Ματιές στην Ιστορία του τόπου: Τρεις εκκλησίες, μια εποχή της νεότερης Καλαμάτας
Γράφτηκε από τον Ηλίας Μπιτσάνης
Η ιστορία των εκκλησιών στην Καλαμάτα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και είναι άγνωστη, πέρα από τις επιμέρους δοξασίες που μεταφέρονται με την προφορική παράδοση. Σε αυτό το πλήθος των εκκλησιαστικών μνημείων, ξεχωριστή θέση κατέχουν 3 εκκλησίες οι οποίες σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν την ίδια περίοδο. Είναι ο Aγιος Νικόλαος (θεμελίωση 1859, εγκαίνια 1865), ο Aγιος Ιωάννης (θεμελίωση 1857, εγκαίνια 1865) και η Υπαπαντή (θεμελίωση 1860, εγκαίνια 1873).
Οι τρεις εκκλησίες είναι πολύ μεγαλύτερες από τις προηγούμενες και κτίζονται στον τόπο όπου προϋπήρχαν μικρές. Οι παλαιότερες ήταν σχεδόν κατεστραμμένες τόσο από την επιδρομή του Ιμπραήμ το 1825, όσο και από τους μεγάλους σεισμούς που ακολούθησαν το 1828 και το 1844.
Οι τρεις καινούργιες μεγάλες εκκλησίες αρχίζουν να κατασκευάζονται την εποχή που η Καλαμάτα περνάει σε περίοδο "οικονομικής άνθησης". Η κατασκευή τους αντανακλά και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση αυτής της εποχής. Και αποτυπώνει ένα είδος ανταγωνισμού ανάμεσα στις ενορίες και τους διαφορετικούς οικονομικούς παράγοντες που συνέδραμαν στην κατασκευή τους.
Οι θέσεις στις οποίες κατασκευάστηκαν, ουσιαστικά προσδιορίζουν και την έκταση της πόλης εκείνη την εποχή καθώς αποτελούν το "κέντρο" των αντίστοιχων ενοριών - γειτονιών.
Αγιος Νικόλαος (του Φλαρίου)
Βρίσκεται μεταξύ των οδών Αγίου Νικολάου και Αριστοδήμου και έχει κτιστεί το 1865 στα ερείπια της παλαιάς εκκλησίας του Αγίου Νικολάου του Φλαρίου.
Στην υπουργική απόφαση με την οποία χαρακτηρίζεται "οικοδόμημα που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία", σημειώνεται ότι "αποτελεί ενδιαφέρον δείγμα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα".
Η παλαιά εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Φλαρίου έχει απασχολήσει εκτεταμένα την τοπική ιστοριογραφία.
Κατά το Δικ. Βαγιακάκο ήταν "καθολικός ναός με νεκροταφείον και νοσοκομείον ο οποίος πρότερον εκαλείτο Αγιος Νικόλαος των Ξένων ή Αγιος Νικόλαος του Ξενοδοχείου ή Αγιονικόλας ο Ξενοδόχος ή Ξενοδόχειος ή Ξενοτάφειον".
Ο τόπος στον οποίο είχε κτισθεί ανήκε στην οικογένεια Πετούση, κτήτορας δε της εκκλησίας και ιδιοκτήτης του περιβόλου μέσα στον οποίο βρίσκονταν τα ερείπια της εκκλησίας, ήταν ο Νικόλαος Πετούσης. Ηταν ενοριακή εκκλησία μέχρι το 1830. Εκεί έγινε και η ορκωμοσία αυτών που διορίστηκαν σαν λαϊκοί δικαστές μέλη του Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου Καλαμάτας το 1830. Ο Πετούσης ανέλαβε το 1859 την ανέγερση νέας εκκλησίας στη θέση της παλαιάς. Το 1865 έγιναν τα εγκαίνια από το μητροπολίτη Οιτύλου Προκόπιο.
