Ο
Δ. Κοκκινάκης, ιστορικός ερευνητής, στο βιβλίο του «Ποιοι δολοφόνησαν τον
Καποδίστρια;» δηλώνει ότι ασχολήθηκε επί χρόνια με το θέμα της δολοφονίας του
κυβερνήτη, μελετώντας όλα τα σχετικά αρχεία της εποχής, τις ιατροδικαστικές
εκθέσεις, το πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο των γεγονότων αλλά και τη δικογραφία
της δίκης του Γεωργίου Μαυρομιχάλη. Προσπάθησε να ανασυνθέσει το πάζλ των
γεγονότων που οδήγησαν στη δολοφονία του Καποδίστρια, καταλήγοντας σε ένα
διαφορετικό συμπέρασμα σχετικά με τους δολοφόνους. Προσπαθώντας και ο ίδιος να
αναπαραστήσει το σκηνικό του φόνου και χρησιμοποιώντας σχετικά σύγχρονες
μεθόδους της εγκληματολογίας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τον Καποδίστρια δεν
τον σκότωσαν οι Μαυρομιχαλαίοι . Ποιοι ήταν όμως οι δολοφόνοι του;
Ο
Κοκκινάκης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για μια συνομωσία στην οποία
πρωτοστάτησαν οι Άγγλοι, οι οποίοι και είχαν αποφασίσει τη δολοφονία του
κυβερνήτη, αφενός για να τερματίσουν τα όνειρα των Ελλήνων για ένα μονάρχη
ελληνικής καταγωγής, αφετέρου για να επιτύχουν τον αφοπλισμό των αξιόμαχων
ελληνικών μονάδων που προήλαυναν στη Στερεά Ελλάδα. Έτσι, άρχισαν να
δημιουργούν συνθήκες ενοχοποίησης των Μαυρομιχαλαίων, εμφανίζοντας την
οικογένεια να προβαίνει σε ενέργειες τις οποίες όμως προφανώς δεν θα πραγματοποιούσε,
αν πράγματι είχε σκοπό να δολοφονήσει τον Καποδίστρια (αγορά πιστολιών,
εκτόξευση απειλών, ψευδείς αναφορές για στάση στη Μάνη κλπ.). Η επίρριψη του
φονικού στους Μαυρομιχαλαίους έπρεπε να γίνει με πειστικό τρόπο. Τα σχέδια των
Άγγλων δεν θα εξυπηρετούσε η δολοφονία του κυβερνήτη από έναν άγνωστο
εκτελεστή, δεδομένου ότι ο δολοφόνος θα έπρεπε να βρεθεί αμέσως, ώστε να
εξευμενισθεί κατά κάποιο τρόπο η αντίδραση του ελληνικού λαού. Ο φρουρός των
Μαυρομιχαλαίων, ο στρατιώτης Καραγιάννης, δεν αντικαταστήθηκε ποτέ από την
παρακολούθηση και προστασία της οικογένειας, πιθανότατα προκειμένου να
μεταφέρει στους συνωμότες όλες τις προσπάθειες προσέγγισης του Καποδίστρια με
τον Πετρομπέη.
