Του Δρ. Μάριου Αθανασόπουλου.
Σας παραθέτουμε σε κείμενο την
πανηγυρική ομιλία του καθηγητή ιστορίας Δρ. Μάριου Αθανασόπουλου ενώπιων της Αυτού Εξοχότητας της Ελληνικής Δημοκρατίας κυρίου Προκόπη Παυλόπουλου επί την επέτειο της
απελευθερώσεως της πόλης της Καλαμάτας την 23η Μαρτίου 1821 από τον τουρκικό
ζυγό…!!!
Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο εξαίρετος
καθηγητής ιστορίας Δρ. Μάριος Αθανασόπουλος, εκτός από σπουδαία προσωπικότητα
των γραμμάτων με πλούσιες εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, είναι
λάτρης της βυζαντινής μουσικής, ιεροψάλτης και κοσμεί με την καλλιφωνία του και
τις άριστες γνώσεις του το αναλόγιο του Ι. Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πλατέος
στο χωριό μας πάνω από είκοσι χρόνια και
μάλιστα αφιλοκερδώς ...!!!
Αξίζει να διαβάσουμε και να
μελετήσουμε σε βάθος το κείμενο της άνω ομιλίας αντλώντας από αυτό όλα εκείνα
που θα μας οδηγήσουν στην βαθύτερη ιστορική γνώση των αγώνων των θυσιών και των
ιδεών του Γένους μας…!!!
ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΝ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
(23/3/2016)
Εξοχότατε
κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας,
Η εποχή που διανύουμε, χαρακτηρίζεται από πολλούς ως
εποχή της λογικής. Κάθε μας βήμα, κάθε μας ενέργεια, δοκιμάζονται από το μέτρο
που η λογική μας υπαγορεύει. Ανάλυση των δεδομένων, υπολογισμός των παραμέτρων,
μελέτη των συνεπειών κι ακολουθεί η τελική μας απόφαση. Προπάντων αυτή η σκέψη
διακρίνει συλλογικές οντότητες, όπως κράτη ή διεθνείς/υπερεθνικούς οργανισμούς.
Κι όμως!
Υπάρχουν κάποιες στιγμές στην Ιστορία που η λογική παραμερίζεται μπροστά στη
δύναμη της θέλησης των λαών. Μπροστά στην εξωτερίκευση του έσω ανθρώπου. Είναι
αυτό που ευφυώς ο ποιητής προβάλλει με την πέννα του: «Η μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα. Με της καρδιάς το
πύρωμα μετριέται και με το αίμα».
Μια τέτοια
στιγμή βρισκόμαστε σήμερα, εδώ, σ’ αυτόν τον ευλογημένο τόπο να θυμηθούμε. Τη
στιγμή της επανάστασης των προγόνων μας, τη στιγμή της απελευθέρωσης της πόλης
από την οθωμανική τυραννία.
Γιατί όμως η
κίνηση αυτή, η Επανάσταση, αποτέλεσε τον παραμερισμό της λογικής;
Ας δούμε τώρα,
195 ολόκληρα χρόνια μετά, τα δεδομένα με την ψυχρή ματιά των υπολογισμών: Ένας
λαός ή καλύτερα ένα έθνος, υπόδουλο επί 400 περίπου χρόνια σε έναν δυνάστη
παντοδύναμο, πάνοπλο, υπερπολλαπλάσιό του, στέκεται ξανά στα πόδια του ζητώντας
το αυτονόητο: την ελευθερία του. Πόσο έτοιμο ήταν αυτό το έθνος για ένα τέτοιο
βήμα; Μήπως πίσω του κρύβονταν οι δυνατοί της γης; Ή τουλάχιστον μήπως είχε
λάβει την υπόσχεση κάποιων ισχυρών ότι θα παρέμβουν μόλις η Επανάσταση
ξεσπάσει; Μήπως είχε όπλα, συμμάχους που θα συνέδραμαν και όλοι μαζί θα
επιτύγχαναν τον κοινό σκοπό τους;
Την απάντηση
δίνει ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης. Μιλώντας με την ψυχρή λογική, επισημαίνει: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελλούς. Ημείς αν δεν
είμεθα τρελλοί δεν εκάμαμεν την επανάστασιν, διατί ηθέλαμεν συλλογισθή πρώτον
δια πολεμοφόδια, καβαλαρία μας, πυροβολικό μας, πυριτοθήκαις μας, τα μαγαζιά
μας, ηθέλαμεν λογαριάσει την δύναμιν την εδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα
όπου ενικήσαμεν, όπου ετελειώσαμεν με καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα,
επαινώμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμεν, ηθέλαμεν τρώγει κατάραις, αναθέματα».