Κάτω από την εικόνα του Αγίου Νικολάου υπάρχει η επιγραφή: "Δέησις του δούλου του Θεού Δημητρίου Πετούση και επισκόπου της εκκλησίας, γονέων, αδελφών διά χειρός Αναστασίου Θεσσαλονικέως ΑΩΛΒ [σ.σ. 1832]". Υπάρχει και εικόνα της Ανάστασης με την επιγραφή: "Επιστασία Ιωακείμ αρχιμανδρίτου διά χειρός Ηλία Κουτήφαρη. Δαπάνη Σταύρου Καλαυριτινού 1848".
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο Κώδικας της εκκλησίας, ο οποίος αρχίζει από το Δεκέμβριο 1821 και τελειώνει το Νοέμβριο του 1842. Τον Κώδικα έχει παρουσιάσει η Βασιλική Μπόμπου-Σταμάτη.
Η πρώτη εγγραφή του Κώδικα με ημερομηνία 1η Δεκεμβρίου 1821 είναι αυτή του κτήτορα της εκκλησίας Νικόλαου Πετούση: "Εγώ ο δούλος του Θεού εγράφτηκα ο Νικολάκης Πετούσης εις του Αγίου Νικολάου και Διονυσίου χτήτορας του Αγίου Νικολάου διά να μνημονεύονται ζωντανοί και αποθαμένοι Νικολάου συν της συμβίας και τοις τέκνοις αυτού υγείας και βοηθείας αυτός τα ονόματα τα αποθαμένα, Αθανάσιος-Παναγιώτης-Παναγιώτης-Γιαννούλα".
Υπάρχει ακόμη ένα πλήθος γνωστών και αγνώστων ονομάτων αφιερωτών εκείνης της εποχής, μεταξύ των οποίων και αυτό του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη: "1882 Μαρτίου 3. Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης υπέρ υγείας και ελευθερίας του γένους γρόσια διακόσια". Ο Δ. Βαγιακάκος σημειώνει μάλιστα ότι "η αναγραφή είναι αυτόγραφος του Πετρόμπεη".
Για το θέμα των ονομασιών έχουν διατυπωθεί πολλές εκδοχές.
Ο Αγγελος Καπώτας γράφει ότι η επωνυμία Φλάριος ανάγεται στην εποχή της Ενετοκρατίας: "Εκ ταύτης βεβαίως της εποχής προέρχεται το εν Καλάμαις κοινώς λεγόμενον σήμερον Φλαρείον, όπερ σημαίνει εκκλησίαν των Φλάρων και εφ' ου κείται η ημετέρα εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Φλάροι δε λέγονται παρ' ημίν οι καθολικοί ιερείς και αναπολούσι το λατινικόν fratres, όπερ εκ του ελληνικού "φατήρ" προέρχεται. Επομένως "Φλαρείον" υπονοεί μητρόπολιν των καθολικών".
Ο Δουκάκης για την εκκλησία αυτή γράφει ότι βρισκόταν στα "δυτικά της πόλης" (η περιγραφή έχει γίνει στην αρχή του αιώνα, όταν η πόλη είχε περιορισμένη έκταση) και κτίσθηκε εκ θεμελίων το 1859 σε έδαφος παλαιάς εκκλησίας και τα εγκαίνιά της έγιναν το 1865 από τον μητροπολίτη Οιτύλου Προκόπιο.
Ενας άλλος Καλαματιανός, ο Ορ. Χρυσοσπάθης γράφει ότι "εκεί υπήρχε μικρός καθολικός ναός με νεκροταφείον και νοσοκομείον, την δε σημασίαν Φλαρείον έλαβε από τους τότε καθολικούς ιερείς (frores) Φλάρηδες, ο τόπος δε εκεί ανήκεν ολόκληρος εις την οικογένεια Πετούση, ο οποίος εθεωρείτο κτήτωρ του ναού.
Κατά το 1866 εκτίσθη ο νυν μεγάλος ναός του Αγίου Νικολάου".