Λαμβάνοντας
υπόψη όλα όσα έχουν λεχθεί, αλλά και τις καταθέσεις των μαρτύρων, ο Κοκκινάκης
περιγράφει τη δολοφονία με βάση τα δικά του στοιχεία. Το πρωινό της 27ης
Σεπτεμβρίου 1831, ο κυβερνήτης συνοδευόταν από δύο φρουρούς, το στρατιώτη
Λεωνίδη και τον μονόχειρα υπηρέτη του Κοζώνη, ο οποίος αντικατέστησε εκείνη την
ημέρα τον κανονικό του φρουρό που αρρώστησε ξαφνικά (;). Καθοδόν, 100-150 μέτρα
πριν την εκκλησία, σε ένα ιδιαίτερα σκοτεινό σημείο του δρόμου, κοντά στην
πλατεία του Αναβρυτηρίου, συναντήθηκε με τους Μαυρομιχαλαίους, οι οποίοι τον
χαιρέτησαν με σεβασμό και τον προσπέρασαν, χωρίς να τον κτυπήσουν εκεί, όπου οι
συνθήκες ήταν περισσότερο κατάλληλες. Οι Μαυρομιχαλαίοι, φθάνοντας πρώτοι στην
εκκλησία, στάθηκαν έξω από αυτή (ως υπόδικοι που ήταν): Ο Κωνσταντίνος στο δεξί
(ως προς τον εισερχόμενο) τμήμα της θύρας του ναού, ακουμπώντας στον τοίχο, με
μέτωπο προς την οικία του υπουργού Ροδίου, δηλαδή αντίθετα από την κατεύθυνση
από την οποία ερχόταν ο κυβερνήτης, ο δε Γεώργιος περίπου στο μέσον της στενής
θύρας, στο βάθος του εσωτερικού πλατύσκαλου, 1,20-1,50 μ. από τον δρόμο με
μέτωπο προς το εσωτερικό του ναού. Ο κυβερνήτης με τους φρουρούς του πλησίασε
την είσοδο της εκκλησίας, αποκαλύφθηκε με το αριστερό χέρι για να κάνει με το
δεξί χέρι τον σταυρό του (και όχι βέβαια για να χαιρετήσει τους
Μαυρομιχαλαίους, τους οποίους είχε ήδη συναντήσει και χαιρετήσει).
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Μπροστά
από τον Κωνσταντίνο, σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες, βρισκόταν ένας
«ξηρακιανός νέος με μαύρην καππόταν», ενώ ένας άλλος άγνωστος νέος (αναφέρθηκε
από τον Γεώργιο, στην κατάθεσή του ως ζητιάνος) στεκόταν στο αριστερό, ως προς
τον εισερχόμενο, τμήμα της θύρας του ναού. Ο Κωνσταντίνος διαπίστωσε κάποια
ύποπτη κίνηση (τράβηγμα όπλου;), είτε του Κοζώνη είτε του «ξηρακιανού νέου» που
στεκόταν μπροστά του. Η πρώτη του σκέψη ήταν πως κινδύνευε ο ίδιος. Αντέδρασε
πηδώντας στο μέσον του δρόμου και ταυτόχρονα πυροβολώντας εναντίον του υπόπτου.
Επειδή όμως βρισκόταν εν κινήσει, αστόχησε και η βολή του εξοστρακίσθηκε στον
τοίχο της εκκλησίας, εκεί που στεκόταν προηγουμένως ο ίδιος (το ίχνος υπάρχει
ως σήμερα). Ο Καποδίστριας αιφνιδιάσθηκε από το άλμα του Κωνσταντίνου και το
άκουσμα του πρώτου πυροβολισμού, και έστρεψε το κεφάλι του δεξιά και πίσω.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή πυροβολήθηκε εξ επαφής στο πίσω μέρος του ινιακού
οστού, λίγο πάνω από το δεξί αυτί, από τον «ξηρακιανό νέο» ή από τον Κοζώνη. Ο
τελευταίος είτε πυροβόλησε είτε όχι, πιθανότατα ήταν μυημένος στη συνομωσία,
δεδομένου πως δεν κατονόμασε αυτόν που πυροβόλησε, αφήνοντας να εννοηθεί πως
ήταν ο Κωνσταντίνος, τον οποίον δεν είδε να πυροβολεί αλλά τον άκουσε (!).