Αντίθετα, χειρότερη στιγμή οι Έλληνες δεν θα μπορούσαν να διαλέξουν για την επανάστασή
τους: δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η Ευρώπη είχε εξέλθει από μια
πολύνεκρη και επιζήμια γι’ αυτήν πολεμική αναμέτρηση που κλόνισε συθέμελα το
οικοδόμημα των δυτικών μοναρχιών. Ο Ναπολέοντας μόλις είχε ηττηθεί, και μαζί
του είχε ηττηθεί και κάθε ιδέα αναθεώρησης της υφιστάμενης κατάστασης. Σ’
ολόκληρη την Ευρώπη κυριαρχούσε ένα ρεύμα συντήρησης. Ένα ρεύμα που σκοπό είχε
την κατάπνιξη κάθε επαναστατικής ιδέας. Κι αυτό το ρεύμα είχε ονοματεπώνυμο:
Ιερή Συμμαχία. Και εκφραστή: τον αυστριακό καγκελάριο Μέτερνιχ.
Μια τέτοια
σκοτεινή περίοδο διάλεξαν τρεις απλοί έμποροι από την Οδησσό της Κριμαίας το
1814 για να ιδρύσουν μια μυστική οργάνωση με σκοπό την απελευθέρωση του τόπου
τους, τη Φιλική Εταιρεία. Στηριγμένη αποκλειστικά στις πλάτες του Ελληνισμού, η
Φ.Ε. άπλωσε τα φτερά της και έφτασε παντού όπου υπήρχε Έλληνας. Χάρη σ’ αυτήν
και την υποτυπώδη οργάνωσή της και τον ενθουσιασμό των μελών της, ενώθηκαν όλοι
οι Έλληνες για να δουν επιτέλους το ποθούμενο να γίνεται πραγματικότητα: Οι πρόκριτοι
– Ο κλήρος – Οι οπλαρχηγοί – Ο απλός λαός.
Έτσι, στις 23
Μαρτίου του 1821, σαν σήμερα, σύσσωμοι οι Έλληνες ξεκίνησαν από τις γύρω
περιοχές και συνήχθησαν επί τω αυτώ για να απελευθερώσουν τη μεσσηνιακή
πρωτεύουσα. Μανιάτες, Αλαγόνιοι, Σαμπαζιώτες, Έλληνες από κάθε μέρος γύρω από
την πόλη, με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη, τον Πετρόμπεη, τον Νικηταρά, τον
Παπαφλέσσα, τον Αναγνωσταρά και τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς που θα δούμε
αργότερα στην αναπαράσταση, εισήλθαν για να ανάψουν τη σπίθα της ελευθερίας
πρώτα στην Καλαμάτα, κι ύστερα παντού όπου υπήρχε Ελληνισμός.
Εδώ, στα
χώματα που πατάμε εμείς, οι σύγχρονοι Έλληνες, πάτησαν οι πρόγονοί μας και
έψαλλαν λυτρωμένοι από την τυραννία των αλλοπίστων τον υπέροχο Θούριο της
Εκκλησίας μας: «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα
νικητήρια…». Και απελευθέρωσαν την πόλη, και μάλιστα αναίμακτα. Χωρίς να
πειραχτεί ούτε μια τρίχα από τα κεφάλια των Τούρκων της Καλαμάτας. Έδειξαν ότι
ήταν κοινωνοί ενός σπάνιου πολιτισμού, αυτοί οι αμόρφωτοι, οι απλοϊκοί Έλληνες,
οι πρώην δούλοι. Θαυμάστε δήλωση του επικεφαλής των επαναστατών, του Πετρόμπεη
Μαυρομιχάλη: «Ημείς δεν είμαστε ωσάν εσάς
τύραννοι και διώκται της ανθρωπότητος, και μήτε θέλει καταδεχθώμεν να σας
πειράξωμεν εις το παραμικρόν»!
Και νίκησαν! Αυτοί
οι κουρελήδες, οι ξυπόλητοι, οι άοπλοι, οι πεινασμένοι τους χορτάτους, τους
πλούσιους, τους ισχυρούς…Ανάγκασαν με τις θυσίες τους και με το αίμα τους να
υποκλιθεί μπροστά τους η παγκόσμια κοινή γνώμη. Από κάθε μέρος του τότε γνωστού
κόσμου, από την Ευρώπη, την Αμερική, έφταναν εθελοντές για να πολεμήσουν στο
πλευρό των αγωνιζόμενων Ελλήνων. Στο πλευρό αυτού του μικρού λαού που σήκωνε
στις πλάτες του ολόκληρη την ανθρωπότητα! Που σήκωνε στις πλάτες του τους
παντοτινούς αγώνες όλων των ανθρώπων, όπου γης, για ιδανικά που μέχρι σήμερα
παλεύουν οι άνθρωποι για να αποκτήσουν: για ελευθερία, για δικαιοσύνη, για
ισότητα.
Ταυτόχρονα,
αυτός ο υπέρ πάντων αγώνας, δεν έμοιαζε με κανέναν άλλον: «Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με
καμμίαν απ’ όσαις γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης
αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος.
