
Δ.Σ.
ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ TO ΠΑΡΑΠΟΝΟ
.jpg)
Στου γηροκομείου την αυλή πάνω σ' ένα παγκάκι κάθεται ολομόναχο θλιμμένο γεροντάκι.
Σκέφτεται όσα έκανε όλα αυτά τα χρόνια και βλέπει πως κατάντησε σ' αυτή τη καταφρόνια.
Ευτυχισμένοι ζούσανε αυτός κι η φαμελιά του η όμορφη γυναίκα του τα δύο τα παιδιά τους.
Γι' αυτό και τα μορφώσανε απ' το υστέρημα τους καμάρωναν που γίνονταν """σπόυοαία τα" παιδιά τους:
Κουράγιο βρε γυναίκα μου ώσπου να μεγαλώσουν είναι παιδιά πολύ καλάθα μας το ανταποδώσουν.
Τα δυό παιδιά σπουδάσανε και στην Αμερική κάνανε οικογένεια ? και μείνανε εκεί.
"Απο τη στεναχώρια τους πριν κλείσει ένας χρόνος πεθαίνει η γυναίκα του και μένει ο γέρος μόνος.
Ζήτησε απ' τ' αγόρι του να πάει ο καημένος θυμάται τι τ' απάντησε κι είναι φαρμακωμένος.Πατέρα πολλά μας έκανες και σ' ευχαριστούμε μα είναι δύσκολα εδώ με γέροντες να ζούμε.
Ο γέρος τους απάντησε * νάχετε την ευχή μου κι εγώ θα έβρω μια γωνιά στο άλλο το παιδί μου".
Μα όταν το ανέφερε συην κόρη του μια μέρα εκείνη του απάντησε " δεν γίνεται πατέρα".
Σπίτι μεγάλο έχουμε η κόρη καμαρώνει μα όσα μέτρα μείνανε το κάναμε σαλόνι.
Πόσο ο γέρος λαχταρά νάναι με τα παιδιά του νάχει τα εγγονάκια του πάνω στα γόνατα του.
Αυτή η σκέψη η γλυκιά το γέρο αποκοιμίζειτου ιδρύματος η ερημιά όμως τον τριγυρίζει.
Ο γέρος εκοιμήθηκε με πρόσωπο θλιμμένο την άλλη μέρα το πρωί τον βρήκαν πεθαμένο