Ταυτόχρονα,
ο ζητιάνος που βρισκόταν στην άλλη πλευρά της θύρας του ναού, τον κτύπησε με
ένα μαχαίρι μήκους μεγαλύτερου του ενός ποδός (33 εκ.) και πλάτους 8-9 εκ. Με
βάση το μήκος της πύλης εισόδου του μαχαιριού στο σώμα του κυβερνήτη και το
σύνηθες ιχθυοειδές σχήμα των μαχαιριών, υπολογίζεται πως πρόκειται για μάχαιρα
μήκους 40-45 εκ. Το όπλο αυτό δε βρέθηκε ποτέ (το αποδιδόμενο στον Γεώργιο
μαχαιρίδιο δε θα μπορούσε να προκαλέσει τόσο μεγάλο τραύμα). Ο στρατιώτης
Καραγιάννης πυροβόλησε τον ευρισκόμενο πλέον πολύ κοντά του (στην αρχή του
ανηφορικού μονοπατιού) Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη στην κοιλιά, ο οποίος προσπάθησε
τραυματισμένος να τρέξει στο ανηφορικό δρομάκι. Ο υπαξιωματικός Βούλγαρης, ευρισκόμενος
συμπτωματικά (;) ένστολος και ένοπλος μέσα στην εκκλησία (η μονάδα του
βρισκόταν στον Πλάτανο, 200 μέτρα από την εκκλησία), καταδίωξε τον
τραυματισμένο Κωνσταντίνο, (ο οποίος αν και είχε ακόμη μία πιστόλα γεμάτη, δεν
αμύνθηκε!), τον πρόφθασε και τον λόγχισε. Σχεδόν αμέσως κατέφθασαν ακόμη έξι
στρατιώτες, υπό τον Μομφεράτο, (πως άραγε κατάφεραν να φθάσουν τόσο γρήγορα από
τον Πλάτανο, αν κάποιος δεν τους είχε ειδοποιήσει από πριν;) και συνέχισαν
βάναυσα (ανεπίτρεπτα, για έναν δολοφόνο που θα μπορούσε να έχει συλληφθεί) να
κτυπούν τον Κωνσταντίνο, ο οποίος τελικά και πυροβολήθηκε στο κεφάλι από τον
στρατηγό Φωτομάρα (δήθεν για να τον γλύτωσει από το μαρτύριό του). Ο Γεώργιος
διαπιστώνοντας την εμπλοκή του θείου του στο συμβάν, και χωρίς να έχει καταλάβει
στην πραγματικότητα τι συνέβη, διέφυγε τρέχοντας, καταδιωκόμενος από δύο
στρατιώτες, προς την κατοικία του Στρατιωτικού Διοικητή Ναυπλίου, στρατηγού
Γεράρδου, θεωρώντας ότι εκεί θα ήταν ασφαλής. Μετά από πολλές απόπειρες να
εισέλθει σε κάποιο σπίτι, ανακάλυψε (κατά περίεργο τρόπο, αφού ήταν πολύ νωρίς
το πρωί) την πόρτα του σπιτιού του ταγματάρχη Βαλλιάνου ανοικτή, στο οποίο και
εισήλθε. Ακολουθώντας τον Βαλλιάνο, από μια πορτούλα του κήπου πέρασε στην
κατοικία του Γάλλου αντιπρέσβη Ρουάν, δηλώνοντας αθώος και ζητώντας να τον
παραδώσουν στη νόμιμη κυβέρνηση της Ελλάδας (δεν ζήτησε άσυλο, όπως
υποστηρίζουν πολλοί ιστορικοί).
Κατά
τη διάρκεια της δίκης και στην προσπάθεια να εφευρεθούν και άλλα ενοχοποιητικά
στοιχεία εναντίον των Μαυρομιχαλαίων, εμφανίσθηκε ένα πλαστό ιατρικό
ανακοινωθέν (στο οποίο γίνεται προσπάθεια να ανασκευασθεί το μέγεθος των
τραυμάτων του κυβερνήτη), αλλά και το γνωστό μαχαιρίδιο που αποδόθηκε στον
Γεώργιο. Δε λήφθηκαν υπόψη οι καταθέσεις των μαρτύρων, τόσο για την παρουσία
των δύο αγνώστων μπροστά στην εκκλησία (δεν αναζητήθηκαν από το δικαστήριο) όσο
και για την παρουσία δύο ακόμη άγνωστων φουστανελλοφόρων που επέβαιναν σε μια
άμαξα και συμμετείχαν στην επιχείρηση κατά του κυβερνήτη, αλλά ούτε και η
κατάθεση της Παρασκευούλας (που βρισκόταν στο παράθυρο του σπιτιού της,
κοιτάζοντας προς την εκκλησία), η οποία δεν είδε ποτέ τον Κωνσταντίνο να
πυροβολεί τον κυβερνήτη. Η κατάθεση του Γ. Τερζή (Ράπτη) η οποία αθώωνε τους
Μαυρομιχαλαίους, εξαφανίσθηκε μυστηριωδώς από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, ενώ
εκτός από τον Καραγιάννη, κανείς από τους μάρτυρες δεν κατονόμασε τους
Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Επίσης τα γεγονότα αυτά επιβεβαιώνουν και
τα ημερολόγια δύο Ευρωπαίων περιηγητών, ενός Σκώτου και ενός Ουαλλού, τα οποία
όμως από το 1979 και μετά, κατά έναν περίεργο τρόπο έχουν εξαφανισθεί (!).