Ο εδικός μας πόλεμος ήτον ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος,
ήτον με ένα λαόν όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωρισθή ως τοιούτος, ούτε να
ορκισθή, παρά μόνον ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήση
τον ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ’ ως σκλάβους»
γράφει στα απομνημονεύματά του ξανά ο Γέρος του Μωριά, ο στρατηγικός νους της
Επανάστασης.
Τι είναι εκείνο όμως που ώθησε αυτόν τον
«μικρό λαό, τον μέγα», να αψηφήσει τους δυνατούς της γης, τους πανίσχυρους
τυράννους του, την ίδια τη λογική που του υποδείκνυε το παλιό δημοτικό
τραγούδι: «Βασίλη
κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης…»; Πώς
κατόρθωσε το ακατόρθωτο;
Οι άνθρωποι που μόλις πριν λίγο
απαριθμήσαμε, μπορεί να μην είχαν διαβάσει πολλά βιβλία, οι περισσότεροι
μάλιστα απ’ αυτούς μόλις και μετά βίας ήξεραν να βάζουν την υπογραφή τους.
Είχαν όμως ιδανικά. Είχαν πίστη. Είχαν θέληση. Είχαν αγάπη. Πίστη στον Θεό που
τους ένωνε και τους ενδυνάμωνε ώστε να αντέχουν κατά τη διάρκεια της μακραίωνης
δουλείας αλλά και στις δύσκολες στιγμές της Επανάστασης. Δεν υπάρχει ιστορικό
προηγούμενο λαού που να βρέθηκε σε παρόμοια κατάσταση δουλείας και να επέζησε
όπως οι Έλληνες στην Τουρκοκρατία. Θέληση για ελευθερία, για να ξαναδούν στον
τόπο τους να βασιλεύει η δικαιοσύνη και να είναι όλοι τους μονιασμένοι και
αγαπημένοι, ίσοι προς ίσους. Δεν είναι τυχαίο ότι από τα πρώτα κιόλας συντάγματα,
ο ελληνικός λαός διακήρυξε την απαγόρευση της δουλείας (το σύνταγμα του 1822, του 1823 όπως και του 1844 όριζαν ότι «εις την
ελληνικήν επικράτειαν ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος. Αργυρώνητος δε
παντός γένους και πάσης θρησκείας, άμα πατήσας το ελληνικόν έδαφος, είναι
ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος»). Αγάπη θυσιαστική για την
πατρίδα και για κάθε τι ελληνικό. Οι περισσότεροι από τους ήρωες που
αγωνίστηκαν για την πατρίδα, είτε έδωσαν τη ζωή τους στη μάχη, όπως ο
Αναγνωσταράς ή ο Παπαφλέσσας είτε πέθαναν πάμφτωχοι και κατατρεγμένοι όταν η
πατρίδα ελευθερώθηκε, όπως ο ταπεινός Νικηταράς που στέκεται στο βάθος.
Κύριε Πρόεδρε,
Έχει
παρατηρηθεί πως όλοι οι λαοί, στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας τους,
ανατρέχουν στο παρελθόν τους και αναζητούν πρότυπα ζωής για το παρόν τους και
προτάγματα για το μέλλον τους.
Σε μια τέτοια
κρίσιμη καμπή βρίσκεται και ο δικός μας λαός σήμερα. Οι αγώνες αλλά και τα
ιδανικά που ενέπνευσαν εκείνους τους όχι και τόσο παλιούς προγόνους μας, βρίσκονται
μπροστά μας και μας απλώνουν το χέρι για να κοινωνήσουμε μ’ αυτά. Σε μια κρίση
πρωτίστως πνευματική, τα όπλα μας πρέπει να είναι πρωτίστως πνευματικά: Πίστη
στον Θεό και τις αστείρευτες δυνάμεις του Ελληνισμού, θέληση για πρόοδο και
αγώνα μέχρι να αντεπεξέλθουμε στις απαιτήσεις των καιρών, αγάπη υγιή για την
πατρίδα και τα ιδανικά που απορρέουν απ’ αυτήν, ιδανικά που είναι ταυτόχρονα
ευρωπαϊκά και παγκόσμια.
Μόνον έτσι θα
μπορέσουμε να φανούμε αντάξιοι αυτών των ανθρώπων που 195 χρόνια πριν, εδώ, την
ίδια ημέρα, στον ίδιο τόπο που πατάμε, διακήρυξαν το μήνυμα σ’ ολόκληρο τον
κόσμο ότι οι Έλληνες δεν χάθηκαν ακόμη. Ότι οι Έλληνες παλεύουν και θα παλεύουν
εσαεί για τα ιδανικά κάθε ανθρώπου, σ’ όποια εποχή, όπου κι αν βρίσκεται.
Σας ευχαριστώ για
την προσοχή σας.