Του, ΛΑΜΠΡΟΥ Κ.
ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου –
Καθηγητού
Μεταξύ των χιλιάδων Νεομαρτύρων, οι οποίοι ομολόγησαν την πίστη τους στο
Χριστό και έδωσαν τη ζωή τους, στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας,
συγκαταλέγονται και ορισμένοι, οι οποίοι προέρχονταν από τους αλλόθρησκους
τούρκους. Ένας από αυτούς υπήρξε ο ηρωικός Νεομάρτυς
άγιος Κωνσταντίνος εξ Αγαρηνών.
Γεννήθηκε στα τέλη του 18ου
αιώνα στο νησί της Λέσβου, στην
κοινότητα Υψηλομέτωπου από τούρκους
και μουσουλμάνους στο θρήσκευμα, γονείς. Ήταν ένα χαριτωμένο και πανέμορφο
παιδί, το οποίο όσο μεγάλωνε, τόσο αναδεικνύονταν τα ψυχικά του χαρίσματα και
τα ασυνήθιστα σωματικά του κάλλη. Άλλοι τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν και
άλλοι τον ζήλευαν και τον μισούσαν.
Όταν έγινε δεκαπέντε χρονών, κάποια τουρκάλα γειτόνισσά του, παρασυρμένη
πάθος της ζήλιας και του φθόνου αποφάσισε να τον θανατώσει. Κάποια μέρα
συνέλαβε ένα πανούργο σχέδιο, έφτιαξε γλυκό, στο οποίο έβαλε δηλητήριο και το
πρόσφερε στον ωραίο νεαρό. Εκείνος το έφαγε και αμέσως άρχισαν οι παρενέργειες
της δηλητηρίασης. Πάλεψε για μέρες, αλλά στο τέλος σώθηκε μεν από το θάνατο,
αλλά έμεινε τυφλός και παράλυτος, καθηλωμένος στο κρεβάτι. Και σαν να μην
έφθανε αυτό, προσβλήθηκε και από ευλογιά, και έδινε μάχη να κρατηθεί στη ζωή.
Μια άλλη γειτόνισσά του χριστιανή, τον συμπόνεσε και πήγε στο σπίτι του
με ένα δοχείο με αγίασμα, προτείνοντας στη μητέρα του να τον νίψει με αυτό. Η
μουσουλμάνα μητέρα του, μέσα στην απόγνωσή της και βλέποντας το παιδί της να
πεθαίνει, ώρα την ώρα, δέχτηκε. Το θαύμα έγινε, αμέσως άρχισε η ανάρρωση και σε
λίγες ημέρες έγινε εντελώς καλά! Είδε ξανά το φώς του και σηκώθηκε από το
κρεβάτι!
Μετά λίγο καιρό πέθανε ο πατέρας του και η μητέρα του παντρεύτηκε άλλο
άνδρα μουσουλμάνο, κακό και μέθυσο, ο οποίος συμπεριφέρονταν βάναυσα στον ίδιο
και τα τρία αδέλφια του. Μη μπορώντας να αντέξουν το ξύλο και τη βαναυσότητα
του πατριού τους τα τέσσερα αδέλφια αναγκάστηκαν να φύγουν και να εγκατασταθούν
στη Σμύρνη. Εκεί για να ζήσουν
ασχολήθηκαν με το εμπόριο λαχανικών.
Μεταξύ των πελατών τους ήταν και ο Μητροπολίτης
Σμύρνης, στον οποίο προμήθευε λαχανικά, πηγαίνοντάς τα ο μετέπειτα
ονομασθείς Κωνσταντίνος. Κατά τις τακτικές επισκέψεις του στη Μητρόπολη
εξοικειώθηκε με τους Χριστιανούς και άκουγε όμορφες συζητήσεις και χρήσιμες
συμβουλές, άγνωστες στους ομοθρήσκους του τούρκους. Τακτικά τύχαινε να δει πως
εόρταζαν οι Χριστιανοί τις μεγάλες γιορτές τους, οι οποίες του προξενούσαν
μεγάλη εντύπωση και συγκρίνοντάς τες με αυτές της θρησκείας του, τις έβλεπε ανώτερες,
με ασύγκριτο πνευματικό βάθος και νόημα. Κάθε φορά που παρακολουθούσε
χριστιανική εορτή, γέμιζε η ψυχή του από ανεξήγητη χαρά και αγαλλίαση. Συχνά
έπιανε συζήτηση με σεβάσμιους κληρικούς της Μητροπόλεως, συζητώντας για
πνευματικά θέματα και ζητώντας απαντήσεις σε απορίες του.