Ο Π. Τσίχλης τοποθετεί τις ονομασίες αυτές την εποχή της παραμονής στην Καλαμάτα του Γάλλου στρατηγού Μαιζών, γράφοντας ότι μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου ο γαλλικός στρατός στρατοπέδευσε στη Μεσσηνία. Ενα τάγμα του στρατού το οποίο ονομαζόταν "Φράριον-Φλάριον" έμεινε στην Καλαμάτα για την ασφάλεια της πόλης. Για την εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων των στρατιωτών παραχωρήθηκε η μικρή εκκλησία του Αγίου Νικολάου των Ξένων, ο οποίος βρισκόταν στην ανατολική όχθη του Νέδοντα ανάμεσα σε ελαιώνες. Ο παρακείμενος χώρος της εκκλησίας χρησιμοποιήθηκε και σαν νεκροταφείο των Γάλλων. Eτσι παρέμεινε το προσωνύμιο Φλάριος στην εκκλησία.
Η Βασιλική Μπόμπου-Σταμάτη απορρίπτει αυτή την εκδοχή καθώς παρουσιάζει τα προσωνύμια της εκκλησίας στον Κώδικα της παλιάς εκκλησίας ήδη από το 1821: "Του εν Αγίοις πατρός ημών Νικολάου του Ξενοδοχείου επικαλουμένου, 1821" είναι η επικεφαλίδα του Κώδικα.
Η Βασιλική Μπόμπου-Σταμάτη επικαλείται πληροφορία του Α. Μπουσόν σε έργο που έχει δημοσιεύσει το 1845 το οποίο γράφει στη λέξη Καλαμάτα ή Καλομάτα: "εις την Μεσσηνίαν φέουδον της οικογενείας των Βιλλαρδουΐνων του Μορέως (το Τευτονικόν τάγμα κατείχεν μερικά τιμάρια εις αυτήν την βαρωνίαν)".
Και αναρωτιέται: "Μήπως μεταξύ των τιμαρίων αυτών συγκαταλέγεται και ο τόπος του Φλαρείου; Δεδομένου δε ότι σκοπός του Τευτονικού τάγματος ήτο η περίθαλψις των πτωχών περιηγητών, μήπως εδώ ευρίσκεται η ερμηνεία του: Ξενοδόχειος και Ξενοταφείον ή των Ξένων;".
Η ίδια αποφαίνεται δε ότι "όσον και αν η υπόθεσις φαίνεται τολμηρά, εκεί οδηγούν τα υπάρχοντα μέχρι σήμερον στοιχεία".
Η εκκλησία έχει αγιογραφηθεί με ξεχωριστό τρόπο από τον σπουδαίο Kαλαματιανό ζωγράφο Βαγγέλη Δράκο.
Αγιος Ιωάννης Πρόδρομος
Οπως προαναφέρθηκε, οι εκκλησίες του Αγίου Νικολάου Φλαρίου, της Υπαπαντής και του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου κτίσθηκαν την ίδια περίοδο. Μάλιστα όπως αναφέρει ο Π. Οικονομάκης η "δηλοποίηση" για την κατασκευή των τριών εκκλησιών έγινε από το Δήμο Καλαμάτας επί δημαρχίας Θ.Ι. Κυριακού, ταυτόχρονα το 1857.
Αναλυτικά για την ιστορία του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου έχει γράψει ο Ι. Μπιζίμης.
Κατ' αρχήν από τις διάφορες μαρτυρίες, φαίνεται ότι υπήρχε ομώνυμη βυζαντινή εκκλησία στην ίδια περιοχή, η οποία καταστράφηκε στα Ορλοφικά (1770) και κατά την επιδρομή του Ιμπραήμ (1825). Η έλλειψη όμως συγκεκριμένων ιστορικών στοιχείων δεν επιτρέπει την πλήρη ταυτοποίηση της θέσης της.