Ο
Γεώργιος Μαυρομιχάλης δικάσθηκε από το στρατοδικείο (γεγονός αντισυνταγματικό,
διότι είχε διατελέσει πρωθυπουργός της Ελλάδας), κρίθηκε ένοχος και
καταδικάσθηκε σε θάνατο. Ο Καραγιάννης, αν και αρχικά είχε καταδικασθεί σε
θάνατο, άλλαξε την κατάθεσή του εναντίον των Μαυρομιχαλαίων, με αποτέλεσμα να
απαλλαγεί (!) Η εκτέλεση του Γεωργίου επισπεύσθηκε, «κλείνοντας» την υπόθεση.
Κατά την εντός του Ναυπλίου διαδρομή του προς το σημείο της εκτέλεσης του
(Πλάτανος), ο Γεώργιος πέρασε κάτω από το σπίτι όπου κρατείτο ο Πετρόμπεης και
ζήτησε να τον δει, αλλά του απαγορεύθηκε από τις Αρχές. Το γεγονός αυτό
αποδεικνύει ότι πράγματι είχε μεταφερθεί από τον Καποδίστρια από τον ανεμόμυλο,
όπου κρατείτο, στο σπίτι του στο Ναύπλιο και ο Γεώργιος ήδη το γνώριζε.
Αρνούμενος κάθε ενοχή, έδωσε ο ίδιος το παράγγελμα προς το εκτελεστικό
απόσπασμα, φωνάζοντας προς το συγκεντρωμένο πλήθος «Ομόνοια αδέλφια».
Μετά
την εκτέλεση του Γεωργίου, το θέμα της δολοφονίας του Καποδίστρια, σε συνδυασμό
και με τις μεγάλες εθνικές εξελίξεις, άρχισε σιγά-σιγά να λησμονείται, ενώ και
οι σχετικές δημοσιεύσεις για συνομωσία σταμάτησαν.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Πέρα
από τις θεωρίες συνομωσίας που ο καθένας θα μπορούσε να επικαλεσθεί αλλά
δύσκολα να αποδείξει, είναι γεγονός ότι στην υπόθεση της δολοφονίας του
Καποδίστρια παραμένουν ορισμένα αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τους δράστες. Η
σχέση του Καποδίστρια με τους Μαυρομιχαλαίους υπήρξε πράγματι θυελλώδης. Δεν
πρέπει να λησμονούμε όμως ότι ο Πετρόμπεης ήταν από τους πρώτους που
προσπάθησαν να πείσουν τον Καποδίστρια να εγκαταλείψει την Αυλή του τσάρου και
να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, γεγονός που αποδεικνύεται και από την
κωδικοποιημένη αλληλογραφία τους από το 1818.
Μια
δεύτερη διαπίστωση αφορά τη στάση της αγγλικής κυβέρνησης, η οποία 180 χρόνια
μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια συνεχίζει να θεωρεί τον φάκελο της υπόθεσης
που υπάρχει στα Βρετανικά Αρχεία «άκρως απόρρητον», μη επιτρέποντας την
πρόσβαση σε αυτόν. Τι έχουν λοιπόν να κρύψουν οι Άγγλοι, οι οποίοι σε άλλες
περιπτώσεις δίνουν πολύ εύκολα στη δημοσιότητα απόρρητα αρχεία τους και μάλιστα
νεώτερων χρόνων; Εξάλλου ακόμη και οι υποστηρικτές της θεωρίας ότι οι
Μαυρομιχαλαίοι ήταν πληρωμένοι δολοφόνοι, πιστοποιούν έμμεσα την ύπαρξη
συνομωσίας, αφού κάποιοι θα πρέπει να κίνησαν τα νήματα από το παρασκήνιο
πληρώνοντας τους Μαυρομιχαλαίους και στήνοντας το σκηνικό, όπως πραγματικά
ήθελαν.