Κάποια μέρα βρήκε μόνο του έναν γέροντα πνευματικό, τον οποίο παρακάλεσε
να του διαβάσει κάτι πνευματικό από τα ιερά βιβλία του Χριστιανισμού. Ο
γέροντας δεν είχε μαζί του τα γυαλιά του και ο νεαρός μουσουλμάνος έτρεξε να
του φέρει, για να μη χάσει την ευκαιρία να ακούσει πνευματικά λόγια, που
αγνοούσε. Ο σεβάσμιος γέροντας άρχισε να του διαβάζει αποσπάσματα από την Αγία
Γραφή, τα συγγράμματα των Πατέρων και Συναξάρια αγίων. Παράλληλα του μιλούσε
για το Χριστό και την σωτηρία, μέσω της Εκκλησίας Του. Η συζήτηση διήρκησε
πολλές
ώρες. Ο νεαρός μουσουλμάνος
κατενθουσιάστηκε από όσα άκουσε, εντυπώνοντάς τα στην ψυχή του.
Όταν έφυγε από τη Μητρόπολη αισθάνθηκε ότι κάτι σημαντικό άλλαξε μέσα
του. Είχε αγαθή ψυχή και φόβο Θεού. Φαίνεται πως τον καιρό που η ευσεβής
γειτόνισσα τον ένιψε με τον αγιασμό τον
επισκέφτηκε η θεία χάρις, οδηγώντας τον στη σωτηρία. Καθ’ οδόν για το σπίτι του
πήρε τη μεγάλη απόφαση να αλλαξοπιστήσει και να γίνει Χριστιανός, διότι
πείστηκε για την ανωτερότητα της χριστιανικής πίστεως.
Δεν πέρασε πολύς καιρός όπου παράτησε το
εμπόριο των λαχανικών, αποχαιρέτησε τα αδέλφια του και αναχώρησε για το Άγιο Όρος για να πραγματοποιήσει τον
μεγάλο και σωτήριο σκοπό του. Έφτασε στη Νέα
Σκήτη, όπου αναζήτησε έναν έμπειρο πνευματικό να εξομολογηθεί και να
κατηχηθεί, ώστε να ακολουθήσει η βάπτισή του. Με δάκρυα στα μάτια εξομολογήθηκε
και ζήτησε να λάβει το άγιο Βάπτισμα. Ο πνευματικός του τον κράτησε για λίγες
ημέρες κοντά του, διδάσκοντάς του τις αρχές της χριστιανικής πίστεως και
συζητώντας μαζί του ώρες ολόκληρες. Ο νεαρός μουσουλμάνος ζούσε ένα όνειρο, την
ανείπωτη χαρά του την εκδήλωνε με ποταμούς δακρύων.
Ο πνευματικός κράτησε μυστικό την επιθυμία του νεαρού να γίνει
Χριστιανός για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα. Κατόπιν το ανέφερε στους
προϊσταμένους της Ιεράς Μονής Αγίου
Παύλου, οι οποίοι χάρηκαν και δόξασαν το Θεό για την μεταστροφή του
αλλόθρησκου νέου. Ταυτόχρονα τους κατέλαβε σοβαρός προβληματισμός,
αναλογιζόμενοι τις φοβερές συνέπειες που θα υφίσταντο αν μαθεύονταν το γεγονός
της μαθητείας και βαπτίσεως μουσουλμάνου. Σημειώνουμε πως η σαρία, δηλαδή ο ισλαμικός
νόμος προβλέπει την ποινή του θανάτου για όποιον αρνιέται το Ισλάμ και για
όποιους τον βοηθήσουν.