Ο Ν. Βέης γράφει ότι από το βυζαντινό ναό του Αγίου Ιωάννου μετά τις επιδρομές διασώθηκαν "στοιχεία τινά του Αγίου Βήματος" όπου διάβασε κάτω από τοιχογραφία την επιγραφή (την οποία συμπλήρωσε στα κενά σημεία) που έγραφε "Δέησις των δούλων του θεού Ευσταθίου Μαμουνά και των ενοριτών".
Ο Ι. Μπιζίμης ταυτίζει την αναφορά του Ν. Βέη με "τμήματα ναού τα οποία σώζονται σε αξιοθρήνητη κατάσταση σε αυλή σε πάροδο της Βιλλεαρδουίνου, γνωστό με την ονομασία Αγιάννης του Κάστρου".
Και τα συσχετίζει με την εκκλησία η οποία αναφέρεται σαν "ναΐδριο βυζαντινό ημικατεστραμμένο" στην Επετηρίδα της Ιεράς Μητρόπολης Μεσσηνίας (1977).
Ο Μπιζίμης ακόμη αναφέρει ότι τα σωζόμενα τμήματα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω του ζωγραφικού διακόσμου που είχε η εκκλησία. Ο ίδιος είδε τοιχογραφία στην οποία διακρίνεται καθαρά ο Πρόδρομος "πτερωτός να κρατεί στο χέρι του υψωμένο ειλητάριο" το οποίο έγραφε "Μετανοείτε ήγκικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών". Και ακόμη ότι στην κόγχη της Πρόθεσης υπήρχε εικονογραφημένη η "Ακρα Ταπείνωση". Προσθέτει δε πως "φαίνονται σαφή ίχνη από προγενέστερη αγιογράφηση".
Τα στοιχεία αυτά συμπίπτουν με την εκκλησία που είναι χωμένη στο βράχο του Κάστρου, και η οποία ανακηρύχθηκε ως μνημείο (Αγιος Ιωάννης Σπηλαιώδης).
Για την εκκλησία η οποία βρισκόταν στη θέση της σημερινής, ο Ι. Μπιζίμης αποφαίνεται πως είναι κτίσμα του 17ου αιώνα (καθώς υπάρχει Αγιος Ιωάννης στην απογραφή Γκριμάνι του 1700), ίσως και του 16ου αιώνα.
Η εκκλησία αυτή υπέστη την πρώτη καταστροφή στα Ορλοφικά το 1770, ενώ στη συνέχεια πυρπολήθηκε κατά την επιδρομή του Ιμπραήμ στην Καλαμάτα το 1825. Συντηρήθηκε πρόχειρα και αποτέλεσε για ένα χρονικό διάστημα τη Μητρόπολη της Καλαμάτας.
Σύμφωνα με τον Ι. Μπιζίμη στον Αγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο έγινε η δοξολογία όταν ο Οθωνας επισκέφθηκε την Καλαμάτα το 1833 και η δοξολογία μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας από την Κυπαρισσία στην Καλαμάτα (1845), ενώ εκεί γινόταν και η δοξολογία για την επέτειο της εθνικής γιορτής της 25ης Μαρτίου.
Υπήρχαν τέσσερις Κώδικες της εκκλησίας, αλλά σώθηκε μόνον ο τέταρτος που καλύπτει τη χρονική περίοδο από το 1811 μέχρι το 1838 και βρίσκεται στη Λαϊκή Βιβλιοθήκη Καλαμάτας.
Η εκκλησία έγινε επικίνδυνη και εγκαταλείφθηκε μετά τους σεισμούς του 1844.
Ο Δ. Δουκάκης γράφει ότι η σημερινή εκκλησία "κατά το έτος 1857, επί δημαρχίας Θ. Ι. Κυριακού ανοικοδομήθη εκ νέου κατά τον νεότατον ελληνοβυζαντινόν ρυθμόν, εισαχθέντα παρ' ημίν διά του εν Αθήναις μεγάλου μητροπολιτικού ναού του Ευαγγελισμού".