Η
δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια ήταν η πρώτη πολιτική δολοφονία αρχηγού
κράτους στη Νεώτερη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδας. Η ανάμιξη της Αγγλίας και της
Γαλλίας θεωρείται πλέον δεδομένη. Το νέο ελληνικό κράτος ξεκινούσε τον ελεύθερο
βίο του με μία πράξη που αποτελούσε ταυτόχρονα μήνυμα και προειδοποίηση προς
κάθε κατεύθυνση. Αμέσως μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ακολούθησε χάος και
αναρχία. Ο επικεφαλής της Προσωρινής Διοίκησης, Αυγουστίνος Καποδίστριας, ο οποίος
αποτελούσε σκιά του νεκρού αδελφού του, αδυνατούσε να επιβάλει την τάξη. Το
χάος αυτό άνοιξε τον δρόμο για την επιβολή της «Ελέω Θεού» βασιλείας του Όθωνα.
Ίσως σ' αυτό να απέβλεπαν οι Μεγάλες Δυνάμεις με τη δολοφονία του Καποδίστρια,
του ανθρώπου ο οποίος με απίστευτους διπλωματικούς ελιγμούς, τους «εγκλώβισε»
στην αναγκαιότητα της αναγνώρισης του ελληνικού κράτους και ο οποίος δεν ήταν
εύκολο να δεχθεί μοναρχίες και απολυταρχικά καθεστώτα τέτοιου τύπου. Λίγο πριν
το τέλος του, είχε αναφέρει στον Γάλλο ιστορικό και περιηγητή Μισό, όταν
ρωτήθηκε αν η Ελλάδα έμελλε να γίνει βασίλειο ή δημοκρατία: «Ένα τέτοιο πράγμα
δε θα ήτο και τόσο εύκολον! Ανηγέρθη πολλάκις ναός προς τον αληθή Θεόν εκ των
στηλών του Διός και της Αθηνάς. Πώς όμως θα ιδρυθή θρόνος επί του εδάφους των
αρχαίων δημοκρατιών και εκ της κόνεως αυτών;»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) ΓΕΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Εκδόσεις
Καραβία, Αθήνα 1996.
(2) Κ.Μ. Μπαζίλι : ΕΝΑΣ ΡΩΣΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ, Εκδόσεις Καλέντη, Αθήνα 2000.
(3) Δημήτριος Ν. Κοκκινάκης : ΠΟΙΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΗΣΑΝ
ΤΟΝ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ ; (γ΄ έκδοση), Εκδόσεις Συμμετρία, Αθήνα 2007.
(4) Α.Μ. Ιδρωμένος : ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Εκδόσεις Καραβία, Αθήνα 1900.
(5) Νικόλαος Κασομούλης : ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 1821-1833, 3τ., Εκδόσεις Ελεύθερη
Σκέψις, Αθήνα 2005
(6) Ιωάννης Καποδίστριας : ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ –
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΜΟΥ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑΣ, Εκδόσεις Μπάυρον, Αθήνα 1986.
(7) Ελένη Κούκου : ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, Ο
ΑΝΘΡΩΠΟΣ – Ο ΔΙΠΛΩΜΑΤΗΣ, Εκδόσεις ΟΕΔΒ, Αθήνα 1989.
(8) Α. Κουτσιλιέρης : ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΑΙΟΙ ΚΑΙ
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1982.
(9) Τάσος Βουρνάς : Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
– ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ, Εκδόσεις Φυτράκη, Αθήνα 1976.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο W. Aslison Fillips υποστηρίζει, όπως
είναι και το πιθανότερο, ότι ο Κοζώνης δεν ήταν στρατιώτης αλλά υπηρέτης, που
αντικατέστησε εκείνο το πρωινό τον κανονικό φρουρό του κυβερνήτη, ο οποίος
αρρώστησε ξαφνικά.
2. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ο Κωνσταντίνος
Μαυρομιχάλης φορούσε εκείνο το πρωινό ένα λευκό μπουρνούζι, ενώ ο Γεώργιος
μαύρη καππότα.
3. Οι φρουροί των ατόμων που βρίσκονταν θπό
επιτήρηση είχαν διπλή αποστολή : αφενός να τους επιτηρούν ώστε να μη διαπράξουν
κάποια έκνομη ενέργεια, αφετέρου να τους προστατεύουν από επιθέσεις εναντίον
τους.
