Odyssey» το 1974
Η
Royal Cruise Line στην εποχή της είχε ανακηρυχθεί πολλές φορές ως η καλύτερη
εταιρεία κρουαζιερόπλοιων στον κόσμο. Στα πρώτα βήματά της διέθετε ένα μόνο κρουαζιερόπλοιο,
το «Royal Odyssey». Πολύ γρήγορα ο Περικλής Παναγόπουλος προχώρησε και στην
παραγγελία δύο ακόμη νέων και σύγχρονων κρουαζιερόπλοιων, που ονομάστηκαν
«Golden Odyssey» και «Crown Odyssey».
Το
1989, ενώ η εταιρεία βρισκόταν στο σημαντικότερο σημείο της ανάπτυξής της, ο
Περικλής Παναγόπουλος την πουλά στη νορβηγική εταιρεία κρουαζιερόπλοιων Kloster
αντί 300 εκατομμυρίων δολαρίων. Με τα κεφάλαια αυτά ο Περικλής Παναγόπουλος
«υποχρέωσε» την ελληνική ακτοπλοΐα να γυρίσει σελίδα. Όπως αποκαλύπτει στο
βιβλίο, ήρθε σε συμφωνία με τον όμιλο Ωνάση προκειμένου να προβούν σε δύο
παράλληλες επενδύσεις. Η μία αφορούσε υπερμεγέθη δεξαμενόπλοια, διπλού πυθμένα
και η άλλη την απόκτηση κρουαζιερόπλοιων. Η συμφωνία, όμως, δεν υλοποιήθηκε.
Το
1990 ιδρύει τη Magna Marine Inc., η
οποία δραστηριοποιήθηκε στη διαχείριση φορτηγών πλοίων, μια αγορά στην οποία
δραστηριοποιείται μέχρι σήμερα.
Το
1993 έβαλε σε εφαρμογή την ίδρυση της Superfast Ferries: παρήγγειλε δύο πλοία,
τα οποία ονομάζονται «Superfast Ι» και «Superfast II». Ανάδοχοι των δυο πλοίων
ήταν οι χρυσές Ολυμπιονίκες της Βαρκελώνης, Βούλα Πατουλίδου και Heike
Dreschler.
Συνέχισε
να έχει έντονη παρουσία στα κοινά της ελληνικής ναυτιλίας και ταυτόχρονα
συνέχισε να διοικεί, μαζί με την κόρη του Ειρήνη, την πρώτη του εταιρεία Magna
Marine Inc., η οποία διαχειρίζεται τώρα τέσσερα φορτηγά πλοία. Ο γιος του
Αλέξανδρος Παναγόπουλος είχε αποχωρήσει νωρίτερα από την οικογενειακή
επιχείρηση αναζητώντας τρόπους να επανέλθει στον χώρο της κρουαζιέρας.