Και συμπληρώνει για τη διακόσμησή της: "Εντός του ναού υπάρχει εικών επάργυρος της Παναγίας της Μυρτιδιωτίσσης έχουσα την επιγραφήν: "Η παρούσα εικών εφτιάσθη με έξοδα Αλεξίου Αλεξοπούλου Μόσχου, Δεκεμβρίου 12, εν έτει 1810".
Ετέρα εικών του Προδρόμου, και αυτή αρχαιότατη, φέρει την εξής επιγραφήν: "Δέησις των δούλων του Θεού Ιωάννου Κυριακού και της συμβίας και των αδελφών, χειρ Δημητρίου Καρβέλα"".
Κατά τον Ι. Μπιζίμη, η παλαιότερη εκκλησία κατεδαφίστηκε το 1858 και η καινούργια εγκαινιάστηκε το 1865.
Υπαπαντή
Η σημερινή μητροπολιτική εκκλησία της Καλαμάτας είναι η τρίτη κατά σειρά η οποία με το ίδιο όνομα έχει κτιστεί στην ίδια περίπου περιοχή.
Ο μακαριστός μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος Θέμελης σε εργασία του αναφέρει ότι υπήρχε παλαιά βυζαντινή εκκλησία κοντά στο αρχαίο φρούριο, με το όνομα Υπαπαντή του Σωτήρος, που βρισκόταν κοντά στη σημερινή εκκλησία και στη νοτιοανατολική της πλευρά. Στο χώρο που βρισκόταν η Αγία Τράπεζα της εκκλησίας έχει τοποθετηθεί μαρμάρινος σταυρός στον οποίο αναγράφεται: "Η πλαξ αυτή ενθυμίζει ιερόν και άδυτον".
Η εκκλησία εκείνη κάηκε από τους Τούρκους σε εποχή η οποία δεν μπορεί να προσδιοριστεί γιατί δεν υπάρχουν σχετικά στοιχεία.
Κατά τη θρησκευτική παράδοση, στο σημείο που υπήρχε η εκκλησία η οποία καταστράφηκε, κάποια εποχή χτίστηκε ο στάβλος για τα άλογα του πασά της Καλαμάτας (εκεί κοντά ήταν και το Διοικητήριο του πασά το οποίο κατεδαφίστηκε το 1905).
Ο φύλακας του στάβλου αλλά και ο εκ των προκρίτων της Καλαμάτας Π. Τζάνες, σε μια εποχή που ο μακαριστός Χρυσόστομος την υπολογίζει στις αρχές του 17ου αιώνα, είδαν το ίδιο όνειρο με το οποίο υποδεικνυόταν ότι στο σημείο που ήταν τα άλογα του πασά υπήρχε ιερό σύμβολο. Ο Τζάνες έχοντας καλές σχέσεις με τους Τούρκους από τη θέση στην οποία βρισκόταν, έπεισε τον πασά και έγινε ανασκαφή η οποία οδήγησε στην ανεύρεση της εικόνας της Υπαπαντής.
Η πίσω πλευρά της εικόνας είχε καεί, ενώ το εμπρός, που έφερε την επωνυμία Υπαπαντή, είχε ζωγραφισθεί κατά το έτος ΧΟΒ, δηλαδή 672 μ.Χ. Το στοιχείο αυτό αποδεικνύει και την ύπαρξη βυζαντινής εκκλησίας στην περιοχή.
Το 1839 ο καλλιτέχνης αγιογράφος Δημήτριος Βυζάντιος, διευθυντής Διοικήσεως Μεσσηνίας, ανακαίνισε το πρόσωπο της εικόνας "και προσήρμοσεν αυτό με τον αργυροεπίχρυσον αυτής χιτώνα" όπως γράφει ο Δ. Δουκάκης.