Οι πατέρες του Αγίου Παύλου αποφάσισαν να τον στείλουν στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου ήταν το
κέντρο της αγιορείτικης πολιτείας και είχε πολλούς και σοφούς γέροντες, για να
χειριστούν το θέμα. Οι πατέρες της Λαύρας τον καλοδέχτηκαν, τον περιποιήθηκαν,
ωστόσο δεν τόλμησαν και αυτοί να τον βαπτίσουν. Μάλιστα κάποιοι από τους
πατέρες νόμισαν πως επρόκειτο για παγίδα των τούρκων, ότι ήταν βαλτός να λάβει
εικονικό βάπτισμα, για να βρουν την αφορμή να καταστρέψουν τη Μονή.
Την εποχή εκείνη βρισκόταν στο Άγιο Όρος εξόριστος ο Πατριάρχης άγιος Γρηγόριος Ε΄, σε μια
από τις πολλές εκθρονίσεις και εξορίες του. Σ’ αυτόν τον έστειλαν οι πατέρες,
δίνοντάς του και πέντε αργύρια ως βοήθημα.
Εκείνος όμως αντί να πάει στον εξόριστο Πατριάρχη, πήγε στη Σκήτη της Αγίας Άννας, όπου βρήκε έναν
άγιο και πνευματικό πατέρα τον Χρύσανθο,
στον οποίο έμεινε τρεις ημέρες φιλοξενούμενος και νουθετούμενος. Μετά αναχώρησε
προς άγνωστη γι’ αυτόν κατεύθυνση, διότι χάθηκε μέσα σε πυκνή ομίχλη. Κατά
συγκυρία Θεού πήγαινε προς τα Καυσοκαλύβια,
μια μεγάλη και ξακουστή αγιορείτικη Σκήτη. Νύχτωσε στο δρόμο και αποκοιμήθηκε
στα ριζά ενός βράχου. Είδε στον ύπνο του την Παναγία, η οποία του είπε να μη
λυπάται και να μην ανησυχεί και να συνεχίσει το δρόμο, ο οποίος οδηγεί στα
Καυσοκαλύβια. Όταν έφτασε εκεί γνώρισε έναν άγιο γέροντα τον Γαβριήλ, ζητώντας του να τον βαπτίσει.
Όμως και αυτός ο γέροντας
φοβήθηκε να τον βαπτίσει και με τη σύμφωνη γνώμη των προϊστάμενων της Σκήτης
τον έστειλαν, με συνοδεία μοναχού, στην Ιερά
Μονή Ιβήρων, όπου μόναζε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄. Ο Άγιος Πατριάρχης τον
δέχτηκε και συζήτησε μαζί του, για να διαγνώσει τις πραγματικές του προθέσεις.
Ο νέος μουσουλμάνος έκλαιγε απαρηγόρητα και εκλιπαρούσε να βαπτισθεί. Ο
Γρηγόριος τον διαβεβαίωσε ότι θα τον βάπτιζε ο ίδιος σε λίγο καιρό στα
Καυσοκαλύβια, όπου
τον έστειλε να κατηχηθεί για έξι μήνες. Εκεί έδειξε
μεγάλη πίστη και έφεση στις αρετές.
Όταν πέρασαν οι έξι μήνες, έλαβε το άγιο Βάπτισμα και το όνομα Κωνσταντίνος. Την ώρα του Ιερού
Μυστηρίου το πρόσωπό του έλαμπε σαν τον ήλιο, ώστε δεν μπορούσαν να τον δουν οι
μοναχοί. Από εκεί πήγε να προσκυνήσει την Ιερή Εικόνα της Πορταΐτισσας στη Μονή Ιβήρων
και στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου να
προσκυνήσει Ιερά Λείψανα Νεομαρτύρων. Εκεί του γεννήθηκε η επιθυμία να
προστεθεί και αυτός στους Νεομάρτυρες, να χύσει το αίμα του για το Χριστό. Όμως
ο πνευματικός της Σκήτης τον απέτρεψε, λέγοντάς του ότι, αν θέλει ο Θεός, Αυτός
θα τον οδηγήσει στο μαρτύριο.