4. Ο περίεργος αυτός νέος αναφέρεται σε δύο ή
τρία σημεία των καταθέσεων, χωρίς όμως να διευκρινίζεται ο ρόλος του στην όλη
υπόθεση. Η παρουσία του εκείνη την ώρα στην εκκλησία και στη θέση που βρισκόταν
κρίνεται ύποπτη. Η παρουσία, ενός ζητιάνου τόσο νωρίς στην εκκλησία ήταν
σπάνια. Απεικονίζεται βέβαια στις γκραβούρες και στους πίνακες της εποχής, τους
σχετικούς με το θέμα, αλλά δεν αναζητήθηκε από το δικαστήριο (αν και ήταν
αυτόπτης μάρτυρας) για να καταθέσει.
5. Το γεγονός ότι μέσα στην εκκλησία, και
μάλιστα τόσο νωρίς το πρωί, βρισκόταν ένας ένοπλος υπαξιωματικός δεν ήταν
ιδιαίτερα συνηθισμένο.
6. Ο Καποδίστριας είχε ήδη ανταλλάξει
χαιρετισμό με τους Μαυρομιχαλαίους καθ’ οδόν, οπότε δεν υπήρχε λόγος να τους
χαιρετήσει ξανά. Επίσης, δύσκολα ο κυβερνήτης της Ελλάδας θα χαιρετούσε πρώτος
(και μάλιστα δι’ αποκαλύψεως της κεφαλής) οποιονδήποτε Έλληνα έβλεπε στον
δρόμο.
7. Η μελέτη του χρονικού διαστήματος που
μεσολάβησε από τη μία κίνηση μέχρι την επόμενη απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Το
σημαντικό στοιχείο αφορά τον χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ του κτυπήματος και της
άφιξης των στρατιωτών. Μήπως κάποιοι ήταν ήδη έτοιμοι, αναμένοντας τη θλιβερή
είδηση;
8. Επί Αυγουστίνου Καποδίστρια, ο Αλμέιντα
έλαβε την ελληνική ιθαγένεια, καθώς και σημαντικές εκτάσεις εθνικών γαιών.
9. Κοκκινάκης 32-92.
10. Το μαχαιρίδιο αυτό (μήκους 12,5 εκ. και
πλάτους 2,5 εκ.) δεν βρέθηκε στα πόδια του Καποδίστρια, όπως πολλάκις
αναφέρθηκε στη δίκη, αλλά το βρήκε ο Μομφεράτος, το έδωσε στον Αλμέιντα και
αυτός το διαβίβασε με έγγραφο του στον Εισηγητή (εισαγγελέα), μετά από γραπτή
αίτηση του τελευταίου.
11. Κοκκινάκης 309-29.
12. Κοκκινάκης 1212-35.
13. Ο ίδιος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης στα βαθιά
του γεράματα, έλεγε χαρακτηριστικά : «Ανάθεμα στους Αγγλογάλλους που ήταν η
αιτία και εγώ να χάσω τους δικούς μου ανθρώπους και το έθνος να χάσει έναν
κυβερνήτη που δε θα ματαβρεί. Το αίμα του με παιδεύει έως σήμερα».
14. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Άγγλος
πρεσβευτής ζήτησε να ληφθούν αυστηρά μέτρα κατά του εξεγερμένου λαού και να
κατασταλεί ακόμη και με τα όπλα, η κινητοποίησή του, απειλώντας την Προσωρινή
Διοικούσα Επιτροπή με διακοπή των διπλωματικών σχέσεων. Η Γαλλία επίσης δια των
αντιπροσώπων της, δεν έπαψε να καλύπτει την οικογένεια Μαυρομιχάλη, αφού ο
στρατιωτικός ακόλουθος της Γαλλικής Πρεσβείας διαμαρτυρόταν και απειλούσε τους
δικαστές του στρατοδικείου που δίκασε τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη να μην
προχωρήσουν στη δίκη και καταδίκη του, επειδή δήθεν ήταν αναρμόδιοι. Ήταν
τέτοιες οι απροκάλυπτες παρεμβάσεις τους, τόσο κατά τη δολοφονία όσο και μετά,
ώστε ο Ρώσος πρεσβευτής Ριμποπιέρ θα έγραφε στην έκθεση του για τη δολοφονία
του Καποδίστρια ότι «ουδεμία αμφιβολία διατηρώ ότι η δολοφονική χειρ εξοπλίσθη
παρά της Αγγλίας».