Δεξιά, μετά την ανακαίνιση έφερε την επιγραφή: "Εχρυσώθη δαπάνη της κυρίας Βαρβάρας Βράχμαν το γένος Τζάνε υπέρ υγεία(ς) και σωτηρ(ί)α(ς) της θυγατρός αυτής Φαίδρας. Κεχρήσοται δι' εξόδων της δούλης του θ(εο)ύ Χρησιΐδος συζύγου Αναστ(ασίου) Π. Μαυρομιχάλη ΑΩΚΘ
Δέησις του δούλου του Θεού Ηλιού Τζάνε ΑΨΜΟ".
Το 1854 η βυζαντινή εκκλησία χτίστηκε στο ίδιο σημείο πάλι, και η εικόνα μεταφέρθηκε εκεί μέχρι το 1873. Η εκκλησία αυτή κατεδαφίστηκε στις 19 Αυγούστου 1873. Γιατί ήδη είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή της καινούργιας μεγάλης εκκλησίας, της οποίας τα θεμέλια τέθηκαν το 1860. Ο Δ. Δουκάκης γράφει ότι "ο ναός ωκοδομήθη κατά βυζαντινόν ρυθμόν, έχων σχήμα σταυρού. Επί της τοποθεσίας αυτής έκειντο τα ερείπια των ανακτόρων του Βιλλαρδουίνου του Καλαμάτα, άτινα και εγώ αυτός είδον".
Στη μια από τις πλευρές του θεμέλιου λίθου είναι γραμμένη η επιγραφή:
"Επί Βασιλέως Οθωνος Α
Αρχιεπισκόπου Μεσσηνίας Προκοπίου
Νομάρχου Ν. Γκούση
Δημάρχου Θ. Ι. Κυριακού
ο ακρογωνιαίος ούτος λίθος επί της μητροπόλεως
των Καλαμών ναού της Υπαπαντής του Σωτήρος
ημών Ιησού Χριστού ετέθη εν έτει ΑΩΞ την
25 Ιανουαρίου".
Στην Ιερά Πρόθεση ήταν εντοιχισμένη η επιγραφή:
"Μνήσθητι Κύριε, πάντων των συνδρομητών της αγίας εκκλησίας ταύτης και των δούλων σου Προκοπίου αρχιερέως, Αλεξάνδρου ιερέως, Αντωνίου Μαυρομιχάλη, Ι. Καραλιά, Ν. Ψάλτη, Π. Κατσίρη, Π.Λ. Στραβοσκιάδη, Κ.Χ. Δουκάκη, Σ. Πανούκλα, Δ. Μαραβά. Γ. Παγώνη αρχιερέως Ναυπλίας. Μηνί αυγούστω 18, 1873".
Παρατηρούμε ότι η επιγραφή έχει χαραχθεί μια ημέρα πριν την κατεδάφιση της προϋπάρχουσας μικρής εκκλησίας.
Τα επίσημα εγκαίνια της νέας εκκλησίας έγιναν το 1874 όταν μητροπολίτης ήταν ο Προκόπιος και δήμαρχος ο Πέτρος Αντ. Μαυρομιχάλης.
Η περιφορά και λιτάνευση της εικόνας στην πόλη έγινε για πρώτη φορά το 1889.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1914, λίγο μετά τις 10 το βράδυ, στην εκκλησία ξέσπασε μεγάλη πυρκαγιά από αναμμένο κερί και έγιναν σημαντικές καταστροφές. Ο θρόνος στον οποίο είχε τοποθετηθεί η εικόνα της Υπαπαντής κάηκε, το αργυρόχρυσο περίβλημα έλιωσε, αλλά η ίδια η εικόνα δεν έπαθε ζημιές. Ο καθηγητής του Πολυτεχνείου Ιακωβίδης ανέλαβε την αποκατάσταση της εικόνας, πράγμα το οποίο έγινε στο τέλος του ιδίου χρόνου.
Η εκκλησία έπαθε σοβαρές ζημιές στους σεισμούς του 1986, οι οποίες αποκαταστάθηκαν.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ηλία Μπιτσάνη "Εκκλησιαστική μνημεία ιστορίας και πολιτισμού στην Καλαμάτα"