Κάποια μέρα θυμήθηκε τα αδέλφια του στη Σμύρνη και σκέφτηκε ότι είχε την
υποχρέωση ότι να τα μεταστρέψει και αυτά στην πίστη του Χριστού. Ζήτησε την
άδεια του Πατριάρχη και συστατική επιστολή προς τον σοφό διδάσκαλο Κυδωνιών κυρ
Γρηγόριο Σαράφη. Αλλά όταν έφτασε
στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) τον
αναγνώρισε κάποιος τούρκος, ο οποίος τον κατέδωσε στις αρχές. Ο Κωνσταντίνος
έφυγε βιαστικά για τη Σμύρνη, αλλά τον συνέλαβαν στο πλοίο και ο οδήγησαν στον
αγά της πόλεως. Στην ανάκριση ο Κωνσταντίνος απάντησε: «Ήμουν μωαμεθανός, αλλά φωτίστηκα από το Θεό και διαπίστωσα ότι η πίστη
των Αγαρηνών είναι ψεύτικη και η μόνη αληθινή πίστη είναι αυτή των Χριστιανών.
Για το συμφέρον μου για να κερδίσω την αιώνια ζωή, έγινα Χριστιανός». Ο
αγάς των Κυδωνιών κάλεσε και τον αγά των Μοσχονησίων
για να προσπαθήσουν μαζί να τον μεταστρέψουν, είτε με τις κολακείες, είτε με τη
βία. Αφού αρνήθηκε να απαρνηθεί το Χριστό, με νουθεσίες και παρακάλια, τον
υπέβαλλαν σε φρικτά βασανιστήρια και φυλακίσεις. Όμως ο Μάρτυς έμενε σταθερός
στην πίστη του. Παράλληλα οι Χριστιανοί των Κυδωνιών έκαναν προσευχές και
αγρυπνίες για την ενίσχυσή του.
Χρησιμοποίησαν ένα φρικτό εργαλείο, με το οποίο είχαν βασανίσει
πρωτύτερα τον άγιο Νεομάρτυρα Γεώργιο
από τον Χιοπολίτη. Μια σιδερένια περικεφαλαία, την οποία πυράκτωναν και την
έβαζαν στο κεφάλι του και την έσφιγγαν, προκαλώντας αφόρητους πόνους. Το βράδυ
έβλεπαν, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, ένα ανεξήγητο φως να λούζει το κελί της φυλακής
του. Κάποιο βράδυ είδε στον ύπνο του την Παναγία, η οποία τον προειδοποίησε ότι
θα μαρτυρήσει στην Κωνσταντινούπολη.
Αφού, λοιπόν, δεν έφεραν αποτέλεσμα, τον έστειλαν με συνοδεία, όντως
στην Κωνσταντινούπολη, όπου και υπέφερε τα πάνδεινα. Τον κάλεσε ο διοικητής της
Πόλης σε ανάκριση, καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια για την μεταστροφή του στο
Ισλάμ. Όμως ο Μάρτυρας του απάντησε με ηρωισμό: «Άρχοντά μου, μακάρι να γνώριζες και συ το συμφέρον τη ψυχή σου και να
γινόσουν Χριστιανός»! Ο τούρκος αξιωματούχος έγινε θηρίο από το θυμό του,
θεωρώντας φρικτή ύβρη τα λόγια του. Έβγαλε αμέσως διαταγή να θανατωθεί διά
απαγχονισμού και το σώμα του να το θάψουν σε μουσουλμανικό νεκροταφείο, για να
μη μπορούν να πάρουν τα λείψανά του οι Χριστιανοί. Ήταν 2 Ιουνίου 1819. Η μνήμη του εορτάζεται στις 2 Ιουνίου, την ημέρα του μαρτυρίου του.